Ο φόβος για το κόστος – πολιτικό και οικονομικό – που θα έχει η παράταση της πανδημίας, η αγωνία για τις συνέπειες των μεταλλάξεων του κορωνοϊού και την πιθανότητα εκδήλωσης ενός τρίτου ή και τέταρτου κύματος της πανδημίας, καθώς και η κλιμάκωση της πολιτικής αντιπαράθεσης στη Γερμανία ενόψει των εκλογών του φθινοπώρου, φαίνεται πως οδηγούν σε νέο γύρο σφραγίσματος των συνόρων εντός της ΕΕ. Και μάλιστα, όπως συνέβη και στους προηγούμενους, σε μονομερή βάση και χωρίς να τηρούνται οι αποφάσεις και δεσμεύσεις που έχουν (ανα)ληφθεί ανάμεσα στους «27».
«Οι μεταλλάξεις του ιού πυροδοτούν εκ νέου τις συνοριακές εντάσεις στην ΕΕ», σημειώνει χαρακτηριστικά η ισπανική εφημερίδα el Pais, προειδοποιώντας παράλληλα ότι «οι περιορισμοί που επέβαλε η Γερμανία στις εισόδους από Τσεχία και Αυστρία απειλούν να προκαλέσουν ένα ντόμινο κλεισίματος συνόρων στις τάξεις των χωρών της Ζώνης Σένγκεν».
Παραπέμπει δε στις ουρές και την ταλαιπωρία που παρατηρούνται στα σύνορα με τις δύο αυτές χώρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, 33.800 πολίτες της Τσεχίας διασχίζουν καθημερινά τα σύνορα με τη Γερμανία, καθώς εργάζονται σε διάφορους κλάδους και επιχειρήσεις εκεί.
Την ίδια στιγμή, η γκρίνια που υπάρχει στο Βερολίνο για τη διαχείριση της κρίσης και την ανεπάρκεια των εμβολίων – που έχει φέρει τη χώρα πολύ πίσω σε σύγκριση με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, θολώνοντας και την εικόνα της παντοδυναμίας της – φαίνεται να οδηγεί την κυβέρνηση σε σπασμωδικές αντιδράσεις. Έστω και αν με αυτές δεν μπορεί να πετύχει τίποτε άλλο πέρα από μια ήσσονος σημασίας επικοινωνιακή επιτυχία.
Στον αέρα και η Ζώνη Σένγκεν
Σε κάθε περίπτωση, το σενάριο ενός νέου «συνοριακού πολέμου» εντός της ΕΕ ανάγκασε ήδη την Κομισιόν και συγκεκριμένα τους Επιτρόπους για θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων, Ντιντιέ Ρεντέρς και Ίλβα Γιόχανσον, να απευθυνθούν στις κυβερνήσεις των εταίρων με επιστολή. Σε αυτή, ανάμεσα στα άλλα, σημειώνουν ότι οι μονομερείς ενέργειες «υπονομεύουν τη συνοχή των προσπαθειών των κρατών-μελών», ενώ παράλληλα εντείνουν την πίεση προς τις υπόλοιπες χώρες ώστε να λάβουν ακόμη πιο αυστηρά μέτρα.
«Τα κράτη-μέλη αποφάσισαν συλλογικά να είναι αυστηρά σε ό,τι έχει να κάνει με τα ταξίδια στην ΕΕ, διατηρώντας παράλληλα, την απαραίτητη κινητικότητα εντός της Ένωσης», τονίζουν επίσης οι δύο επίτροποι, επισημαίνοντας ότι «η προσεκτική ισορροπία εξαρτάται από τη συνοχή των μέτρων τα οποία λαμβάνει το κάθε κράτος-μέλος».
Υπενθυμίζεται ότι από τις αρχές του 2021, από τη στιγμή δηλαδή που η διάδοση των μεταλλαγμένων στελεχών άρχισε να αποκτά ανησυχητικές διαστάσεις, οκτώ από τις 26 χώρες που απαρτίζουν τη Ζώνη του Σένγκεν – Φινλανδία, Ουγγαρία, Βέλγιο, Αυστρία, Ισπανία, Νορβηγία, Πορτογαλία και Γερμανία – έχουν ενημερώσει την Κομισιόν για την επιβολή ελέγχων σε τμήμα των συνόρων τους.
Για την ώρα, πάντως, οι Βρυξέλλες περιορίζονται στο να υπενθυμίσουν στις κυβερνήσεις ότι η σύνοδος κορυφής της 1ης Φεβρουαρίου, κατέληξε πως «η γενική αρχή είναι ότι δεν θα απαιτείται τεστ για τους εργαζόμενους στις μεταφορές και τους παρόχους υπηρεσιών στον κλάδο».
Παράλληλα, όμως, εισήγαγε ένα νέο χρώμα στον επιδημιολογικό χάρτη της Ευρώπης, το «βαθύ κόκκινο», που αφορά περιοχές στις οποίες καταγράφονται ημερησίως – κατά μέσο όρο και σε διάστημα των τελευταίων 14 ημερών – περισσότερα από 500 κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους. Σε αυτές τις περιοχές δύναται να υπάρξουν ειδικοί περιορισμοί όσον αφορά στην είσοδο και την έξοδο φυσικών προσώπων – χωρίς ωστόσο και πάλι οι μεταφορές να διακόπτονται πλήρως.
Για μια ακόμη φορά, όταν έρχονται τα δύσκολα, η ΕΕ αποδεικνύεται απρόθυμη να συνεννοηθεί και να συντονιστεί.