Η Γερμανία πριν από το Μεγάλο Πόλεμο του 1914- 1918 αποτελούσε μια από τις πλέον αναπτυγμένες χώρες του κόσμου, με μια πολύ ρωμαλέα οικονομία και ένα έξοχο εξαγωγικό εμπόριο. Αλλά μετά την ήττα της όμως στον Α΄Π.Π. χρειάστηκε να περάσει από τα καβδιανά δίκρανα υποφέροντας τα πάνδεινα εξαιτίας της έκρηξης του υπερπληθωρισμού (ακριβώς πριν από 100 χρόνια) από τον οποίο επλήγη-κυρίως- από το 1921 ως το 1923 και ο υπερπληθωρισμός χτύπησε, κατά κύριο λόγο, τη μεσαία τάξη και τους μικρομαγαζάτορες, φτωχοποιώντας τους εν μία νυκτί.
Το 1921 ήταν μια πολύ άσχημη χρονιά για τη νεαρή τότε δημοκρατία της Βαϊμάρης (μόλις 3 ετών) την πρώτη δημοκρατία που ιδρύθηκε ποτέ στη Γερμανία στην οποία κυβερνούσαν αρχικά οι σοσιαλδημοκράτες (SPD) αλλά βίωναν μια πολύ εύθραυστη πολιτική ισορροπία με τα ακροδεξιά παρακρατικά Freikorps («Ελεύθερα Σώματα») να έχουν επιδοθεί σε ένα όργιο βίας (που τους το είχε ζητήσει ο ίδιος ο Φρίντριχ Εμπερτ για να αποτραπεί ο κομουνιστικός κίνδυνος) και τους Σπαρτακιστές (αργότερα κομουνιστές) να αντιστέκονται μάταια προσπαθώντας να ιδρύσουν Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες στη Βαυαρία και αλλού αλλά και τις προκλήσεις εξεγέρσεων (λ.χ.στο Αμβούργο : Hamburger Aufstand) αλλά και στις βιομηχανικές περιοχές Χάλε, Λέουνα, Μάνσφελντ και Μέζεμπουργκ τη γνωστή εξέγερση ως «Δράση Μαρτίου»(Marz Aktion) χωρίς όμως να είναι σε θέση να τις κρατήσουν ενεργές διότι τα Φράικορπς που αποτελούνταν από εμπειροπόλεμους βετεράνους του Α΄Π.Π. αλλά και από φανατισμένους νεαρούς αντικομουνιστές, παθιασμένους από το μίσος που έτρεφαν ενάντια στον κομουνισμό, κατόρθωναν πάντα να τις καταπνίγουν διαλύοντάς τους επαναστάτες εις τα εξ ων συνετέθησαν.
Αλλά η κυβέρνηση Βαϊμάρης στερείτο δημοτικότητας. Ο μέσος Γερμανός μισούσε τη δημοκρατία και τη θεωρούσε ξένο σώμα στην πατρίδα του που είχε βιώσει τα αυτοκρατορικά μεγαλεία με τους Κάιζερ και τον πολύ αξιόμαχο στρατό για ένα μεγάλο διάστημα αίγλης και μεγάλης οικονομικής ακμής από το 1870 μέχρι το 1914.
Εξάλλου οι Γιούνγκερ, η αριστοκρατία των ευγενών δεν ήθελαν επ’ουδενί λόγω να κυβερνώνται από παρακατιανούς κατώτερης κοινωνικής τάξης, μη αριστοκράτες και η ανάληψη της πρωθυπουργίας-και κατόπιν της προεδρίας της Δημοκρατίας- από τον καθόλου ευγενή αριστοκράτη Φρίντριχ Εμπερτ, τον ηγέτη του SPD, τους προκαλούσε δυσανεξία γιατί τον θεωρούσαν μεταξύ των άλλων και «Νοεμβριανό εγκληματία». (ο Νοέμβριος [του 1918] υπήρξε ο μήνας της ταπεινωτικής ανακωχής).
