Δεν τη γνώριζε κανείς ως Μαρία-Αμαλία. Με την οικειότητα με την οποία κάποιοι άνθρωποι μοιάζει να προσελκύουν τη χρήση του μικρού τους ονόματος από όλους ήταν η «Μελίνα».

Εγγονή του δημάρχου της Αθήνας Σπύρου Μερκούρη, γυναίκα από πολιτική οικογένεια που επέλεξε να σταδιοδρομήσει στο θέατρο, πρόσωπο που άλλαξε ουσιαστικά την πορεία του βίου της λόγω της δικτατορίας των συνταγματαρχών, η Μελίνα Μερκούρη άσκησε επιρροή στην ελληνική δημόσια ζωή για πολλές δεκαετίες.

Παράλληλα, αναδείχθηκε σε σύμβολο της χώρας στο εξωτερικό τόσο χάρη στην παρουσία της στη μεγάλη οθόνη όσο και χάρη στην έντονη αντιπαράθεσή της με τους πραξικοπηματίες του 1967. Στον απόηχο του αφιερωμένου στη μνήμη της από το υπουργείο Πολιτισμού έτους 2020 το ευσύνοπτο βιβλίο της δημοσιογράφου Εύας Νικολαΐδου Μελίνα Μερκούρη. Αγνωστα αποτυπώματά της περιλαμβάνει αντανακλάσεις από όλα τα παραπάνω και κυρίως από την περίοδο της δεκαετίας του ’80, όταν η άνοδος του ΠαΣοΚ στην εξουσία την έφερε στη θέση της πρώτης γυναίκας υπουργού Πολιτισμού.

Tρεις συνεντεύξεις και μια συζήτηση με την Ιντιρα Γκάντι

Τρεις συνεντεύξεις της Εύας Νικολαΐδου με τη Μελίνα Μερκούρη και μια κοινή συζήτηση με την τότε πρωθυπουργό της Ινδίας Ιντιρα Γκάντι με φόντο την εκδρομή της τελευταίας στους Δελφούς κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψής της στην Ελλάδα το 1983 αποτελούν το κύριο σώμα του βιβλίου.

Το πολιτικό και το προσωπικό στοιχείο συνυπάρχουν, ωστόσο όπως θα περίμενε κανείς, ο αυθορμητισμός της Μερκούρη επιβάλλεται: μιλάει για τις δαπάνες του πολιτισμού, επικαλείται την αναγκαιότητα της περίφημης τότε «πολιτιστικής αποκέντρωσης», η ατάκα όμως που ξεχωρίζει είναι εκείνη για το βιβλίο Hélène de Troie της Ντανιέλ Καλβό που διαβάζει εκείνες τις ημέρες –

«Η ομορφιά είναι ικανή για όλα. Θαυμάζω όμως και τον Πάρη. Ηταν άνδρας με αυτοπεποίθηση». Ενα τηλεφώνημα του Ανδρέα Παπανδρέου για κάτι που πρέπει να διευθετηθεί παρεμβάλλεται, καταθέτει την εκτίμησή της γι’ αυτόν, εκείνο όμως που μένει είναι η απάντησή της για τη μοναξιά:

«Προτιμώ να έχω παρέα μου ακόμα και κάποιον που αντιπαθώ παρά να νιώθω μόνη κι έρημη». Πιθανότατα δεν θα περίμενε να ηχούν επίκαιρα και σήμερα τα όσα έλεγε το 1989 για την ανισότητα στις σχέσεις μεταξύ των φύλων αλλά όσα δημοσιοποιούνται στην ελληνική εκδοχή του #MeToo υπενθυμίζουν προεκτάσεις της που διατηρούνται αναλλοίωτες, υποφωτισμένες, στο παρασκήνιο.

ΕΛΛΑΣ - ΜΕΡΚΟΥΡΗ ΜΕΛΙΝΑ - ΗΘΟΠΟΙΟΣ - ΤΑΙΝΙΑ - ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ - ΣΤΕΛΛΑ

Ενας ευθύς χαρακτήρας

Ισης ωστόσο αξίας με τα δικά της λόγια είναι και όσα άνθρωποι του στενού της περιβάλλοντος σημειώνουν για τον χαρακτήρα της Μελίνας Μερκούρη, αρχής γενομένης από τη φίλη και συνεργάτιδά της Μανουέλλα Παυλίδου.

«Είτε μιλούσε με το παιδί του καφενείου είτε με τον Μιτεράν ήταν ο εαυτός της» – ένας εαυτός χωρίς διάθεση για συμβιβασμούς: «Πρέπει να μπορείς να παίρνεις τη βαλίτσα σου και να φεύγεις» της είχε πει κάποτε. Αυτή η άμεση εκφραστικότητα τονίζεται από όλους: τον Ευάγγελο Βενιζέλο, την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, τον Νίκο Σταμπολίδη, την Κάτια Δανδουλάκη, τον Γιώργο Νταλάρα. Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα προσθέτει μια σημαντική επισήμανση ως προς την πολιτική της παρουσία:

«Ως υπουργός Πολιτισμού […] απέδειξε ότι μια εμπνευσμένη γυναίκα, προικισμένη σε υψηλό βαθμό με αυτό που σήμερα αποκαλούμε “συναισθηματική νοημοσύνη”, θα μπορούσε να ανατρέψει όλα τα ανδρικά στερεότυπα της πολιτικής ηγεσίας». Και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς τονίζει ξανά την αίσθηση του οικείου: «Οι αυθεντικές προσωπικότητες δεν έχουν ανάγκη από επώνυμα ή ιδιότητες. Υπάρχουν και θέλγουν από μόνες τους».

Το σύντομο βιβλίο της Εύας Νικολαΐδου, συμπληρωμένο με αναλυτικό βιογραφικό και πλούσια εικονογραφημένο με πολλές από τις εμβληματικότερες εικόνες της Μερκούρη με τις οποίες έχει εντυπωθεί στη σύγχρονη συλλογική μνήμη, από τη «Στέλλα» και το «Ποτέ την Κυριακή» ως τη φωτογραφία της με φόντο την Ακρόπολη, συνιστά συλλογή ψηφίδων που αποδίδουν με ακρίβεια την όψη του χαρακτήρα της.

Χαρακτηριστικότερο ίσως για την ευθύτητα του οποίου είναι άλλο ένα στιγμιότυπο της Μανουέλλας Παυλίδου από τα χρόνια της αυτοεξορίας της Μελίνας Μερκούρη στο Παρίσι: «Οσο διαρκούσε η χούντα είχε πάνω από την τηλεόραση […] μια φωτογραφία των συνταγματαρχών. Στην αρχή ντράπηκα να ρωτήσω, αλλά μετά από λίγες μέρες δεν κρατήθηκα: “Α, θέλω να τους βλέπω συνέχεια, μήπως και ξεχάσω να τους μισώ”».