Τις προσεχείς ημέρες πρόκειται να ψηφιστεί στη Βουλή ο νόμος για τον νέο Οργανισμό Λειτουργίας του υπουργείου Εξωτερικών. Η θέσπιση νέου Οργανισμού υπήρξε στόχος και των προσφάτων προκατόχων του Νίκου Δένδια στο νεοκλασσικό κτίριο της Βασιλίσσης Σοφίας – ιδιαίτερα δε του Νίκου Κοτζιά, ο οποίος ήθελε να μετατρέψει το υπουργείο Εξωτερικών σε βιλαέτι εξουσίας, βασιζόμενος σε εξοντωτικές πειθαρχικές διαδικασίες και με εμφανείς «ναπολεόντειες» προθέσεις που εξόργισαν ακόμη και τον πολιτικό του προϊστάμενο Αλέξη Τσίπρα.
Το νέο Σχέδιο Νόμου που κατατέθηκε την περασμένη εβδομάδα προς συζήτηση στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές πάντως δεν φαίνεται να συμβάλλει ουσιαστικά στην αναμόρφωση και στον εκσυγχρονισμό του υπουργείου Εξωτερικών. Η Ένωση Διπλωματικών Υπαλλήλων (ΕΔΥ) – με εκτενές της υπόμνημα – επισημαίνει ορισμένα από τα προβλήματα (όπως πχ η ασφάλιση των διπλωματών που υπηρετούν σε θέσεις του εξωτερικού εκτός ΕΕ ή η πολυπλοκότητα των πειθαρχικών διαδικασιών), αλλά μένει σε μάλλον «συντεχνιακά» αιτήματα χωρίς μία πιο ουσιαστική πολιτική πρόταση για ένα υπουργείο που θα καλύπτει τις ανάγκες του 21ου αιώνα.
Ίσως η σημαντικότερη αλλαγή – προς το καλύτερο – να είναι η σύσταση ενός κλάδου για την άσκηση της οικονομικής διπλωματίας, κάτι που κατέστη εφικτό μόνο αφού αποχώρησε από τη θέση του Γενικού Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Εξωστρέφειας ο Γρηγόρης Δημητριάδης (σσ. οι σχέσεις του οποίου με τον αρμόδιο υφυπουργό για την οικονομική διπλωματία Κώστα Φραγκογιάννη είχαν φθάσει στο ναδίρ). Ακόμη και αυτή η αλλαγή εξακολουθεί πάντως να διατηρεί παράλληλες οικονομικές διευθύνσεις που θα μπορούσαν να συνενωθούν με τις ομόλογές τους πολιτικές διευθύνσεις (ειδικά σε ό,τι αφορά ομάδες χωρών). Σημαντική κρίνεται επίσης η σύσταση Γραφείου Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων.
Περίπλοκο σχέδιο
Από εκεί και πέρα όμως, το σχέδιο του νέου οργανισμού μοιάζει υπερβολικά περίπλοκο, σε απόλυτη αντίθεση με την έννοια του επιτελικού κράτους που προωθεί η παρούσα κυβέρνηση και το Μέγαρο Μαξίμου. Θα είχε ίσως ενδιαφέρον να εξηγηθεί αν υπήρξε κάποιο πρότυπο οργανισμού υπουργείου άλλων χωρών εντός της ΕΕ από το οποίο να αντλήθηκαν ουσιαστικές ιδέες ή όχι. Σύμφωνα δε με έμπειρους παρατηρητές των εσωτερικών εξελίξεων στο υπουργείο Εξωτερικών, ίσως να ευθύνεται για την περιπλοκότητα το γεγονός ότι βασικοί συντάκτες του νέου οργανισμού είναι πρόσωπα που δεν έχουν ουδεμία σχέση με την καθημερινότητα και τις ανάγκες του υπουργείου – αν και αυτό είχε συμβεί επίσης κατά την κατάρτιση ανάλογο σχεδίου επί υπουργίας Κοτζιά.