Τα λεγόμενα «πισώπλατα μαχαιρώματα»
Με την είσοδο των ΗΠΑ στο Μεγάλο Πόλεμο (1917) η πλάστιγγα έγειρε σαφώς προς το μέρος συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ. Το Σεπτέμβριο του 1918 οι Γερμανοί ηγέτες του στρατού Χίντενμπουργκ και Λούντερτοφ πληροφόρησαν τον Κάιζερ Γουλιέλμο Β΄ καθώς και τον Καγκελάριό του, πρίγκιπα Μαξιμιλιανό της Βάδης ότι ο πόλεμος είχε πλέον χαθεί για αυτούς, ενώ 2 μήνες αργότερα οι Αγγλογάλλοι απαίτησαν από τους Γερμανούς να υπογράψουν ανακωχή αλλιώς θα αντιμετώπιζαν εισβολή των Συμμαχικών Δυνάμεων, κάτι που φαινόταν αδιανόητο στο Γερμανικό λαό που πίστευε ακράδαντα ότι ο γερμανικός στρατός εξακολουθούσε να είναι αξιόμαχος και θα μπορούσε να επιτύχει ακόμα και νίκη .
Όταν όμως ήρθε σε επαφή με το εβραϊκής καταγωγής κυβερνών στέλεχος του Κεντρώου Καθολικού Κόμματος, Ματίας Ερζμπεργκερ, ο στρατάρχης Πάουλ φον Χίντενμπουργκ διοικητής των Γερμανικών Δυνάμεων, δακρυσμένος, τον συμβούλευσε «να πράξει το πατριωτικό του καθήκον» και να υπογράψει το κείμενο της ανακωχής, όποιοι και εάν ήταν οι όροι του. Αφετέρου, το Νοέμβριο ο Κάιζερ αυτοεξορίστηκε στην Ολλανδία αφήνοντας τους πολιτικούς να βγάλουν το φίδι από την τρύπα.
Ο Ερζμπεγκερ συναντήθηκε στο δάσος της Κομπιένης με το γάλλο στρατάρχη Φερντινάντ Φος, αρχιστράτηγο των συμμαχικών ενόπλων δυνάμεων που είχε κατά νου να επιβάλει εξαιρετικά επαχθείς όρους ο και έπραξε, ενώ ο Ερζμπεγκερ με βαριά την καρδιά υπέγραψε τους επαχθείς όρους της ανακωχής στις 11.11. 1918
Οι στρατιωτικοί, ενώ ήταν αυτοί που όφειλαν να συνάψουν την ανακωχή, απεκδύθηκαν πάσης ευθύνης, ενώ παράλληλα καλλιέργησαν το μύθο της «πισώπλατης μαχαιριάς» που δέχθηκαν «προδομένοι» από τους πολιτικούς επειδή ήταν εκείνοι που υπέγραψαν την επονείδιστη για τη Γερμανία συμφωνία της ανακωχής και κατόπιν την Συνθήκη των Βερσαλλιών (28/6/1919) όχι οι στρατιωτικοί.
Ως αποτέλεσμα, ο λαός δεν απέδωσε καμιά ευθύνη στους στρατιωτικούς αλλά έριξαν όλο το βάρος της ευθύνης στους «προδότες Εβραίους και σοσιαλιστές» πολιτικούς.((Σημ. Δύο ΥΠ.ΕΞ. της κυβέρνησης της Βαϊμάρης ήταν Εβραίοι, ο Βάλτερ Ράτεναου και ο Ματίας Ερζμπεγκερ) που δολοφονήθηκαν αμφότεροι).
Οι πολιτικές δολοφονίες στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης
Η ιεραρχία του μίσους στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν η ακόλουθη: Εβραίος-Κομουνιστής-Σλάβος-Ομοφυλόφιλος-Ρομά. Υπήρχαν βέβαια συνθετικά όπως το θανάσιμο κοκτέιλ: Εβραιοκομουνιστής, ή Σλαβοκομουνιστής ή, άλλος συνδυασμός.
Τη δεκαετία του ΄20, ωστόσο ήταν πολύ της μόδας ο αντισημιτισμός , το μίσος κατά των Εβραίων, καθώς και η εντρύφηση στο «Πρωτόκολλο των Σοφών της Σιών». Δεν είναι βέβαια τα μόνα θύματα οι προαναφερθέντες υπουργοί. Ως το 1922 περί τα 354 κυβερνητικά μέλη καθώς και πολιτικοί είχαν δολοφονηθεί προλειαίνοντας το έδαφος για το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, τον Β΄Π. Π. και το Ολοκαύτωμα . Ο πρώτος στόχος για τους τρομοκράτες της Δεξιάς ήταν ο Εζμπεργκερ. Δεν υπήρξε απλώς ο συνυπογράψας την ανακωχή και τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ως ΥΠ.ΕΞ. Αλλά και ως Υπουργός των Οικονομικώς εξόργισε τη Δεξιά με τα αυστηρά μέτρα που επέβαλε στο φορολογικό σύστημα ώστε να ορθοποδήσει η οικονομία.
