Κατά το πρώτο αλλά και το δεύτερο κύμα της πανδημίας τα παιδιά – ιδίως αυτά κάτω των 10 ετών – αντιμετωπίζονταν ως ο πλέον… αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα μεταδόσεων, καθώς συνέβαλλαν ελάχιστα συγκριτικά με τους εφήβους και τους ενηλίκους στη διασπορά του κορωνοϊού.
Το τρίτο κύμα, όμως, φέρνει ανατροπές, αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά ότι οι ιοί εξελίσσονται, με αποτέλεσμα οι βεβαιότητες να μετατρέπονται σε αμφιβολίες. Μάλιστα, πλέον δεν είναι λίγες οι φορές που τα συμπτώματα που εκδηλώνουν τα παιδιά είναι η αιτία που ξεδιπλώνεται το κουβάρι της ενδοοικογενειακής διασποράς, κάτι που δεν ίσχυε πριν από τον Δεκέμβριο.
«Τα νέα στελέχη του κορωνοϊού αλλάζουν τα δεδομένα. Ιδίως το βρετανικό στέλεχος, που έχει μελετηθεί πιο διεξοδικά και αναμένεται να επικρατήσει στην επικράτεια, είναι κατά 20%-30% πιο μεταδοτικό. Και από την παρατήρηση αυτή δεν προκύπτουν ηλικιακές εξαιρέσεις», δηλώνει στα «ΝΕΑ» η Αθανασία Λουρίδα, παιδίατρος – λοιμωξιολόγος, διευθύντρια ΕΣΥ Α’ Παιδιατρικής Κλινικής Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων. Οπως διευκρινίζει, «τα παιδιά δεν ηγούνται αλλά ακολουθούν την πανδημία, συνεπώς η αυξημένη διασπορά στην κοινότητα αντανακλάται και στον ανήλικο πληθυσμό. Συνακόλουθα, τα παιδιά, παρότι έχουν μικρότερο ιικό φορτίο, δύνανται να μεταδίδουν τον ιό, παρ’ όλα αυτά δεν νοσούν βαριά».
Δεν είναι άτρωτα
Ομως, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και άτρωτα, καθώς σε κάθε κανόνα υπάρχουν εξαιρέσεις: ο θάνατος μιας κοπέλας μόλις 16 χρονών από τη Θήβα αλλά και η νοσηλεία στη ΜΕΘ ενός εννιάχρονου αγοριού από την Πάτρα έχουν προκαλέσει αγωνία και ερωτηματικά στους γονείς. Τα επιδημιολογικά δεδομένα μαρτυρούν ότι τα παιδιά πιθανόν να μην μπορούν να «κρυφτούν» από τα νέα στελέχη του κορωνοϊού. Πιο συγκεκριμένα, στις 10 Ιανουαρίου που άνοιξε η Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, τα παιδιά κάτω των 17 ετών αποτελούσαν το 6% του συνόλου των κρουσμάτων, ενώ στις 10 Φεβρουαρίου το ποσοστό αυξήθηκε στο 6,7%, αύξηση 10%.
Καθησυχάζει, όμως, το γεγονός ότι οι μεταδόσεις στον παιδικό πληθυσμό δεν μεταφράζονται σε αυξημένες νοσηλείες, όπως ισχύει στην περίπτωση των ενηλίκων. Μάλιστα, η εμπειρική αυτή παρατήρηση των παιδιάτρων βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με έρευνα που δημοσιεύτηκε στην έγκριτη ιατρική επιθεώρηση «Lancet». Οπως προκύπτει από τη συγκεκριμένη βρετανική έρευνα, κατά την οποία συγκρίθηκε η νοσηρότητα στα παιδιά στο πρώτο και στο δεύτερο επιδημικό κύμα, οι ανήλικοι που νοσηλεύτηκαν στο δεύτερο κύμα, κατά το οποίο επικρατούσε το βρετανικό στέλεχος, είχαν ηπιότερη κλινική εικόνα. Το ερώτημα που προκύπτει είναι «τι έχει αλλάξει;». Οπως σημειώνει στα «ΝΕΑ» η Αννα Παρδάλη, επιστημονική συνεργάτρια της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ, «πλέον βλέπουμε πιο συχνά παιδιά με λοίμωξη Covid που εμφανίζουν συμπτώματα, όταν πριν από τον Δεκέμβριο στην πλειονότητά τους ήταν ασυμπτωματικά». Μάλιστα, τα συμπτώματα των παιδιών και εν συνεχεία το θετικό αποτέλεσμα είναι ολοένα και συχνότερα η αιτία που υποβάλλονται όλα τα μέλη της οικογένειας σε τεστ, διαπιστώνοντας ενδοοικογενειακή διασπορά. «Καθώς οι γονείς των μικρών παιδιών είναι επίσης νέοι, συχνά είναι και οι ίδιοι ασυμπτωματικοί», γεγονός που δείχνει ότι ο ιός συνεχίζει να κινείται… ύπουλα, επιχειρώντας ακτινωτές μολύνσεις.
Κατά την ειδικό, τα συμπτώματα είναι στη συντριπτική πλειονότητά τους «αθώα», με αποτέλεσμα αρκετοί γονείς να τα αποδίδουν σε απλή ίωση. Παρ’ όλα αυτά, καθώς τα νέα στελέχη προσβάλλουν και τον νεότερο πληθυσμό, ολοένα και περισσότεροι παιδίατροι ζητούν πριν από την κλινική εξέταση οι μικροί ασθενείς να υποβληθούν τουλάχιστον σε rapid test, σε μια προσπάθεια να εμποδίσουν πιθανή διασπορά στα ιατρεία.