Μετά το πρώτο lockdown έως και τον Οκτώβριο ακούγαμε ότι αποκλείεται να ξαναληφθεί ένα τόσο δραστικό μέτρο. Εν τούτοις, lockdown ξαναέγινε και αυτές τις ημέρες μαθαίνουμε μια νέα έννοια: τον «εγκλεισμό στον εγκλεισμό». Υπάρχει λόγος: λόγω έλλειψης έγκαιρων δεδομένων, δεν είναι ξεκάθαρο ποια μέτρα λειτουργούν σωστά και ποια όχι. Μάλιστα, κάποια μέτρα οδηγούν σε υποκατάσταση δραστηριοτήτων με άλλες, που μπορεί ενίοτε να συμβάλλουν ακόμα περισσότερο στη διασπορά του ιού!
Τα σχολεία άνοιξαν, για να κλείσουν και να ξανανοίξουν και τελικά να ξανακλείσουν. Κάτι ανάλογο συνέβη και με το λιανεμπόριο.
Γιατί αλλάζουν τα μέτρα τόσο συχνά, και μάλιστα συχνά σε αντίθετες κατευθύνσεις, άνοιξε-κλείσε; Φυσικά σε πανδημίες, καθώς αλλάζει η διασπορά, τα μέτρα αναπροσαρμόζονται. Ομως εδώ η πηγή των αλλαγών είναι εν μέρει διαφορετική.
Το πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα (όπως και σχεδόν όλες οι υπόλοιπες χώρες) δεν μετράει την πανδημία σε πραγματικό χρόνο. Οι ειδικοί περιμένουν να αξιολογήσουν τα προηγούμενα μέτρα βάσει δεδομένων που αποτυπώνουν την κατάσταση με καθυστέρηση εβδομάδων. Τα όποια νέα μέτρα αντιδρούν σε παρελθόντα γεγονότα και ανταποκρίνονται με καθυστέρηση. Ενίοτε η κατάσταση είναι ήδη χειρότερη από ό,τι νομίζουμε, με αποτέλεσμα ελλιπή μέτρα – ενίοτε μέτρα αίρονται καθυστερημένα, καθώς αργούμε και να αντιληφθούμε την επιδημική βελτίωση της κατάστασης.
Διαστρεβλωμένη εικόνα
Καθημερινά ανακοινώνεται ο αριθμός κρουσμάτων αλλά και ο λεγόμενος «δείκτης θετικότητας». Δυστυχώς αυτά όχι μόνο δεν παρέχουν αρκετές πληροφορίες, αλλά αποτυπώνουν και μια διαστρεβλωμένη εικόνα. Καθώς τα τεστ (ορθώς) δεν είναι υποχρεωτικά, δεν είναι και αντιπροσωπευτικά – και δεν εννοούμε την κλασική έννοια του αντιπροσωπευτικού δείγματος ως προς δημογραφικά στοιχεία. Είναι λογικό αυτός ο οποίος έχει συμπτώματα ή εκτέθηκε σε περιβάλλον υψηλού ρίσκου να είναι πιο πιθανό να θέλει να τεσταριστεί. Για τον ίδιο λόγο τα «τυχαία» rapid tests που προσφέρονται στον δρόμο και στις πλατείες δεν είναι τυχαία και υποφέρουν από σφάλμα αυτοεπιλογής.
Οπως δείχνουμε και σε πρόσφατη μελέτη μας, το σφάλμα αυτοεπιλογής μεγαλώνει με το κόστος του τεστ (σε χρόνο αναμονής ή χρηματικό κόστος) και μεταβάλλεται με την ηλικία. Σημαντικό ρόλο δείχνει να παίζει και η διασπορά του κορωνοϊού στην κοινότητα – άρα το σφάλμα μεταβάλλεται χρονικά και γεωγραφικά. Ο αριθμός των ημερήσιων τεστ διαφέρει ανάλογα με τη ζήτηση, δηλαδή αυξάνεται όσο μεγαλώνει η διασπορά. Αρα ο «δείκτης θετικότητας» που χρησιμοποιείται ευρέως και ανακοινώνεται και από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) δεν προφέρεται για διεξαγωγή συμπερασμάτων.
O δείκτης «θετικότητας»
Θα ήταν χρήσιμο να τεστάρουμε συνέχεια ολόκληρο τον πληθυσμό, όμως το κόστος είναι μεγάλο και πρακτικά δύσκολο στην εφαρμογή. Μια άλλη λύση είναι να τεστάρουμε με μεγάλη συχνότητα ένα σταθερό αντιπροσωπευτικό δείγμα. Ακόμα και εκεί υπάρχει αυτοεπιλογή, από άτομα τα οποία συστηματικά εκτίθενται σε περιβάλλον υψηλού ρίσκου, ενώ το κόστος παραμένει μεγάλο. Στη μελέτη μας προτείνουμε έναν εύκολο και φθηνό τρόπο για καθημερινή εκτίμηση του πραγματικού αριθμού κρουσμάτων στην κοινότητα.
Με πειραματική μέθοδο, μαθαίνουμε από ικανό στατιστικά δείγμα αν έχει συμπτώματα. Επειτα υπολογίζουμε στα ήδη συμβαίνοντα τεστ τι ποσοστό ατόμων με συμπτώματα φέρουν τον ιό (εδώ δεν υπάρχει σφάλμα αυτοεπιλογής). Συνδυάζοντας τα δύο, μπορούμε να υπολογίζουμε τον αριθμό κρουσμάτων σε πραγματικό χρόνο με μεγάλη ακρίβεια.
Τι γίνεται στα σχολεία;
Το σφάλμα αυτοεπιλογής στη μέτρηση της πανδημίας εξηγεί και το φαινόμενο στα σχολεία, που πιθανώς συνευθύνεται για τη νέα έξαρση. Οι μελέτες περί σχολείων αντιφάσκουν. Υπάρχει διαδεδομένη εντύπωση ότι τα σχολεία είναι ακίνδυνα, επειδή παιδιά 17 και κάτω είναι μόλις 6,6% των καταγεγραμμένων κρουσμάτων έναντι 17% των ανθρώπων άνω των 65! Μετράμε όμως έτσι τη διασπορά; Τα παιδιά είναι συνήθως ασυμπτωματικά, οπότε, σύμφωνα με τα πορίσματά μας, αισθάνονται πολύ χαμηλότερη ανάγκη για τεστ σε σχέση με τους ενηλίκους και καταγράφονται λιγότερα κρούσματα. Μελέτη της Βρετανικής Στατιστικής Υπηρεσίας (σε σταθερό δείγμα ανά τακτά χρονικά διαστήματα) δείχνει ότι τα παιδιά είναι κάπου πέντε φορές πιθανότερο να έχουν τον ιό από ό,τι οι ηλικιωμένοι!
Από το υπουργείο Παιδείας ανακοινώθηκε ότι «ο “δείκτης θετικότητας” στα σχολεία είναι μόνο 0,23%». Με τι συγκρίνεται αυτό; Τι ποσοστό του πληθυσμού έχει τον ιό; Στον γενικό πληθυσμό 0,23% θα σήμαινε πάνω από 25.000 ενεργά κρούσματα, αρκετά περισσότερα από τα επίσημα ενεργά κρούσματα σήμερα. Αν η θετικότητα έχει υπολογιστεί σωστά στα σχολεία, είναι υψηλότερη από αυτή των μεγάλων; Δυστυχώς, μην υπολογίζοντας τα κρούσματα σε πραγματικό χρόνο, δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε τη θετικότητα στα σχολεία ως σχετικά χαμηλή/υψηλή και συνεπώς να συμπεράνουμε αν τα σχολεία συμβάλλουν δυσανάλογα στη διασπορά του ιού. Η μελέτη της ΒΣΥ όμως είναι ιδιαίτερα δυσοίωνη: τα παιδιά μάλλον μια χαρά κολλάνε κορωνοϊό.
Αντιλαμβανόμαστε πλήρως τη σημασία που έχει η λειτουργία των σχολείων για τα παιδιά και τους γονείς. Ομως πρέπει να γνωρίζουμε τι συμβαίνει, ώστε να αποφασίζουμε βάσει καλά πληροφορημένων σταθμίσεων.
Εκτίμηση σε πραγματικό χρόνο
Η εκτίμηση των κρουσμάτων σε πραγματικό χρόνο βοηθάει στο να κατανοήσουμε ποια μέτρα συμβάλλουν στον περιορισμό της διασποράς (και σε τι βαθμό) και ποια όχι, ώστε να γίνονται στοχευμένες παρεμβάσεις με αναμενόμενο εκ των προτέρων αποτέλεσμα, αντί να δοκιμάζονται και να αλλάζουν συνέχεια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η αντιμετώπιση της πανδημίας είναι από μόνη της πολύ δύσκολη. Με το να μη χρησιμοποιούμε τα καλύτερα δυνατόν δεδομένα ή να χρησιμοποιούμε δείκτες που αποτυπώνουν την προ εβδομάδων κατάσταση, μειώνεται η αποτελεσματικότητα των όπλων που έχουμε στη διάθεσή μας, έχουμε καθυστερημένη λήψη μέτρων, κόπωση και σύγχυση του πληθυσμού και εν τέλει μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος.
Ο κ. Σωτήρης Γεωργανάς είναι αν. καθηγητής Οικονομικών (Θεωρία Παινγίου & Συμπεριφορά) στο City, University of London (sotiris.georganas.1@city.ac.uk), και ο κ. Σωτήρης Βανδώρος είναι αν. καθηγητής Οικονομικών Υγείας στο King’s College London και adjunct αν. καθηγητής στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Harvard (vandoros@hsph.harvard.edu).