Δεν πρέπει να βασιζόμαστε μόνο στην κλασική «τριπλέτα» συμπτωμάτων – βήχας, πυρετός και ανοσμία – της COVID-19, αν θέλουμε να κάνουμε καλύτερη ανίχνευση των κρουσμάτων.
Αυτό αναφέρουν με δημοσίευσή τους στην επιθεώρηση «Journal of Infection» ερευνητές του Κing’s College του Λονδίνου και του Συνασπισμού για Καινοτομίες Επιδημιολογικής Ετοιμότητας (CEPI), οι οποίοι μάλιστα επισημαίνουν ότι αν δίνουμε σημασία σε μια μεγαλύτερη «βεντάλια» συμπτωμάτων, τότε θα μπορούμε να εντοπίζουμε περισσότερα κατά ένα τρίτο κρούσματα της νόσου.
Αλλα τέσσερα συμπτώματα-«κλειδιά»
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους ερευνητές, αν στα συμπτώματα που θεωρούμε ότι «χτυπούν καμπανάκι» για COVID-19 προστεθούν η κόπωση, ο πονόλαιμος, ο πονοκέφαλος και η διάρροια και με βάση αυτά τα συμπτώματα διεξάγονται μοριακά τεστ διάγνωσης της νόσου, τότε θα είμαστε πλέον σε θέση να ανιχνεύουμε το 96% των συμπτωματικών ασθενών.
Mια εφαρμογή τροφοδότησε με στοιχεία τους ερευνητές
Προκειμένου να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους οι επιστήμονες ανέλυσαν δεδομένα από περισσότερους από 122.000 βρετανούς ενήλικους χρήστες της εφαρμογής ΖΟΕ COVID Symptom Study app, η οποία αποτελεί το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο «εργαλείο» παρακολούθησης της COVID-19 από απλούς πολίτες. Οι χρήστες αυτοί ανέφεραν στην εφαρμογή αν εμφάνιζαν οποιοδήποτε πιθανό σύμπτωμα COVID-19 και 1.202 εξ αυτών δήλωσαν ότι είχαν θετικό μοριακό τεστ μέσα σε μία εβδομάδα από την πρώτη εμφάνιση των συμπτωμάτων τους.
Πώς το ποσοστό ανίχνευσης μπορεί να αγγίξει το 96%
Με βάση την ανάλυση, η διεξαγωγή μοριακού τεστ σε άτομα που παρουσίαζαν μόνο τα τρία θεωρούμενα «κλασικά» συμπτώματα της COVID-19, δηλαδή πυρετό, βήχα και ανοσμία, οδηγούσε σε διάγνωση του 69% των συμπτωματικών ατόμων.
Αν όμως διεξαγόταν μοριακή εξέταση σε άτομα με οποιοδήποτε από τα επτά συμπτώματα-«κλειδιά» της νόσου – βήχας, πυρετός, ανοσμία, κόπωση, πονοκέφαλος, πονόλαιμος, διάρροια – μέσα στις τρεις πρώτες ημέρες από την εμφάνιση των συμπτωμάτων, τότε το ποσοστό ανίχνευσης των συμπτωματικών ατόμων θα άγγιζε το 96%.
Πρώτα πονοκέφαλος και διάρροια, μετά πυρετός
Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι οι χρήστες της εφαρμογής ανέφεραν συχνότερα μέσα στις τρεις πρώτες ημέρες εμφάνισης συμπτωμάτων τον πονοκέφαλο και τη διάρροια, ενώ ο πυρετός εμφανιζόταν αργότερα, μέσα στις επτά ημέρες από την πρώτη εκδήλωση συμπτωμάτων.
Οπως σημειώνουν, αυτό μαρτυρεί ότι υπάρχει διαφορετικός χρόνος εμφάνισης του κάθε συμπτώματος κατά την εξέλιξη της νόσου. Τα δεδομένα της εφαρμογής δείχνουν ότι το 31% των κρουσμάτων της COVID-19 δεν εμφανίζει κανένα από τα τρία «κλασικά» συμπτώματα κατά τις πρώτες ημέρες της νόσησης, όταν ο ασθενής είναι και πιο μολυσματικός.
Αν δεν αισθάνεστε καλά, κάντε τεστ
Ο καθηγητής Τιμ Σπέκτορ από το King’s College του Λονδίνου ανέφερε: «Γνωρίζαμε από την αρχή ότι το να επικεντρώνουμε τον διαγνωστικό έλεγχο στην κλασική τριάδα βήχας, πυρετός και ανοσμία, μας κάνει να χάνουμε ένα σημαντικό ποσοστό κρουσμάτων. Ηδη από τον περασμένο Μάιο ταυτοποιήσαμε την ανοσμία ως σύμπτωμα της COVID-19 και η δουλειά μας οδήγησε στο να προστεθεί στη λίστα των συμπτωμάτων. Τώρα είναι σαφές ότι χρειάζεται να προσθέσουμε και άλλα συμπτώματα. Αυτό είναι άκρως σημαντικό καθώς κυκλοφορούν πλέον νέα παραλλαγμένα στελέχη του ιού τα οποία πιθανώς να προκαλούν διαφορετικά συμπτώματα. Για εμάς το μήνυμα προς τον πληθυσμό είναι σαφές: αν δεν αισθάνεστε ξαφνικά καλά, μπορεί να έχετε COVID-19 και πρέπει να υποβληθείτε σε τεστ».
Η διάγνωση ζωτικής σημασίας και για την ανάπτυξη εμβολίων
Ο δρ Τζέικομπ Κρέιμερ, επικεφαλής Κλινικής Ανάπτυξης στο CEPI σημείωσε ότι «η ακριβής διάγνωση των περιπτώσεων της COVID-19 είναι ζωτικής σημασίας όταν γίνεται αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των εμβολίων για τον νέο κορωνοϊό σε μεγάλου εύρους μελέτες, κυρίως επειδή τα συμπτώματα που συνδέονται με τη νόσο μπορεί να είναι κοινά με άλλες ιογενείς λοιμώξεις. Τα ευρήματα της νέας μελέτης προσφέρουν σημαντικά στοιχεία τα οποία θα συμβάλουν ώστε να γίνεται καλύτερη επιλογή των συμπτωμάτων που συνδέονται με τη νόσο και έτσι να υπάρχει καλύτερη διάγνωση η οποία παίζει ζωτικό ρόλο και στις δοκιμές της αποτελεσματικότητας των εμβολίων για τον SARS–CoV-2».