Ενώ έκανε το περίπατό του, ένα αυτοκίνητο με δύο συνεπιβαίνοντες του έκοψε το δρόμο και τον «γάζωσε» με οπλοπολυβόλο.
Η δεινή κατάσταση της γερμανικής οικονομίας μετά τον πόλεμο
Μετά την ήττα της Γερμανίας, ο υπερπληθωρισμός επηρέασε αρνητικά το χάρτινο γερμανικό μάρκο, που ήταν το επίσημο νόμισμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στη μοιραία τριετία 1921-1923 και το 1921 –ακριβώς εκατό χρόνια πριν- ο πληθωρισμός έλαβε την ακραία μορφή του ως υπερπληθωρισμός. Για να τα φέρουμε στα καθ’ημάς, υπερπληθωρισμός σήμαινε ότι χρειαζόσουν μερικά δισεκατομμύρια για να αγοράσεις μία οκά κουκουνάρια να μαγειρέψεις το φαγητό σου στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής όπου υποφέραμε και εμείς οι Ελληνες από υπερπληθωρισμό.
Η Γερμανία βρέθηκε κυριολεκτικά πνιγμένη μέσα στα χρέη λόγω των υπέρογκων αποζημιώσεων που όφειλε στους Συμμάχους της Αντάντ τους νικητές του Μεγάλου Πολέμου και τις οποίες αποζημιώσεις μολονότι αποδέχθηκε να τις πληρώσει, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, ωστόσο αδυνατούσε να τις καταβάλει.
Παράλληλα είχε κηρυχθει από τους Συμμάχους αποκλεισμός αποστολής τροφίμων και χιλιάδες Γερμανοί πέθαιναν από λιμό. Εδώ πάλι πρέπει να γίνει η ανάλογη σύγκριση με την Ελλάδα του 1941-42 όπου αντίστοιχο αποκλεισμό είχαν επιβάλει οι Βρετανοί στην Ελλάδα με αποτέλεσμα το μαύρο αυτοκίνητο της
Δημαρχίας να συλλέγει τα τουμπανιασμένα από την πείνα πτώματα στους δρόμους της Αθήνας σε καθημερινή βάση.
Το χάρτινο μάρκο υφίστατο ραγδαίες υποτιμήσεις και έφτασε στο σημείο να είναι άνευ ουδεμίας αξίας αφού χρειάζονταν ένα ολόκληρο καροτσάκι από χαρτονομίσματα για να αγοράσεις μια εφημερίδα ενώ τα παιδιά έπαιζαν με δέσμες χαρτονομισμάτων φτιάχνοντας πύργους από αυτά .
Οι τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης ανέβαιναν ώρα με την ώρα και ο κόσμος προπλήρωνε το λογαριασμό για το φαγητό του στα εστιατόρια από φόβο μην αλλάξουν οι τιμές στη διάρκεια του γεύματος.
Η αντιστοιχία χάρτινου μάρκου-δολαρίου ολοένα και μεγάλωνε: το 1923 η αξία του ενός δολαρίου ήταν ένα τρισεκατομμύριο χάρτινα μάρκα.
Η εισβολή των Γάλλων και Βέλγων στο Ρουρ
Το μεγάλο, ωστόσο πλήγμα για τη δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν η εισβολή των Συμμάχων (Αγγλων και Βέλγων) στην κοιλάδα του Ρουρ, που αποτελούσε την ατμομηχανή της γερμανικής βιομηχανίας, επειδή οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να καταβάλουν τις οφειλόμενες σε αυτούς πολεμικές αποζημιώσεις, βάσει των αποφάσεων της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Αντίθετα, η γερμανική κυβέρνηση έδωσε διαταγή να κηρύξουν εκεί λευκή απεργία οι βιομηχανικοί εργάτες και να προβάλουν στους Γάλλους παθητική αντίσταση, αρνούμενοι να εργασθούν .
