Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με κύμα αποκαλύψεων για περιστατικά κακοποίησης, συμπεριλαμβανομένης και κακοποίησης παιδιών.
Το ίδιο το γεγονός των αποκαλύψεων, όπως και το ότι άνθρωποι βρίσκουν το θάρρος να μιλήσουν για όλα αυτά, είναι πολύ σημαντικό.
Όμως, δεν αρκεί.
Και δεν αναφέρομαι τόσο στην αυτονόητη πολιτική ευθύνη που υπάρχει για όσους εν γνώσει τους έδωσαν θέσεις ευθύνης σε ανθρώπους που ήταν γνωστοί για την κακοποιητική τους συμπεριφορά.
Αναφέρομαι, κυρίως, στην ανάγκη να υπάρξει ένα σχέδιο για το από εδώ και πέρα.
Γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που έρχονται τέτοιες υποθέσεις στο προσκήνιο.
Πριν από δέκα χρόνια ήταν η υπόθεση ενός γυμναστή «υπεράνω υποψίας» στο Ρέθυμνο, όπου η στιγμή της αποκάλυψης άργησε πολύ και ποτέ δεν μάθαμε και όλη την έκταση της δράσης του.
Και σίγουρα ο συνδυασμός ανάμεσα σε ένα τραύμα που κάποιος θέλει να αφήσει πίσω του, με τον φόβο για το στίγμα και συχνά τη δυσκολία να πείσει ότι ένας «καλός άνθρωπος» είναι υπεύθυνος για κακοποίηση εξηγεί γιατί πολλές υποθέσεις ποτέ δεν φτάνουν στις αρχές.
Φταίει, άλλωστε, και το ότι μέχρι τώρα η δικαστική διερεύνηση μιας τέτοιας υπόθεσης μπορεί να σημαίνει ότι ένα θύμα θα χρειαστεί να μιλήσει για μια τόσο τραυματική εμπειρία πολλές φορές.
Δεν λέω ότι δεν υπάρχει κάποια πρόοδος στο συγκεκριμένο θέμα. Έχει γίνει σημαντική επιστημονική προεργασία, υπάρχουν πολλοί περισσότεροι ειδικοί επιστήμονες ικανοί να χειριστούν τέτοια ζητήματα και γίνεται και προσπάθεια να αναπτυχθούν και οι σχετικές δομές.
Όμως, απέχουμε από μια συνθήκη όπου θα μπορεί ένα παιδί να νιώσει ότι μπορεί να εμπιστευτεί τους ανθρώπους σε θέσεις ευθύνης και να πάει να κάνει μια καταγγελία.
Απέχουμε από μια συνθήκη όπου θα μπορούν οι άνθρωποι που συναναστρέφονται με παιδιά, όπως είναι οι εκπαιδευτικοί, να αντιληφθούν τα σημάδια ότι οι μαθήτριες και οι μαθητές τους υφίστανται κακοποίηση.
Απέχουμε από μια συνθήκη όπου σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν κέντρα και ειδικοί έτοιμοι να υποδεχτούν μια τέτοια καταγγελία για να μπορέσουν να βοηθήσουν και τις διωκτικές αρχές με τρόπο που ένα παιδί να κάνει μία καταγγελία, να δώσει μια μαρτυρία και να προστατευθεί στη συνέχεια.
Απέχουμε από μια συνθήκη όπου οι διωκτικοί μηχανισμοί και η δικαιοσύνη μπορούν να υποδεχτούν τέτοιες καταγγελίες και να τις αντιμετωπίσουν με τη δέουσα σοβαρότητα, είτε είναι καταγγελίες από παιδιά, είτε από ανθρώπους που το κάνουν μόλις ενηλικιωθούν, να τις διερευνήσουν αποτελεσματικά και να αποδώσουν δικαιοσύνη.
Απέχουμε από μια συνθήκη που προσφέρει την αναγκαία υποστήριξη στα θύματα για να μπορέσουν να ξεπεράσουν το τραύμα.
Και βέβαια απέχουμε από μια συνθήκη όπου θα προκρίνεται η δίωξη τέτοιων πρακτικών, η υποστήριξη στα θύματα και η πρόληψη της κακοποίησης, αντί για τη συγκάλυψη και μια εσφαλμένη προσπάθεια τα προβλήματα να μένουν «εν οίκω».
Αυτά πρέπει να μας απασχολήσουν. Γύρω από αυτά χρειάζεται να υπάρξει σχέδιο και συνολική αντιμετώπιση. Γι’ αυτά τα ζητήματα χρειάζεται πραγματικά η ευρύτερη διακομματική συνεννόηση.
Όχι μόνο τώρα, αλλά και όταν οι προβολείς της δημοσιότητας στραφούν σε άλλα θέματα επικαιρότητας.