Δεν είναι μόνο ο όγκος του νομοσχεδίου, με τις 377 σελίδες και τα 480 άρθρα. Είναι το γεγονός ότι μάλλον αναλώνεται στη διαμόρφωση δομών που αλληλεπικαλύπτονται ή άλλων που δεν χρειάζονται. Αναρωτιέται κανείς για ποιον λόγο απαιτούνται Ιδιαίτερα Γραφεία για όλους τους υπουργούς, αναπληρωτές υπουργούς και υφυπουργούς, αλλά και για τους πολιτικά διοριζόμενους Γενικούς Γραμματείς Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων ή Αποδήμου Ελληνισμού – ή η θεσμοθέτηση ειδικού Γραφείου Τύπου του υπουργού Εξωτερικών. Σε ανάλογες σκέψεις οδηγείται κάποιος όταν επιδιώκει να αντιληφθεί τις διαφορές μεταξύ της Διεύθυνσης Στρατηγικού και Επιχειρησιακού Σχεδιασμού και της νέας Υπηρεσίας Συντονισμού. Και όλα αυτά συμβαίνουν όταν σε μία τόσο σημαντική και κρίσιμη συγκυρία, διευθύνσεις κομβικής σημασίας, όπως η Α4 είναι σοβαρά υποστελεχωμένη και δεν έχει καν έναν ή δύο εμπειρογνώμονες που να ομιλούν και την τουρκική γλώσσα.
Ο κίνδυνος με τις νέες δομές
Η κυβέρνηση αποφάσισε επίσης την ένταξη των ακολούθων Τύπου στο υπουργείο Εξωτερικών. Και σε αυτό το σημείο, η οργανωτική αναδιάρθρωση μοιάζει μάλλον λειψή. Η Δημόσια Διπλωματία εντάσσεται υπό κοινή σκέπη μαζί με τη Γραμματεία Αποδήμου Ελληνισμού (ενώ την ίδια στιγμή απορεί κανείς με την επανασύσταση του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού που «ανοιγοκλείνει» ανάλογα με τις επιθυμίες των εκάστοτε κυβερνώντων). Παράλληλα, δεν είναι απολύτως σαφής η διασύνδεση της Υπηρεσίας Ενημέρωσης με τη διεύθυνση για τη Δημόσια Διπλωματία. Ο κίνδυνος με τις νέες δομές είναι να μην υπάρχει ο απαραίτητος συντονισμός ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης – όπως η πρόσφατη με την Τουρκία.
Παράλληλα, μάλλον χάνεται η ευκαιρία να διαμορφωθούν πιο λειτουργικές δομές. Όλοι όσοι ασχολούνται καθημερινά με το ρεπορτάζ του υπουργείου Εξωτερικών γίνονται δέκτες πληροφοριών για τη, μάλλον χαοτική, κατάσταση που επικρατεί στη Γ’ Γενική Διεύθυνση Ευρωπαϊκών Υποθέσεων (που είναι απότοκο της πολιτικής πολλών κυβερνήσεων, όχι απλώς της τωρινής). Μήπως θα απαιτούνταν κάποιες προσαρμογές σε αυτή, σε μία εποχή ραγδαίων ανακατανομών εντός ΕΕ; Για ποιον λόγο δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτή τη Διεύθυνση η αρμόδια πολιτική διεύθυνση για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας (σήμερα Α13, με τον νέο οργανισμό Α10); Δεν θα μπορούσε ανάλογη πορεία να έχει η Α1 Διεύθυνση Ευρωπαϊκών Χωρών που σήμερα παρακολουθεί κυρίως τις σχέσεις με τα μεγαλύτερα κράτη – μέλη της ΕΕ (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία);
Οι παραπάνω παρατηρήσεις είναι φυσικά ενδεικτικές και δύσκολα μπορεί κάποιος να καλύψει πλήρως ένα κείμενο 377 σελίδων. Μία τελευταία ίσως όμως να είχε ενδιαφέρον. Στο σχέδιο νόμου αφιερώνεται τόσος χώρος για την κατάργηση της Μεταφραστικής Υπηρεσίας. Δεν βρέθηκε όμως ένας από τους συντάκτες του να προτείνει και να ενσωματώσει αλλαγές στη δομή και στο περιεχόμενο των παρεχόμενων σπουδών της Διπλωματικής Ακαδημίας, σε μία εποχή τόσο καταιγιστικών αλλαγών; Αναρωτιέται φυσικά κανείς αν αυτό το πρότειναν και οι ίδιοι οι διπλωμάτες που καθ’ ύλην θα έπρεπε να τους αφορά…