Οπως το χαλασμένο ρολόι δείχνει δύο φορές το εικοσιτετράωρο τη σωστή ώρα, έτσι και οι «100 οικονομολόγοι», πολλοί εκ των οποίων διαχρονικά ρέπουν προς εύκολες και αφελείς λύσεις για σύνθετα και δύσκολα προβλήματα, εκφράζουν αυτή τη φορά μία σωστή άποψη όταν ζητούν από την ΕΚΤ να διαγράψει το δημόσιο χρέος των χωρών-μελών της ευρωζώνης που διακρατεί. Η διαγραφή του χρέους που, λόγω της πανδημίας, επισωρεύεται στο παθητικό των χωρών-μελών, κυρίως δε εκείνων της Νότιας Ευρώπης, αργά ή γρήγορα θα καταστεί αναπόφευκτη. Το πιθανότερο, όμως, είναι ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί χωρίς να προηγηθούν σοβαρές μακροοικονομικές δυσχέρειες στην ευρωζώνη, εξαιτίας της αδυναμίας των πλέον χρεωμένων χωρών να εξυπηρετήσουν το χρέος το οποίο θα έχουν συσσωρεύσει.

Η διαφαινόμενη αυτή προοπτική δημοσιονομικών και μακροοικονομικών προβλημάτων στην ευρωζώνη, μετά την έξοδο από την πανδημία, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί μόνο με έναν συγκεκριμένο τρόπο, ο οποίος και αναφέρθηκε και προτάθηκε στην αρχή της κρίσης, πλην όμως ούτε η πολιτική ηγεσία ούτε η γραφειοκρατία της ΕΕ είχαν την ωριμότητα, την ευθυκρισία και το θάρρος να τον αντιληφθούν και να τον εφαρμόσουν.

Πρόκειται για τη χρηματοδότηση των αναγκών επιβίωσης πολιτών και επιχειρήσεων στην περίοδο της Covid-19, όχι με δάνεια αλλά με χορηγήσεις μέσω «καθαρής νομισματοποίησης». Δηλαδή, όχι μέσω της έκδοσης κρατικών ομολόγων αλλά με απευθείας χορηγήσεις από την ΕΚΤ χρηματοδοτημένες από τη δημιουργία νέας νομισματικής κυκλοφορίας, «νέου» χρήματος. Εφόσον, όμως, αυτό δεν έγινε και δεν γίνεται, η μόνη λογική κατάληξη είναι ότι, σε μια μεταγενέστερη περίοδο, το χρέος που δεν θα μπορεί να εξυπηρετηθεί να πρέπει να διαγραφεί. Δηλαδή, η διαγραφή χρέους «αύριο» που αρχίζει και συζητείται, δεν είναι παρά η πίσω όψη της «καθαρής νομισματοποίησης» που συζητήθηκε «χθες», χωρίς όμως να ληφθεί πολύ στα σοβαρά, έστω και αν αυτοί που την πρότειναν κάθε άλλο παρά αναξιόπιστοι αναλυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν. Είναι γνωστό, βέβαια, πως όσο μία φυσιολογική κατάληξη καθυστερεί, τόσο περισσότερα προβλήματα δημιουργεί.

Ο λόγος για τον οποίο το χρέος που δημιουργείται λόγω της πανδημίας δεν θα είναι δυνατόν να εξυπηρετηθεί, κυρίως από τις ήδη υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, είναι πολύ απλός. Το μόνο χρέος το οποίο είναι εξυπηρετήσιμο διαχρονικά είναι εκείνο το οποίο χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση αποδοτικών επενδύσεων, οι οποίες δημιουργούν την απαραίτητη ροή εισοδήματος για την αποπληρωμή του. Εάν το χρέος δεν χρησιμοποιείται για κάτι παρόμοιο αλλά, επί παραδείγματι, για καταναλωτικούς σκοπούς, όπως στην Ελλάδα του ευρώ και κυρίως της περιόδου 2004-2009, αναπόφευκτη κατάληξη είναι η αδυναμία εξυπηρέτησής του, δηλαδή η χρεοκοπία. Στην περίπτωση, όμως, της κρίσης που προκαλεί η πανδημία, αιτία της αδυναμίας να δημιουργηθεί αυτή η ροή εισοδήματος δεν είναι κάποια συλλογική ακηδία, αλλά η αναγκαστική διακοπή της παραγωγικής δραστηριότητας.

Αναντίρρητα, η νομισματοποίηση της οικονομικής βοήθειας για την αντιμετώπιση της κρίσης θα ήταν μία ενέργεια πρωτοφανής για τα δεδομένα της μεταπολεμικής Ευρώπης και, πάντως, δεν προβλέπεται από το καταστατικό της ΕΚΤ. Πλην όμως, πρωτοφανές είναι και το οικονομικό πρόβλημα που έχει δημιουργήσει η Covid-19. Οπως συμβαίνει στη ζωή, για κάθε συγκεκριμένο πρόβλημα υπάρχει η συγκεκριμένη λύση του. Οπως, επίσης, η ίδια λύση δεν κάνει για όλα τα προβλήματα.

Η κυρία Λαγκάρντ αντιδρά στις εκκλήσεις για διαγραφή χρέους λέγοντας – πέραν του ότι αυτό αντιβαίνει στο καταστατικό της ΕΚΤ – πως κάτι τέτοιο θα υπονόμευε την εμπιστοσύνη στο ευρώ και τη νομισματική σταθερότητα στην ευρωζώνη. Αυτά ήταν, επίσης, και τα επιχειρήματα εναντίον της νομισματοποίησης της βοήθειας. Πλην, όμως, το επιχείρημα της υπονόμευσης της νομισματικής σταθερότητας δεν ευσταθεί, ειδικά μάλιστα όταν εκφέρεται διά στόματος των εκπροσώπων της ΕΚΤ. Και αυτό διότι η πολιτική την οποία η ΕΚΤ ακολουθεί με ακραία επιμονή, δηλαδή η πολιτική της «νομισματικής διευκόλυνσης», είναι εξίσου ή και περισσότερο πληθωριστική από εκείνη της «καθαρής νομισματοποίησης».

Το κρίσιμο σημείο είναι το εξής. Καθώς η αφειδώς δημιουργούμενη από την ΕΚΤ νέα νομισματική κυκλοφορία πραγματοποιείται μέσω της αγοράς ομολόγων, αυτή δεν εισέρχεται κατ’ ευθείαν στο οικονομικό κύκλωμα, όπως θα συνέβαινε με την «καθαρή νομισματοποίηση», αλλά διοχετεύεται κατ’ αρχάς στον χρηματιστικό τομέα. Ετσι, κάνει τους πλούσιους εισοδηματίες πλουσιότερους (παρά το ότι δεν παράγουν κάτι), διογκώνει αφύσικα τις χρηματιστηριακές τιμές, δημιουργεί πληθωρισμό στην αγορά ακινήτων και διαστρέφει τον μηχανισμό κινήτρων που στηρίζουν τη λειτουργία της οικονομίας, εθίζοντας επιχειρήσεις και ιδιώτες στο «εύκολο χρήμα» των μηδενικών επιτοκίων. Παράλληλα, αυξάνει το χρέος ήδη υπερχρεωμένων χωρών μετακυλώντας το πρόβλημά τους σε μεταγενέστερες χρονικά περιόδους στις οποίες, πιθανότατα, η ανακύκλωση του χρέους δεν θα είναι εφικτή λόγω πληθωρισμού και υψηλών επιτοκίων.

Αντίθετα, η προσφυγή στη μέθοδο της «καθαρής νομισματοποίησης» με ποσά, μάλιστα, υποπολλαπλάσια αυτών που δημιουργούνται μέσω της «ποσοτικής διευκόλυνσης», ακόμη και αν είχε πληθωριστικές επιπτώσεις σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, θα είχε πολύ μεγαλύτερο θετικό αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία και πολύ λιγότερες μακροχρόνιες επιπτώσεις, καθώς δεν θα αυξανόταν το χρέος.

Η αδυναμία να επιλεγεί μια τέτοια πολιτική από τις ηγεσίες της ευρωζώνης έχει, πέραν της νομικής δυσκολίας, περισσότερο ψυχολογικές αιτίες και στερεότυπα, παρά αιτίες που σχετίζονται με την οικονομική ανάλυση. Οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά δεν θα το δέχονταν ποτέ φοβούμενες πως θα αναγκαστούν τελικά να επιβαρυνθούν για την «ασυδοσία» του Νότου. Δυστυχώς όμως για τους «σώφρονες» Βόρειους, το ενδεχόμενο αδυναμίας αποπληρωμής του χρέους του υπερχρεωμένου Νότου μάλλον θα τους αναγκάσει να υποστούν περισσότερες συνέπειες από αυτές που προσπαθούν με τόσο πείσμα και επιμονή να αποφύγουν.

Η «μετριοπάθεια» και ο συντηρητισμός δεν είναι πάντοτε ο καλύτερος οδηγός λύσεων. Το χρέος που επισωρεύεται χωρίς να μπορεί να δημιουργήσει ροή εισοδήματος για την αποπληρωμή του θα φέρει, κάποια στιγμή, νωρίτερα ή αργότερα, την ευρωζώνη μπροστά σε ένα πρόβλημα σαν αυτό που αντιμετώπισε το 2010 με την Ελλάδα, το οποίο, για να το ξεπεράσει, θα χρειαστεί ακόμη πιο ευφάνταστες και ριζοσπαστικές λύσεις. Οπως, για παράδειγμα, τη διαγραφή χρέους. Ή την αντικατάσταση των ομολόγων στη λήξη τους με νέα διηνεκή, πλέον, ομόλογα με μηδενικό επιτόκιο που θα αγοράζει και πάλι η ΕΚΤ. Δηλαδή, κάτι που είχε προταθεί και θα έπρεπε να έχει γίνει στην αρχή της κρίσης. Πλην, όμως, δεν έγινε. Και επειδή δεν έγινε τότε, πιθανότατα θα υλοποιηθεί αργότερα, αφού όμως πρώτα δημιουργήσει, δυστυχώς, μια σειρά σοβαρών προβλημάτων στην οικονομία της ευρωζώνης.

 

Ο κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος.

Συγγραφείς του βιβλίου «Ζήτημα εθνικής επιβίωσης», εκδόσεις Κριτική