Θα ήταν τέλη Γενάρη με αρχές Φλεβάρη του ’71, όπως τώρα καλή ώρα, με τον καιρό κλειστό και τον χιονιά να έχει κάνει από νωρίς εμφανή την παρουσία του. Ο βορεινός τρικαλίτης λυσσομανούσε, κινούσε με ταχύτητα μεγάλη τα «φορτωμένα» νέφη του θεσσαλικού κάμπου στις κορφές του οροπεδίου μας.

Αραιές νιφάδες χιονιού έπεφταν από το πρωί, μα δεν ξεγέλαγαν κανέναν. Το κρύο τσουχτερό, δεν άφηνε αμφιβολίες για τη συνέχεια.
Γυρνώντας από το Γυμνάσιο στο σπίτι η μάνα δεν μου άφησε πολλά περιθώρια. «Φάε κάτι γρήγορα και πήγαινε στον πατέρα σου, δεν ήταν πολύ καλά το πρωί, να τον αντικαταστήσεις, θα πάρει καμιά πούντα, δεν έχω καμία όρεξη να τον τρέχω στους γιατρούς» πρόσταξε με τον τρόπο της, που δεν επιδεχόταν αμφισβητήσεις.

Έφηβος και αψίκορος όπως ήμουν τότε, πήρα ένα ξεροκόμματο και λίγο τυρί και χωρίς δεύτερη κουβέντα ντύθηκα καταλλήλως, φόρεσα τις μπότες, πήρα ένα τζάκετ κατάλληλο για τέτοιες περιστάσεις, ένα ζεστό καπέλο και κατηφόρισα για το σφαγείο. Θα απείχε κοντά ένα χιλιόμετρο από το σπίτι. Ήταν νωρίς ακόμη, το χιόνι είχε πυκνώσει αλλά το μονοπάτι φαινόταν.

Έφτασα στον προορισμό μου σχετικά γρήγορα, καθώς δεν συνάντησα πολλά εμπόδια στον δρόμο μου, κάτι σκύλους μόνο που δεν είχαν κουράγιο ούτε να γαβγίσουν, χάζεψα τους κοκκινολαίμηδες και τα σπουργίτια που σκυφτοπετούσαν πάνω από τα βάτα, παλεύοντας επί ματαίω μήπως βρουν κανένα απομεινάρι καρπού και λίγες καρακάξες που κινούσαν προς τις λεύκες να προστατευθούν.
Βρήκα τον πατέρα, όντως ταλαιπωρημένο, να προσπαθεί να ζεστάνει τα χέρια του πάνω από ένα μαγκάλι. Με στραβοκοίταξε κάπως, «τι ήρθες να κάνεις εδώ;», ρώτησε αυστηρά.

«Μου είπε η μάνα πως είσαι λίγο άρρωστος και ήρθα να σε αντικαταστήσω, δεν έχω σχολείο αύριο» απάντησα, προσπαθώντας να διερευνήσω τις προθέσεις του.

Γλύκανε το βλέμμα του, χωρίς ωστόσο να παραδεχθεί την αδυναμία του. «Καθάρισε τον χώρο μπροστά, πέτα και κανένα καρότσι και βλέπουμε αργότερα…».


«Δεν φεύγεις καλύτερα από τώρα;» αντιπρότεινα, «θα μείνω εγώ, θα τα καταφέρω, δεν είναι πρώτη φορά».

Του φώναξε από απέναντι και ο «Δράκος» – αυτό ήταν το παρατσούκλι του, εξαιτίας των πυκνών φρυδιών, που έκαναν το πρόσωπό του αγριωπό –, ένας εκδοροσφαγέας φίλος του, «φύγε όσο είναι νωρίς, μην αρπάξεις καμιά περιπνευμονία».

Το σκέφτηκε λίγο, βασανιζόταν είναι αλήθεια από κάτι παλαιά κρυώματα, όπως έλεγε, τα οποία πολύ αργότερα, όταν αρρώστησε πραγματικά, διαπίστωσε και εκείνος ότι είχε σπηλαιώματα στους πνεύμονες, σημάδια που αφήνει πίσω της η φυματίωση.

Της φυλακής παράσημα, των πολλών κακουχιών γεννήματα, που δεν σε αφήνουν ποτέ. Δίστασε αρχικά, αλλά νιώθοντας την αδυναμία, σηκώθηκε κάποια στιγμή, μάζεψε τα λίγα πράγματά του και αφού έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες σε μένα ανηφόρισε για το σπίτι μας.
Θα ήμουν 14 χρόνων, με το αίμα μου να βράζει, δεν καταλάβαινα ούτε από κρύο ούτε από χιόνι.

Ξέμεινα εκεί λοιπόν με τους εκδορείς, με έναν αγαπητό κύκλο χωρατατζήδων, απλοϊκών, καλών ανθρώπων, που ζούσαν με τα χέρια και τη βάρβαρη τέχνη τους.

Όταν πρωτοείδα το σφαγείο, τρία-τέσσερα χρόνια νωρίτερα, τρόμαξα από τη βία της σφαγής, από το αίμα των ζώων, συγκλονίστηκα από τα απελπισμένα βελάσματα των αρνιών και τα απεγνωσμένα μουγκανητά των αγελάδων, δεν λησμόνησα ποτέ τα κλαμένα τους μάτια, καθώς τις έσπρωχναν στο πρωτόγονο θυσιαστήριο.

Ωστόσο, παρότι πληγώθηκα, με τον καιρό συνήθισα το αιματηρό και βάρβαρο θέαμα, έγινε κομμάτι της ζωής μου. Ετσι είμαστε οι άνθρωποι, συνηθίζουμε δυστυχώς και τα χειρότερα…

Δεν ήταν όμως καιρός για αναζητήσεις. Ξεκίνησα να πλένω με το λάστιχο τη σχάρα της σφαγής, να μαζεύω με τη συρμάτινη βούρτσα τα απομεινάρια, να τα φορτώνω στο καρότσι και να τα αδειάζω σε έναν ανοιχτό λάκκο εναπόθεσης που είχε σκάψει ο δήμος. Το χιόνι ήταν πλέον πυκνό, κάλυπτε τα πάντα, προσφέροντας μια κάποια υγειονομική κάλυψη σε εκείνη τη μοναδική εστία παρασίτων, μικροβίων και ένας Θεός ξέρει τι άλλο… που, ας είναι, ίσως μας προίκισε με τη λεγόμενη διασταυρούμενη ανοσία, η οποία, κατά μία εκδοχή, μας προστάτευσε από του κορωνοϊού το πρώτο πλήγμα.

ΕΛΛΑΣ - ΑΡΑΧΩΒΑ - ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ - ΔΕΝΤΡΑ - ΕΛΑΤΑ - ΧΙΟΝΙ - ΟΥΡΑΝΟΣ - ΤΟΠΙΟ - ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

Πήγαινα πάνω-κάτω, με το χιόνι να μου κλείνει τα μάτια, την αναπνοή μου να παγώνει και τα γυμνά μου χέρια να κολλάνε πάνω στα παγωμένα σιδερένια χερούλια του βαρυφορτωμένου καροτσιού. Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές επαναλήφθηκε αυτή η απόκοσμη «βόλτα» σε εκείνο το ασάλευτο τοπίο, όπου δέσποζαν τα εκατοντάδες σφαγμένα αρνιά στο ανοιχτό υπόστεγο, οι χιονισμένες λεύκες και οι καλιακούδες που κούρνιαζαν στα κλαδιά τους.

Κάποια στιγμή, προτού σουρουπώσει, η σφαγή τελείωσε, το καθάρισμα ολοκληρώθηκε, το σφαγείο πλύθηκε και έμενε να έλθει το φορτηγό-ψυγείο να φορτώσουμε τα σφάγια για την Αθήνα.

Περνούσε η ώρα, ωστόσο δεν φαινόταν… Άρχισα να ανησυχώ, μα ο «Δράκος», που είχε κι αυτός ξεμείνει για το φόρτωμα, παρέμενε ατάραχος. «Θα’ ρθει, πού θα πάει, θα βρήκε χιόνι στον δρόμο» με καθησύχαζε. Εν τω μεταξύ το χιόνι έπεφτε πυκνό, το κρύο γινόταν ανυπόφορο και η πείνα επίσης. «Πάρε το χατζαράκι, κόψε ένα γερό κλαδί από τη λεύκα, ξεφλούδισέ το καλά και φέρ’ το να φτιάξουμε μια μικρή σούβλα να στυλωθούμε» πρόσταξε κάποια στιγμή. Βρήκα μέσα στη νύχτα ένα γερό κλαδί, το φρόντισα κατά τις οδηγίες και το παρέδωσα στον «Δράκο».

Εκείνος άρχισε να ξεκλέβει από τα σφάγια διάφορα αφανή κομμάτια και να τα περνά με επιδεξιότητα μεγάλη στην αυτοσχέδια ξύλινη σούβλα. «Αλάτι δεν έχουμε» σημείωσα και «φωτιά πού θα ανάψουμε;» ρώτησα. «Αλάτι πάρε από το χοντρό που έχει στις κοτάρες, στους προθαλάμους της σφαγής, να το στουμπίσουμε και όσο για φωτιά, έχει κάρβουνα κάτω από το καζάνι, άνοιξε την πορτούλα και θα δεις» μου είπε, μη επιδεχόμενος αμφισβητήσεις.

Αφού ολοκλήρωσε το έργο του, έβαλε τη σούβλα στην πυρωμένη σχάρα και λίγη ώρα αργότερα την έβγαλε ροδοκόκκινη και μυρωδάτη. Το δείπνο ήταν μοναδικό σε εκείνες τις συνθήκες. Απολαύσαμε τον μεζέ και λίγο αργότερα είδαμε τα φώτα του ψυγείου που κατέβαινε με προσοχή τον επικίνδυνο δρόμο. Φορούσε αλυσίδες στα λάστιχά του και έτσι μπόρεσε να μανουβράρει και να προσεγγίσει το υπόστεγο όπου κρέμονταν τα παγωμένα πια σφάγια. Άρχισα να κουβαλάω τα αρνιά δυο-δυο. Κοντέψανε τα χίλια, το ψυγείο γέμισε και ο οδηγός αφού μας χαιρέτησε πήρε τον δρόμο του. Δεν υπήρχαν τότε απαγορεύσεις.

Είχε περάσει η δεκάτη νυχτερινή. Ο «Δράκος» έσπευσε να φύγει και εγώ ξέμεινα παραπίσω, να κλείσω, να σβήσω τα φώτα και να ασφαλίσω, να δέσω με μια τριχιά τη σιδερένια εξώπορτα του σφαγείου. Σαν ολοκλήρωσα όλες τις υποχρεώσεις μου κοίταξα κατά πάνω, προκειμένου να δω τα φώτα της κωμόπολης και να προσανατολιστώ αναλόγως. Με τη διαφορά ότι δεν είδα τίποτε, μήτε δρόμο μήτε φώτα. Το χιόνι έπεφτε πολύ πυκνό εκείνη την ώρα, δεν σε άφηνε να δεις πέρα από τα δύο μέτρα.

Κοίταξα, ξανακοίταξα, σχεδίασα μια νοητή πορεία και άρχισα αγκομαχώντας να ανεβαίνω σιγά-σιγά. Πήγαινα για ώρα, αργά, με δυσκολία, γιατί το χιόνι ήταν βαθύ, μα φώτα δεν έβλεπα. Συνέχισα με δυσκολία και κάποια στιγμή ένιωσα πως είχα χάσει τον δρόμο. Είχα ξεφύγει άθελά μου από τη νοητή γραμμή που είχα φτιάξει με το μυαλό μου. Απέκλινα από τον στόχο κοντά 30 μοίρες, όπως διαπίστωσα κάποια στιγμή, καθώς αντί να ανεβαίνω βυθιζόμουν προς μια χαράδρα.

Άρχισαν να με ζώνουν μαύρα φίδια, να φοβάμαι μήπως πέσω και ξυλιάσω ανήμπορος στον χιονιά. Στράφηκα πάλι προς τα πάνω και έπειτα από κοπιώδη προσπάθεια άρχισε κάτι να αχνοφαίνεται μέσα στην απόκοσμη, λευκή κατά τα άλλα σκοτεινιά. Θα με πήρε κοντά μια ώρα να προσεγγίσω τον δρόμο και να ανακουφιστώ ότι ξαναβρήκα την πορεία μου. Όταν είδα τα πρώτα φώτα του χωριού έφυγαν οι φόβοι και οι αγωνίες. Σε λίγα λεπτά πια είχα φτάσει στο σπίτι. Με υποδέχθηκε η μάνα λίγο ανήσυχη, αλλά μη φανταστείτε τίποτε μεγάλο. Ο πατέρας ρώτησε κάτι λίγα, εγώ είπα ακόμη λιγότερα, ουδέν ανέφερα για την περιπέτεια στο χιόνι και όλοι πήγαμε για ύπνο χωρίς πολλά-πολλά.

Ετσι ήταν τότε, ούτε πολλές επικοινωνίες, ούτε πολλές αγωνίες. Το μάθημα ωστόσο μεγάλο, με το χιόνι δεν παίζεις, είναι η λευκή σιωπή του απολύτως αποπροσανατολιστική, σε στέλνει προτού καταλάβεις τι έγινε…