Η καρδιά της ανθρωπότητας κτυπά στα Νοσοκομεία και γενικά σε όλες τις υγειονομικές υπηρεσίες και αρχές. Για δεύτερο χρόνο ο Covid-19 δοκιμάζει τους πολίτες και τις κοινωνίες όλου του κόσμου. Ανδριάντες, λένε οι εξουσίες θα κτίσουμε για το νοσηλευτικό και υγειονομικό προσωπικό, που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της μάχης ενάντια στον επικίνδυνο ιό.

Σήμερα, στον δεύτερο χρόνο της εποχής του Covid-19, που δοξολογούμε τους νοσηλευτές και το υγειονομικό προσωπικό, θα περίμενε κανείς η Πολιτεία να τους σεβαστεί με πράξεις και με συγκεκριμένα μέτρα να αναγνωρίσει το έργο τους. Αναγνώριση σημαίνει, εισοδηματική αναβάθμιση, βελτίωση των ανθυγιεινών συνθηκών απασχόλησης, με εκσυγχρονισμό του συστήματος και πρόσληψη ανθρωπίνου δυναμικού.

Με «νταούλια» και τραγούδια, με λόγια και υποσχέσεις, καθώς και με ηρωικές αναφορές στο έργο τους, όχι μόνο δεν χορταίνει το στομάχι τους, αλλά προσβάλλεται και η ίδια η αξιοπρέπειά τους.

Δεν διεκδικούν το κάτι πρόσκαιρο (ένα δώρο του Πάσχα), αλλά ζητούν αναγνώριση του τιτάνιου έργου τους στη μάχη με ένα δύσκολο αντίπαλο, που ήρθε για να μείνει.

Νοσηλευτές και γιατροί καθημερινά έρχονται αντιμέτωποι με το χάρο που επισκέπτεται συχνά τα νοσοκομεία ή τα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας μας. Αναγνωρίζουμε οι πάντες το εξοντωτικό ωράριο και το φόρτο εργασίας του νοσηλευτικού προσωπικού. Κατανοούμε επίσης οι πάντες τις άθλιες και ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας που έχουν δραματικά επιδεινωθεί με τον ιό που δεν είναι περαστικός.

Αναγνωρίζουμε ότι το κουρασμένο και γερασμένο ΕΣΥ, έχει μεγάλες ακόμα αντοχές παρά τις μεγάλες ελλείψεις σε μέσα και προσωπικό. Αναγνωρίζουμε ότι οι περικοπές των μνημονίων κατέβασαν τον πήχη του επιπέδου ζωής τους και δυσκόλεψαν πολύ τα όρια μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης. Οφείλει η Πολιτεία να κατανοήσει ότι η πανδημία έχει καταβάλει τις ψυχικές και διανοητικές δυνάμεις του νοσηλευτικού προσωπικού.

Δεν είναι καθόλου σύνηθες να εργάζεσαι σε περιβάλλον όπου χορεύει στην ατμόσφαιρα ο θανατηφόρος ιός. Σίγουρα το εμβόλιο αποτελεί μια σοβαρή ασπίδα για την υγεία τους. Περιορίζει ίσως και τον φόβο της μόλυνσης. Φθάνει όμως αυτό το μέτρο για την επιβράβευση του έργου και της προσφοράς τους. Ασφαλώς όχι. Χρειάζονται άμεσα μέτρα θεσμικά, αλλά και εισοδηματικά.

Το ΕΣΥ οριακά αντέχει. Είναι η κοινή στέγη για την προστασία της υγείας των πολιτών από τις απειλές του ιού. Χρειάζονται όμως ενισχύσεις στα θεμέλια του συστήματος για να αντέξει, αλλά και το προσωπικό να πάρει ανάσες. Η πρωτοβάθμια υγεία, τα Κέντρα Υγείας, η καταγραφή και μελέτη του υγειονομικού χάρτη της χώρας μας αποτελούν τις βασικές παραμέτρους για την αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας.

Οι ελλείψεις του προσωπικού στα Νοσοκομεία αποτελούν το μόνιμο πρόβλημα. Μια ανοιχτή πληγή που δεν λέει να κλείσει, γιατί ζητούνται πρόσκαιρες λύσεις στον ιδιωτικό τομέα, από εργολάβους και φθηνό εργατικό δυναμικό για φύλαξη, σίτιση, καθαριότητα κ.α.

Οι ελλείψεις σε εξειδικευμένα μέσα διαγνωστικά στις Νοσοκομειακές Μονάδες, οδηγούν τους πολίτες στον ιδιωτικό τομέα και τα διαγνωστικά κέντρα.

