Αν και πολλοί φοβούνται ότι με τα απανωτά λοκντάουν κινδυνεύουμε από πλήξη, σίγουρα αυτό δεν ισχύει στην οικονομία όπου τη φετινή χρονιά θα έχουμε πολλές οδυνηρές εκπλήξεις. Στα μέσα του περασμένου έτους, τόσο στην Ελλάδα όσο και πανευρωπαϊκά, κυριαρχούσε η εκτίμηση ότι η ξαφνική ύφεση λόγω της πανδημίας θα ήταν προσωρινή και φέτος θα την υπερακόντιζε ένα ισχυρό κύμα επενδύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Καθώς όμως η επιστροφή στην κανονικότητα διαρκώς αναβάλλεται και αρκετοί κλάδοι στον χώρο των υπηρεσιών κρατούνται σε μόνιμη υπολειτουργία ή και πλήρη καταστολή, η ύφεση συνεχίζεται ακάθεκτη και έχει μια σειρά από δυσβάστακτες συνέπειες, όπως οι εξής:
Πρώτον, κάνει αναπόφευκτη τη συνέχιση της κρατικής στήριξης με επιδόματα, αλλεπάλληλες αναστολές πληρωμών και μαζικές προκαταβολές ρευστότητας. Οι δαπάνες έχουν εκτοξευθεί ενώ τα έσοδα του κράτους πέφτουν διαρκώς λόγω της μειωμένης δραστηριότητας και των διαδοχικών ρυθμίσεων. Προφανές αποτέλεσμα, η διόγκωση του δημόσιου χρέους, το οποίο στην Ευρωζώνη έφτασε το 100% του ΑΕΠ και στην Ελλάδα ξεπέρασε το 200% και έχει δυναμική για ακόμα ψηλότερα.
Δεύτερον, τα νοικοκυριά αυτοπεριορίζονται γιατί φοβούνται ότι η ύφεση θα κρατήσει ακόμα για πολύ και το εισόδημά τους θα πιεστεί και άλλο. Ακόμα και τα επιδόματα στήριξης δεν πάνε όλα σε κατανάλωση, αλλά ένα μέρος τους καταλήγει σε καταθέσεις μήπως έλθουν χειρότερες μέρες. Από την άλλη, οι τράπεζες που τις δέχονται απλώς βελτιώνουν τα κεφάλαιά τους αφού δεν μπορούν να τις διοχετεύσουν σε ευρείες χορηγήσεις λόγω των πιέσεων από τα «κόκκινα δάνεια».
Τρίτον, πολλές επιχειρήσεις δεν μπορούν να κρατηθούν άλλο σε καθεστώς αναστολής λειτουργίας και όταν τα χρέη τους ξεπεράσουν ένα όριο βάζουν οριστικό λουκέτο. Αμέσως, η προσωρινή διακοπή εργασίας γίνεται έτσι μόνιμη ανεργία για τους μισθωτούς, που αδυνατούν πλέον να εξυπηρετήσουν τις δικές τους υποχρεώσεις και έτσι αυξάνεται και το δικό τους χρέος. Η Ελλάδα και όλες σχεδόν οι χώρες της Ευρωζώνης έχουν πλέον και ένα «βουνό» ιδιωτικού χρέους να αντιμετωπίσουν τα επόμενα χρόνια (μέσος όρος 152% του ΑΕΠ) και κανείς ακόμα δεν ξέρει πώς θα γίνει αυτό.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, σε λίγο θα πλακώσει και ο πληθωρισμός. Μετά την κρίση του 2008, το πρόβλημα είχε ξεχαστεί επειδή διεθνώς είχε καταρρεύσει η ζήτηση ενώ ακόμη υπήρχε υπερπροσφορά αγαθών και υπηρεσιών. Φέτος όμως κατέρρευσε και η συνολική προσφορά, με αποτέλεσμα οι τιμές να αρχίσουν να παίρνουν την ανιούσα. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες είναι ήδη παραφορτωμένες με παραγγελίες ενδιάμεσων αγαθών που δεν μπορούν να εκπληρώσουν, προκαλώντας αλυσιδωτές καθυστερήσεις στην παραγωγή άλλων προϊόντων. Οσο η πανδημία περιορίζεται και η ζήτηση σταδιακά επανέρχεται, ο πληθωρισμός θα τσιμπάει περισσότερο γιατί πολλές επιχειρήσεις θα αργούν να δουλέψουν και άλλες θα έχουν εγκαταλείψει την αγορά οριστικά.
Μια ωραία απάντηση για το πώς λύνονται όλα αυτά τα προβλήματα θα ήταν μια γερή δόση ανάπτυξης που θα χρηματοδοτούσε το Ταμείο Ανάκαμψης. Ομως η αρχική αισιοδοξία ανακόπηκε γιατί με όλα τα παραπάνω τα ποσά ούτε φτάνουν για να υπερκεράσουν την περυσινή ύφεση με μια θεαματική μεγέθυνση, ούτε ένας νέος κύκλος επενδύσεων προλαβαίνει να ξεκινήσει στα σοβαρά. Αντιθέτως, θα ενταθούν οι πιέσεις να διατεθούν όλο και περισσότερα κεφάλαια του Ταμείου σε αποζημιώσεις και ενισχύσεις, ώστε οι μεν επιχειρήσεις να ξεπληρώσουν μέρος από τα χρέη τους, το δε κράτος να μαζέψει έσοδα για να πληρώσει και αυτό το χρέος του προς τους πιστωτές, ιδιώτες και επίσημους. Μεταξύ αυτών θα είναι και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που σήμερα διακρατεί μεγάλα ποσά ομολόγων από τις επαναγορές των προηγουμένων ετών με το πρόγραμμα πιστωτικής χαλάρωσης.
Εάν αφεθεί αυτό να συμβεί, τα περισσότερα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης τελικά θα επιστρέψουν στην ΕΚΤ, αντί να πάνε για παραγωγικές επενδύσεις για να στηρίξουν τον μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας και κάθε κράτους χωριστά. Θα πρόκειται για ιλαροτραγωδία, την οποία θα αποφύγουμε μόνο αν αλλάξουν αμέσως και ριζικά τα επαχθή δεδομένα του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους κάθε χώρας. Και τα δύο είναι βέβαια πολύ δύσκολα και η πρόεδρος της ΕΚΤ έσπευσε τις προηγούμενες μέρες να μας προειδοποιήσει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν «ανήκουστο» γιατί θα παραβίαζε την απαγόρευση χρηματοποίησης των κρατικών χρεών της Ευρωζώνης.
Στην πραγματικότητα, η ΕΚΤ γνωρίζει ήδη τη λύση και ξέρει πως καμία αβαρία δεν θα επιφέρει στο Καταστατικό της. Επειδή έχει στην κατοχή της άνω του 20% των κρατικών ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης, θα μπορούσε πάραυτα να τα μετατρέψει σε διηνεκή ομόλογα μηδενικού επιτοκίου και έτσι ο ισολογισμός της δεν θα υποστεί καμία απολύτως ονομαστική ζημιά. Μάλιστα, η άνοδος του πληθωρισμού τα επόμενα χρόνια θα μειώνει τη σχετική τους αξία και μαζί τις ανησυχίες των σκληροπυρηνικών ότι αλλοιώνεται η ποιότητα του ενεργητικού της Τράπεζας. Εφόσον τα διηνεκή ομόλογα δεν θα είναι απαιτητά στο προβλεπτό μέλλον, τα κράτη της Ευρωζώνης θα επωφεληθούν έτσι από μία ντεφάκτο μείωση χρέους κατά 2,5 περίπου τρισεκατομμύρια ευρώ. Κατά σύμπτωση, αντιστοιχούν και αυτά περίπου στο 20% της οικονομικής δραστηριότητας της Ευρωζώνης αφού το χρέος της βρίσκεται πλέον στο 100% του συνολικού ΑΕΠ. Η Ελλάδα θα επωφεληθεί σημαντικά γιατί εκτός από τα αγορασμένα ομόλογα, ένα σημαντικό μέρος του επίσημου χρέους της είχε ήδη συναφθεί με την ΕΚΤ κατά τη διάρκεια των Μνημονίων.
Μένει μετά το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους που είναι πιο δυσεπίλυτο, γιατί κάθε χώρα έχει διαφορετικό μέγεθος επιχειρήσεων, άλλη κλαδική διάρθρωση και υπέστη ασύμμετρες συνέπειες από την πανδημία. Για παράδειγμα, οι χώρες του Νότου έχουν πολλές παραθεριστικές επιχειρήσεις και η μείωση τουρισμού τους προκάλεσε διψήφια ύφεση, ενώ οι βαλτικές χώρες είχαν τη μισή και μπορεί να μη χρειάζονται σωστικές παρεμβάσεις. Μπορεί όμως να θεωρήσουν την απομείωση του ιδιωτικού χρέους στον Νότο ως παραβίαση των κανόνων της Ενιαίας Αγοράς και για αυτό πρέπει να τηρηθούν ορισμένα κριτήρια, όπως τα ακόλουθα:
Πρώτον, οι ελαφρύνσεις χρεών για τις μεγάλες επιχειρήσεις (π.χ. τις αεροπορικές εταιρείες) να γίνει με κοινούς κανόνες για όλες τις χώρες. Εάν επανέλθουν στην παλιά κερδοφορία, θα εξοφλήσουν την ελάφρυνση με μερίσματα μέσω stock-options που θα λάβουν οι τράπεζες ή το Δημόσιο.
Δεύτερον, το κούρεμα στα χρέη των μικρομεσαίων και λοιπών ιδιωτών εφαρμόζεται σε ποσοστό κάτω του 50% και μόνο αν οι επιχειρήσεις τους ήταν κερδοφόρες επί δύο χρόνια πριν την πανδημία για να προστατευτεί το κράτος από τις ανέκαθεν προβληματικές επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται την πανδημία για να την γλιτώσουν άλλη μια φορά.
Τρίτον, το όποιο κούρεμα γίνει να επεκταθεί κατά μια εύλογη αναλογία και σε όσους εξυπηρετούν κανονικά τα δάνεια τους για να μην αισθάνονται ότι οι συνεπείς άλλη μια φορά ρίχνονται από τους χρόνιους τζαμπατζήδες που έχουν σύστημα να μην πληρώνουν τα δάνειά τους και να ιδιοποιούνται τις εγγυήσεις.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, το κούρεμα του ιδιωτικού χρέους θα βοηθήσει τις βιώσιμες επιχειρήσεις να ορθοποδήσουν, ενώ η μείωση του δημόσιου χρέους θα δημιουργήσει επαρκή δημοσιονομικό χώρο για επενδύσεις σε υποδομές και στήριξη της αναβάθμισης του ανθρώπινου δυναμικού. Διαφορετικά, η ανάπτυξη θα καθηλωθεί σε χαμηλούς ρυθμούς, τη στιγμή που πληθωρισμός και χρέη θα επιστρέφουν απειλητικά και θα προκαλούν ασφυξία στην οικονομία.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.