Οι Γάλλοι και οι Βέλγοι δεν μπόρεσαν να προμηθευθούν τον άνθρακα και τον σίδηρο που θα τους αποζημίωνε για τα οφειλόμενα σε αυτούς χρέη και έτσι η εισβολή δεν απέδωσε σε αυτούς τα αναμενόμενα οφέλη. Παρέμειναν όμως στο Ρουρ ως στρατός κατοχής μέχρι να τους πείσει να φύγουν ο Γκούσταβ Στρέζεμαν.
Αφετέρου, όμως, η γερμανική κυβέρνηση χρειάστηκε να καταβάλει τα ημερομίσθια των απεργών εις το ακέραιο αναγκαζόμενη να τυπώσει νέο χρήμα και επιδεινώνοντας έτσι το υπερπληθωριστικό αδιέξοδο.
Η προσωρινή διάσωση της Γερμανίας: Γκούσταβ Στρέζεμαν
Ο κεντροδεξιός πολιτικός Γκούσταβ Στρέζεμαν παρουσιάστηκε σαν από μηχανής θεός Γιατί: α) Απάλλαξε το γερμανικό λαό από το βραχνά του υπερπληθωρισμού εισάγοντας το νέο νόμισμα το rentenmark, σε αντικατάσταση του άχρηστου χάρτινου μάρκου. β) Εδωσε τέλος στην παθητική αντίσταση του Ρουρ που ζημίωνε την οικονομία με την αυξημένη τύπωση νέου χρήματος για την καταβολή των μισθών των απεργούντων και πέτυχε την αποχώρηση των Γάλλων . γ)Ομαλοποίησε τις σχέσεις Γαλλίας-Γερμανίας (Συνθήκη Λοκάρνο, 1924) σε σημείο που του απονεμήθηκς το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης εξ ημισείας με το Γάλλο πρωθυπουργό Αριστίντ Μπριάν και δ) Προσέδωσε στη Γερμανία το απαιτούμενο κύρος και σεβασμό με τα οικονομικά του επιτεύγματα ώστε να γίνει δεκτή στην Κοινωνία των Εθνών ως ισότιμο και ισόκυρο μέλος της . Ο Στρέζεμαν χρημάτισε Καγκελάριος της Γερμανίας για ένα βραχύ διάστημα και κατόπιν ΥΠ.ΕΞ., όπου διέπρεψε στις διπλωματικές σχέσεις. Υπήρξε και ηγέτης του Κόμματος του Γερμανικού Λαού, πολέμιος αρχικά του SPD αλλά αργότερα συμμέτοχός σε Κεντροαριστερές κυβερνήσεις, όταν είδε τις εκρήξεις βίας που προκαλούσαν τα SA,( Τάγματα εφόδου), ναζιστικά παραστρατιωτικά μορφώματα που είχαν αντικαταστήσει το Φράικορπς, οπότε απαλλάχτηκε από τα εθνικιστικά σύνδρομα και τις ιμπεριαλιστικές απόψεις από τις οποίες διαπνέονταν ο Στρέζεμαν για παροχή στη Γερμανία ζωτικού χώρου.
Ηταν μεγάλη ατυχία για τους Γερμανούς να πεθάνει, νέος ακόμα το 1929, Ο Στρέζεμαν υπέστη δύο εγκεφαλικά και τελικά απεβίωσε στη μεγάλη κρίση της Γουόλ Στριτ, την εποχή που η Γερμανία τον χρειαζόταν όσο ποτέ άλλοτε γιατί οι ΗΠΑ της ζητούσαν άμεση εξόφληση των χρεών που της όφειλε.
Η κάκιστη οικονομική κατάσταση που ακολούθησε το μεγάλο Κραχ του 1929 οδήγησε το Γερμανικό λαό στα πολιτικά άκρα και ειδικότερα στο Ναζιστικό Κόμμα (NSDAP) που κέρδισε τις εκλογές με ολέθριο αποτέλεσμα να ορκισθεί Καγκελάριος στις 30 Ιανουαρίου του 1933 ο Αντολφ Χίτλερ ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας Πάουλ φον Χιντενμπουργκ ο οποίος μέχρι τότε, οσάκις αναφερόταν σε αυτόν, τον αποκαλούσε περιφρονητικά «Εκείνος ο αυστριακός δεκανέας».
Ο κ. Θάνος Κακουριώτης είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ.