Την πρώτη της μέρα ως δασκάλα στο κρατικό κέντρο κράτησης στην Σιντζιάνγκ, η Κελμπινούρ Σιντίκ θυμάται να βλέπει στρατιώτες να κουβαλούν μια νεαρή γυναίκα από τη μειονότητα των Ουιγούρων έξω από το κτίριο επάνω σε ένα φορείο.
«Δεν υπήρχε ούτε μια σπίθα ζωής στο πρόσωπό της. Τα μάγουλά της είχαν χάσει τελείως το χρώμα τους, δεν ανέπνεε», δηλώνει η ίδια στο CNN. Η Σιντίκ είναι πρώην δασκάλα δημοτικού και όπως λέει αναγκάστηκε να διδάσκει για μήνες σε δυο κέντρα κράτησης της Σιντζιάνγκ, στη διάρκεια του 2017.
Μια αστυνομικός που εργαζόταν στο στρατόπεδο θα την ενημέρωνε αργότερα ότι η γυναίκα πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία, αν και δεν της είπε τι την προκάλεσε. Ήταν η πρώτη από τις αμέτρητες ιστορίες που θα έλεγε η συγκεκριμένη αστυνομικός στη Σιντίκ στη διάρκεια των τριών μηνών της εργασίας της στο βαριά φρουρούμενο κτίριο όπου κρατούνταν μόνο γυναίκες.
Σύμφωνα με τη Σιντίκ, η αστυνομικός ισχυρίστηκε ότι της έχει ζητηθεί να διερευνήσει καταγγελίες για βιασμούς εντός του κέντρου από προϊσταμένους της –αν και το CNN δεν έχει καταφέρει να διασταυρώσει αυτή την πληροφορία. Ωστόσο, η Σιντίκ σημειώνει ότι αυτά που είδε και άκουσε η ίδια είναι από μόνα τους αρκετά ανατριχιαστικά.
Οι καταγγελίες της Σιντίκ συνάδουν με εκείνες πρώην κρατουμένων που έχουν μιλήσει για βιασμούς και συστηματική σεξουαλική κακοποίηση εντός του αχανούς σωφρονιστικού δικτύου της Κίνας.
Η μαρτυρία της είναι σπάνια, καθώς προέρχεται από μια εργαζόμενη που είχε άμεση επαφή με τη ζωή εντός των κέντρων κράτησης, όπου η κυβέρνηση των ΗΠΑ υποστηρίζει ότι η Κίνα διαπράττει γενοκτονία εις βάρος των Ουιγούρων και άλλων μουσουλμανικών μειονοτήτων μέσα από μια εκστρατεία καταπίεσης, μαζικού εγκλεισμού, βασανιστηρίων, αναγκαστικών στειρώσεων και εκτρώσεων. Αξίζει να σημειωθεί, φυσικά, ότι πολλά από τα παραπάνω αναφέρονται και σε μαρτυρίες μεταναστών και αιτούντων άσυλο που βίωσαν την κράτηση στα κέντρα της υπηρεσίας μετανάστευσης των ΗΠΑ.
Η κινεζική κυβέρνηση διαψεύδει τις καταγγελίες για γενοκτονία και σε μια ανακοίνωσή της στο CNN τόνισε ότι «δεν υπάρχει κανενός είδους συστηματική σεξουαλική ή άλλη κακοποίηση εις βάρος γυναικών στη Σιντζιάνγκ».
Ωστόσο, η Σιντίκ σημειώνει ότι η αστυνομικός της περιέγραψε πώς οι άνδρες συνάδελφοί της περηφανεύονταν για τέτοιου είδους πράξεις. «Όταν οι άνδρες φρουροί έπιναν τις νύχτες, έλεγαν ο ένας στον άλλο πώς βίαζαν και βασάνιζαν κορίτσια», δήλωσε η Σιντίκ στο CNN από το νέο της σπίτι στην Ολλανδία.
Μέσα στα στρατόπεδα
Η Σιντίκ, που έχει καταγωγή από το Ουζμπεκιστάν, μεγάλωσε στη Σιντζιάνγκ και ήταν δασκάλα σε δημοτικά σχολεία επί 28 χρόνια, διδάσκοντας σε παιδιά 6 έως 13 ετών. Τον Σεπτέμβριο του 2015, όπως εξηγεί, κλήθηκε σε συνάντηση της υπηρεσίας εκπαίδευσης της περιοχής Σεϊμπάχ, όπου και την ενημέρωσαν ότι πρόκειται να εργαστεί με «αναλφάβητους».
Τον Μάρτιο του 2017, γνώρισε τους νέους μαθητές της. Ήταν περίπου 100 άνδρες και μια χούφτα γυναίκες. «Ήρθαν στην αίθουσα με αλυσοδεμένα τα χέρια και τα πόδια τους», θυμάται.
Στο πρώτο της μάθημα, η Σιντίκ υποστηρίζει ότι κάθε φορά που γύριζε την πλάτη της για να γράψει στον πίνακα, οι μαθητές της έκλαιγαν. «Γυρνούσα ελαφρώς και έβλεπα τα δάκρυά τους να κυλούν στις γενειάδες τους. Οι γυναίκες κρατούμενες έκλαιγαν δυνατά», τονίζει στο CNN.
Νεαροί κρατούμενοι, που έφταναν στα κέντρα «υγιείς, σε καλή φυσική κατάσταση και με μια λάμψη στα μάτια», σύντομα ασθενούσαν και αδυνάτιζαν, θυμάται. Από την τάξη της στο υπόγειο ενός στρατοπέδου, η Σιντίκ μπορούσε να ακούσει τα ουρλιαχτά τους. Όταν ρώτησε για τις φωνές, υποστηρίζει ότι ένας αστυνομικός της είπε ότι βασάνιζαν τους κρατούμενους.
«Στο διάστημα που δίδασκα εκεί, είδα με τα μάτια μου μια φρικτή τραγωδία», σημειώνει η Σιντίκ.
Το CNN δεν έχει τρόπο να επιβεβαιώσει τη μαρτυρία της Σιντίκ από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ωστόσο, πρώην κρατούμενοι έχουν δηλώσει στο παρελθόν ότι υπέστησαν πολιτική πλύση εγκεφάλου και κακοποίηση, ενώ Ουιγούροι που πλέον ζουν στο εξωτερικό έχουν μιλήσει για συγγενείς τους που χάθηκαν μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έγγραφα που έχουν διαρρεύσει δείχνουν ότι οι Ουιγούροι αρκούσε να έχουν γενειάδα ή να φορούν πέπλα για να καταλήξουν σε ένα από τα κέντρα.
Η κινεζική κυβέρνηση, από την πλευρά της, έχει υποστηρίξει ότι τα στρατόπεδα είναι «κέντρα επαγγελματικής εκπαίδευσης», μέρος της επίσημης στρατηγικής για την εκρίζωση του ισλαμικού εξτρεμισμού, αλλά και για τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
«Δεν υπάρχουν μαζικές συλλήψεις Ουιγούρων», έχει δηλώσει ο Σου Γουισιάνγκ, εκπρόσωπος του κομμουνιστικού κόμματος στη Σιντζιάνγκ, σε κυβερνητική συνέντευξη τύπου την 1η Ιανουαρίου.
«Αυτό που καταστέλλουμε, σύμφωνα με τον νόμο, είναι μερικούς αποτρόπαιους ηγέτες και υποστηρικτές εξτρεμιστικών ομάδων. Αυτό που έχουμε σώσει, είναι εκείνους που έχουν μολυνθεί από τον θρησκευτικό εξτρεμισμό και έχον διαπράξει μικρά αδικήματα».
«Και μετά με βίασαν ομαδικά»
Η Τουρσουνάι Ζιγιαγουντούν υποστηρίζει ότι δεν είχε διαπράξει κανένα αδίκημα την πρώτη φορά που τη μετέφεραν σε κέντρο κράτησης τον Απρίλιο του 2017, όταν επέστρεψε στην κομητεία Σινγιουάν της Σιντζιάνγκ για να πάρει ορισμένα επίσημα έγγραφα. Η ίδια και ο σύζυγός της ζούσαν ήδη πέντε χρόνια στο γειτονικό Καζακστάν.
Ο σύζυγός της Χαλμίρζα Χαλίκ, Κοζάκος στην καταγωγήμ δεν συνελήφθη και κατάφερε να την εντοπίσει στο Επαγγελματικό Σχολείο της Επαρχίας της Σινγιουάν. «Όταν μιλήσαμε μέσα από τα κάγκελα του σχολείου», λέει ο Χαλίκ μιλώντας τηλεφωνικά στο CNN από το Καζακστάν, «έκλαψε μόλις με είδε. Της είπα να μη φοβάται… ότι δεν είχε παραβιάσει το νόμο και δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχεί».
Οι αρχές απελευθέρωωσαν τη Ζιγιαγουντούν ένα μήνα μετά τη σύλληψή της, όμως την κάλεσαν και πάλι στο στρατόπεδο τον Μάρτιο του 2018, κίνηση που όπως λέει ήταν η αρχή ενός εννιάμηνου εφιάλτη.
Μιλώντας στο CNN από τις ΗΠΑ, η Ζιγιαγουντούν εξηγεί ότι μεταφέρθηκε σε ένα κελί με περίπου 20 ακόμη γυναίκες, όπου της δόθηκε λίγη τροφή και νερό, ενώ της επιτρεπόταν να πηγαίνει στην τουαλέτα μόνο μια φορά την ημέρα για τρία με πέντε λεπτά. «Εκείνες που αργούσαν περισσότερο δέχονταν ηλεκτροσόκ με ηλεκτροφόρα ραβδιά», περιγράφει.
Κατά τη διάρκεια της κράτησής της, η Ζιγιαγουντούν αναφέρει ότι οι φρουροί την ανέκριναν για τα χρόνια που είχε περάσει στο Καζακστάν και τη ρωτούσαν αν είχε δεσμούς με ομάδες εξόριστων Ουιγούρων.
Κατά τη διάρκεια αυτών των ανακρίσεων, ισχυρίζεται ότι οι αστυνομικοί την κλωτσούσαν και τη χτυπούσαν μέχρι που λιποθύμησε. Μια άλλη φορά, ενώ έφερε ακόμη τους μώλωπες του προηγούμενου ξυλοδαρμού της, η Ζιγιαγουντούν αναφέρει ότι δύο γυναίκες φρουροί τη μετέφεραν σε ένα άλλο δωμάτιο, όπου την ξάπλωσαν σε ένα τραπέζι. «Έβαλαν μέσα μου ένα ηλεκτροφόρο ραβδί και το έστριψαν και μου έκαναν ηλεκτροσόκ με ατό. Έχασα τις αισθήσεις μου», θυμάται.
Δέκα ημέρες αργότερα, υποστηρίζει ότι μια ομάδα ανδρών φρουρών την απομάκρυναν από το κελί της. «Στο διπλανό δωμάτιο άκουσα μια άλλη κοπέλα να κλαίει και να ουρλιάζει. Είδα περίπου 5 ή 6 άνδρες να μπαίνουν στο δωμάτιο. όμως μετά με βίασαν ομαδικά. Μετά από αυτό κατάλαβα ότι αυτό είχαν κάνει και σε εκείνη», λέει κλαίγοντας η Ζιγιαγουντούν. Υποστηρίζει ότι αυτό συνέβη πολλές φορές στον χρόνο που πέρασε ως κρατούμενη στα στρατόπεδα.
«Ήταν ακραία σαδιστικοί, μας προκαλούσαν πόνο και βλάβες στο σώμα μας, με χτυπούσαν και χτυπούσαν το κεφάλι μου στον τοίχο… ήταν ο τρόπος τους να μας τιμωρούν».
Σε αντίστοιχες καταγγελίες είχε προχωρήσει το 2020 στο CNN και η Γκιουλμπαχάρ Τζαλίλοβα, μια γυναίκα από τη μειονότητα των Ουιγούρων στο Καζακστάν, περιγράφοντας το διάστημα που πέρασε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Κίνας το 2017.
Είχε δηλώσει ότι είχε ρωτήσει έναν από τους φρουρούς που τη βίαζαν: «Του είπα, δεν ντρέπεσαι; Δεν έχεις μητέρα, αδερφή, πώς μπορείς να μου φέρεσαι έτσι; Εκείνος με χτύπησε με το ραβδί του ηλεκτροσόκ και μου είπε: «Δεν μοιάζεις με άνθρωπο».
Την νύχτα της 26ης Σεπτεμβρίου 2019, αφού η κινεζική αστυνομία την προειδοποίησε να μην μιλήσει για τις εμπειρίες της από την κράτησή της, η Ζιγιαγουντούν θυμάται ότι περπάτησε μέχρι τα σύνορα με το Καζακστάν για να συναντηθεί με τον άνδρα της.
Όμως τις μέρες που ακολούθησαν, η υγεία της επιδεινώθηκε, ενώ υπέφερε από κολπική αιμορραγία.
Το 2020, η Ζιγιαγουντούν μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ για ιατρική θεραπεία. Λίγο μετά την άφιξή της, οι γιατροί προχώρησαν σε υστερεκτομή, αναφέροντας στη διάγνωσή τους πυελικό απόστημα, κολπική αιμορραγία και φυματίωση.
Όπως λέει, αποδίδει τα ιατρικά της προβλήματα στα βασανιστήρια που υπέστη στην Κίνα, αν και το CNN δεν μπορεί να επιβεβαιώσει το συμπέρασμά της.
«Αφού βγήκε, δεν μου είπε τίποτα για τις εμπειρίες της από το στρατόπεδο συγκέντρωσης», λέει ο Χαλίκ, ο σύζυγός της. «Μερικές φορές έκλαιγε τη νύχτα και ήμουν πολύ θυμωμένος. Ήξερα ότι αυτά που είχε ζήσει δεν ήταν καλά, όμως δεν τολμούσα να τη ρωτήσω».
Αρνήσεις και ντροπή
Σε δήλωσή του στο CNN το κινεζικό υπουργείο εξωτερικών δεν αναφέρθηκε άμεσα στις καταγγελίες των τριών γυναικών, αλλά προτίμησε να εκδώσει μια γενικότερη άρνηση.
«Ελπίζουμε ότι τα σχετικά ΜΜΕ μπορούν να διακρίνουν το σωστό από το λάθος, να μην εξαπατηθούν και να μην παραπλανηθούν από ψευδείς ειδήσεις και προκατειλημμένες μαρτυρίες», σημείωσε το υπουργείο εξωτερικών, προσθέτοντας ότι τα κέντρα εκπαίδευσης «προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των εκπαιδευόμενων γυναικών από το να παραβιαστούν, ενώ απαγορεύεται αυστηρά οποιουδήποτε είδους προσβολή ή κακοποίηση των εκπαιδευόμενων».
Η κυβέρνηση της Αυτόνομης Περιοχής των Ουιγούρων στην Σιντζιάνγκ δεν ανταποκρίθηκε στις κρούσεις του CNN για κάποιο σχόλειο.
Σε συνέντευξη τύπου στις 3 Φεβρουαρίου, οι Κινέζοι αξιωματούχοι παρουσίασαν ορισμένες γυναίκες μειονοτικής καταγωγής που, όπως λένε, έχουν «αποφοιτήσει» από το σύστημα για να «μοιραστούν πώς κατάφεραν να απαλλαγούν από τις ακραίες σκέψεις». Επιπλέον ανέφεραν ότι οι καταγγελίες για ομαδικούς βιασμούς και εξαναγκαστικές στειρώσεις ήταν «ανεδαφικές ανοησίες», ενώ τα κρατικά ΜΜΕ επιχειρούν να καταρρίψουν τις καταγγελίες της κάθε γυναίκας ξεχωριστά.
Για παράδειγμα, σε άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο, οι Global Times κατηγορούν την Γκιουλμπαχάρ Τζαλίλοβα ότι είναι «ηθοποιός» και την Τουρσουνάι Ζιγιαγουντούν ότι ψεύδεται όταν λέει ότι την εξανάγκασαν σε στείρωση, παραπέμποντας σε δήλωση ανώτερου αξιωματούχου ότι «όλα τα μέλη της οικογένειάς της γνωρίζουν ότι ήταν ανέκαθεν στείρα». Η Ζιγιαγουντούν δήλωσε στο CNN ότι την είχαν αναγκάσει να τοποθετήσει σπιράλ, όχι ότι την είχαν στειρώσει.
Η ίδια υποστηρίζει ότι δεν έχει λόγους να πει ψέματα. «Είμαι μια γυναίκα άνω των 40 ετών. Πιστεύετε ότι είμαι περήφανη όταν διηγούμαι στον κόσμο αυτή την ιστορία;»
«Θέλω να τους πω ότι δεν τους φοβάμαι πια, επειδή σκότωσαν την ψυχή μου».
Από την πλευρά της, η Σιντίκ, υποστηρίζει ότι κυβερνητικοί αξιωματούχοι πήγαν στο σπίτι του συζύγου της και του ζητούσαν επί ώρες να γυρίσει βίντεο στο οποίο να διαψεύδει τους ισχυρισμούς της συζύγου του ότι κρατήθηκε επί σειρά μηνών.
Όπως λέει, ο σύζυγός της της είπε να μην επιστρέψει ποτέ στη Σιντζιάνγκ. «Με έκανε block στο Wechat, πλέον δεν ξέρω καν αν ζει ή αν πέθανε».