Και τα δύο αυτά προβλήματα, πέραν από τις ιδεολογικές στρατηγικές για λιγότερο ή περισσότερο δημόσιο, οδηγούν τους πολίτες έχοντες και μη, να γεμίζουν τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, αλλά και τις κλινικές.

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΩΝ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΩΝ ΓΙΑΤΡΩΝ ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΟΥΛΗ (EUROKINISSI / Βασίλης Ρούγγος)

Για να εξυπηρετηθούν πιο γρήγορα και σε καλύτερες συνθήκες, αφού οι ελλείψεις προσωπικού είναι προφανείς. Τα Κέντρα Υγείας έχουν «ρημάξει» από προσωπικό και φιλοξενούν «κουκουβάγιες».

Δελεαστικά ασφαλιστικά προγράμματα υγείας σπρώχνουν τους πολίτες στον ιδιωτικό τομέα. Σε καιρούς όμως ανάγκης και πανδημίας το ΕΣΥ αποτελεί το θεμέλιο λίθο προστασίας της υγείας.

Όπως στη δεκαετία του 1980 έγιναν οι μεγάλες αλλαγές για την προστασία της υγείας των πολιτών με τη δημιουργία του ΕΣΥ, σήμερα το σύστημα αυτό αναζητά την επαναθεμελίωσή του και την έμπρακτη υποστήριξη του Δημοσίου.

Το ΕΣΥ, παρά τα γεράματά του, περνάει τις εξετάσεις με άριστα στη δοκιμασία του Covid- 19. Για να αντέξει στο άμεσο και μεσοπρόθεσμο μέλλον χρειάζεται «ρεκτιφιέ» σε προσωπικό, υποδομές και σύγχρονα μέσα ανταγωνιστικά με τον ιδιωτικό τομέα.

Ο Covid – 19, πέρα από τον θάνατο που κουβαλάει, μας «ξυπνάει» να συνειδητοποιήσουμε την αξία του δημοσίου συστήματος υγείας. Η εξουσία ελπίζω να έχει κατανοήσει τις πρωταρχικές ανάγκες του συστήματος. Το προσωπικό πρέπει να διεκδικεί και να αναδεικνύει συνεχώς τα προβλήματα στην εκάστοτε εξουσία.

Έχει ανάγκη το σύστημα από ειδικούς και έμπειρους, «μάνατζερ» με αυστηρό έλεγχο λογοδοσίας στη διαχείριση οικονομική, υγειονομική του Νοσοκομείου, αλλά και του προσωπικού. Ο συνδικαλισμός των εργαζομένων μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό θεσμό κοινωνικού ελέγχου και να συμβάλει στη διοικητική και διαχειριστική αναβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας που παρέχει το ΕΣΥ.

Οι υποδομές χωρίς την επάρκεια προσωπικού δεν λειτουργούν. Μηχανήματα και Μονάδες Επειγόντων βρίσκονταν παροπλισμένες και ο ιός μονάχα μας ξύπνησε. Αλλά και χωρίς ανεκτά εισοδήματα το ανθρώπινο δυναμικό δεν μπορεί ούτε να αποδώσει, ούτε να επιβιώσει. Οι εισοδηματικές αυξήσεις του υγειονομικού προσωπικού αποτελούν απαίτηση των καιρών.

Ο ιστορικός νομοθέτης, αναγνωρίζοντας το δύσκολο έργο του νοσηλευτικού προσωπικού με το αρθ. 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 όρισε ότι από 1/1/1976 στο απασχολούμενο προσωπικό κατά οκτάωρο ημερησίως, των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων, καταβάλλεται αμοιβή δια μία ώρα και από 1/1/1977 για δύο ώρες ημερησίως.

Στην εισηγητική έκθεση ως δικαιολογητικός λόγος ήταν η αναγνώριση από την Πολιτεία των αντίξοων συνθηκών απασχόλησης, του νοσηλευτικού προσωπικού καθώς και του μικρού ύψους αποδοχών του, αλλά και της έλλειψης προσωπικού στα νοσηλευτικά ιδρύματα.

Στα πλαίσια αυτά θεωρώ ότι η επαναφορά των ρυθμίσεων του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, με το οποίο είχε νομοθετηθεί επιπλέον αμοιβή για δύο ώρες επιπλέον απασχόλησης ημερησίως, θα αποτελούσε έμπρακτη αναγνώριση του σπουδαίου έργου τους.

Και βέβαια η βελτίωση της ασφαλιστικής προστασίας όλου του προσωπικού στα νοσηλευτικά ιδρύματα αποτελεί όχι μονάχα συνταγματική επιταγή, αλλά και εμπέδωση των αρχών του κοινωνικού κράτους δικαίου. Τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας μας κλήθηκαν πολλές φορές να κρίνουν τη διάκριση της επίμαχης ημερήσιας δίωρης αμοιβής.

Η Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 3456/2004 απόφασή της σχετικά με την φύση της εν λόγω παροχής έκρινε ότι « η αμοιβή του άρθρου 2 παρ.3 του ν. 201/1975 , λόγω της φύσεως της ως μέρους των νομίμων αποδοχών των ανωτέρω κατηγοριών εργαζομένων, δεν αποτελεί επίδομα και για το λόγο αυτό δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984, το οποίο αφορά τα ρητώς κατονομαζόμενα επιδόματα μεταξύ των οποίων και το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 201/1975».

Σημειωτέον ότι η ανωτέρω απόφαση έκρινε με ευρεία πλειοψηφία την φύση του ένδικου επιδόματος καθώς από τα 29 μέλη που παρευρέθηκαν τα 23 ήταν θετικά και μόνο 6 είχαν διαφορετική άποψη!!

Κατόπιν λόγω αντίθεσης του ΣτΕ και του ΑΠ ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 το ζήτημα παραπέμφθηκε ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Το ΑΕΔ ήρε την αμφισβήτηση που είχε ανακύψει μεταξύ του Αρείου Πάγου και του ΣτΕ σχετικά με το αν η παροχή του άρθρου 2 παρ.3 του ν. 201/1975 είχε καταργηθεί με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984 καθώς έκρινε αμετάκλητα ότι η φύση της εν λόγω αμοιβής δεν αποτελεί επίδομα αλλά αντίθετα μέρος των νομίμων αποδοχών του νοσηλευτικού προσωπικού και συνεπώς δεν μπορούσε να συνδεθεί αυτή με το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα το οποίο καταργήθηκε με το εν λόγω νομοθέτημα.

Ειδικότερα το ΑΕΔ με την υπ΄ αριθ. 10/2005 απόφασή του έκρινε σε πλήρη ταύτιση με την άνω απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ ότι « Η αμοιβή αυτή, λόγω της φύσεώς της ως μέρους των νομίμων αποδοχών των ανωτέρω κατηγοριών εργαζομένων, δεν αποτελεί επίδομα και για το λόγο αυτό δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984, το οποίο αφορά τα ρητώς κατονομαζόμενα επιδόματα μεταξύ των οποίων και το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 201/1975».

Στη συνέχεια υπήρξαν ανατροπές για την επίμαχη παροχή. Το ΑΕΔ, που είχε κρίνει με μεγάλη πλειοψηφία (12 υπέρ 1 κατά) θετικά το 2005 υπέρ της διατήρησης της πρόσθετης αμοιβής, το ίδιο δικαστήριο το 2017 με την υπ΄αριθμ. 16/2017 απόφασή του έκρινε οριακά (με πλειοψηφία 6 έναντι 5), αρνητικά για την κατάργηση της εν λόγω αμοιβής. Δυστυχώς στην κόψη του ξυραφιού δεν καταφέραμε να πείσουμε τους δικαστές για την αναγκαιότητα της ρύθμισης. Το μνημονιακό περιβάλλον άλλαξε το πάντα στο πεδίο και των εργασιακών σχέσεων και των εισοδημάτων των εργαζομένων. Η απασχόληση, η ανεργία ήταν το μεγάλο θύμα αυτής της περιόδου. Τα νοσοκομεία και η υγεία μπορούν με τις προσλήψεις να βάλουν ένα πετραδάκι για την επίλυση του προβλήματος με τεράστια οφέλη στην προστασία της υγείας.

Έκανα μια εκτεταμένη αναφορά στο συγκεκριμένο αυτό θεσμικό μέτρο, της πρόσθετης αμοιβής, διότι πιστεύω αποτελεί ένα πρώτο αποφασιστικό βήμα μισθολογικής αναβάθμισης του προσωπικού, σηματοδοτώντας και μια μεγάλη ηθική υποχρέωση της Πολιτείας σε όλους αυτούς που υπηρετούν το σύστημα υγείας. Οφείλει γι’ αυτό ο Υπουργός Υγείας να εισηγηθεί το μέτρο αυτό, της πρόσθετης αμοιβής, στην κυβέρνηση, ως έμπρακτη αναγνώριση του δύσκολου και ανθυγιεινού έργου που παρέχει το υγειονομικό προσωπικό, ιδιαίτερα σε καιρούς ανάγκης.

Ο Λουκάς Θ. Αποστολίδης είναι δικηγόρος, πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής