Ένας από τους βασικότερους δείκτες για το εάν οι αγορές είναι υπερτιμημένες, δηλαδή για το εάν έχουμε μια χρηματιστηριακή «φούσκα» είναι ο «Δείκτης Μπάφετ». Αντλεί το όνομά του από τον γνωστό επενδυτή και αφορά τον λόγο ανάμεσα στην συνολική κεφαλαιοποίηση των αμερικανικών εισηγμένων εταιρειών και το ΑΕΠ των ΗΠΑ.
Στις 11 Φεβρουαρίου 2021 ο σχετικός δείκτης προέκυπτε μέσα από έναν λόγο 49,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που είναι η τρέχουσα συνολική αγοραία κεφαλαιοποίηση των αμερικανικών επιχειρήσεων προς την εκτίμηση για το ΑΕΠ των ΗΠΑ με βάση τα στοιχεία του τρέχοντος τριμήνου σε ετήσια προβολή που είναι 21,7 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι ο «Δείκτης Μπάφετ» άγγιζε το εντυπωσιακό 228%.
Αυτή είναι μια τιμή κατά 88% υψηλότερη από τον ιστορικό μέσο όρο. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης στη κορύφωση της φούσκας των εταιρειών του διαδικτύου το 2000 το μέγιστο σημείο που έφτασε ο Δείκτης Μπάφετ ήταν 151% δηλαδή 71% πάνω από τον ιστορικό μέσο όσο.
Ανάλογη εικόνα δίνει και ο δείκτης Τιμών / Κερδών (P/E) για το αμερικανικό χρηματιστήριο. Μάλιστα για να γίνει σαφής η συνολικότερη τάση προτιμάται στον παρονομαστή ο μέσος όρος των τελευταίων δέκα ετών με προσαρμογή στον πληθωρισμό. Αυτός είναι ένας δείκτης που τον έκανε δημοφιλή ο καθηγητής του Γέηλ Ρόμπερτ Σίλερ.
Αυτή τη στιγμή για τις εταιρείες S&P500 είναι στο 35,8. Αυτό είναι πάνω 81% πιο πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο που είναι 19,6.
Είναι βέβαια ακόμη κάτω από το ιστορικά κορυφαίο σημείο που ήταν το 2000 πάνω στη φούσκα των εταιρειών του διαδικτύου όταν είχε φτάσει το 132% του ιστορικού μέσου όρου. Ωστόσο και πάλι μπορεί να θεωρηθεί ότι αναλογεί σε μια υπερτιμημένη αγορά.
Αυτοί που υποστηρίζουν ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια φούσκα
Ωστόσο, υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν ότι τα αμερικανικά χρηματιστήρια απέχουν από το να θεωρηθούν ότι βρίσκονται σε συνθήκες «φούσκας».
Αυτή ήταν η γνώμη του Μάρτιν Γουλφ των Financial Times σε ένα άρθρο του τον περασμένο Δεκέμβριο.
Ο Γουλφ οικοδομεί το επιχείρημά του κοιτώντας μια σειρά από δείκτες. Καταρχάς βάζει την παράμετρο των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων και των επίσης χαμηλών αποδόσεων που έχουν τα κρατικά ομόλογα.
Αυτό τον οδηγεί στην προσέγγιση των εκτιμήσεων για την επιπλέον απόδοση των μετοχών σε σχέση με τίτλους όπως τα κρατικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια. Παρότι παραδοσιακά οι αποδόσεις των μετοχών είναι μεγαλύτερες, οι πραγματικές επιπλέον αποδόσεις των μετοχών είναι σχετικά μικρότερες και στο μέλλον αναμένεται να κινηθούν σε τάσεις πολύ κοντά στους ιστορικούς μέσους όρους.
Κατά τον Γουλφ οι αγορές μπορεί να είναι ανατιμημένες αλλά δεν είναι υπερτιμημένες και ορισμένες πλευρές τους μπορούν να θεωρηθούν δικαιολογημένες. Για παράδειγμα μεγάλο μέρος της ανατίμησης των αμερικανικών μετοχών προέρχεται από μετοχές του τεχνολογικού τομέα και της πληροφορικής, δηλαδή κλάδων όπου οι ΗΠΑ διατηρούν μια κορυφαία θέση.
Σημαντικό ρόλο κατά τον Γουλφ παίζει και η υποχώρηση των πραγματικών επιτοκίων, πράγμα που σημαίνει ότι το κρίσιμο ερώτημα είναι όχι μόνο εάν θα ανέβουν τα πραγματικά επιτόκια, αλλά και μέσα σε ποια συνθήκη θα ανέβουν (π.χ. άνοδος των επιτοκίων σε συνδυασμό με μεγαλύτερα εταιρικά κέρδη θα μπορούσε να αντισταθμίσει την άνοδο των επιτοκίων). Αυτό σημαίνει κατά τον Γουλφ ότι ακόμη και οι τιμές των μετοχών στις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή φαντάζουν λογικές με δεδομένες τις αποδόσεις που έχουν οι υποτιθέμενες ασφαλέστερες τοποθετήσεις. Επομένως, το ζήτημα είναι εάν θα υποχωρήσουν οι τάσεις που έριξαν τα επιτόκια σε αρνητική τροχιά και πόσο σύντομα.
Το συνολικότερο ερώτημα
Όλα αυτά παραπέμπουν σε ένα συνολικότερο ερώτημα που αφορά τις σύγχρονες αγορές. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εάν θεωρήσουμε ότι οι τιμές των μετοχών στα αμερικανικά χρηματιστήρια φαντάζουν από μία άποψη υπερτιμημένες, εάν δούμε τα χρηματιστήρια ως χώρους όπου οι κεφαλαιοποιήσεις των επιχειρήσεων αντανακλούν την πραγματική τους οικονομική κατάσταση και τις δυναμικές της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας τους.
Εάν από την άλλη προσπαθήσουμε να δούμε τις τιμές των μετοχών ως μια ακόμη μορφή επένδυσης με αναμονή ορισμένης απόδοσης στη συσχέτιση (αλλά και τη σύγκρισή τους) με άλλες μορφές τοποθετήσεων, υποτίθεται πιο ασφαλείς, όπως είναι τα κρατικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν σημαντικό συσσωρευμένο πλούτο που αναζητά καλύτερες αποδόσεις. Σε αυτή την περίπτωση και με βάση ιστορικές τάσεις οι τιμές των μετοχών αρχίζουν και φαντάζουν ανατιμημένες αλλά όχι υπερτιμημένες.
Οι διαφορετικές οπτικές
Με μία έννοια το ερώτημα αφορά όχι μόνο την επιλογή οπτικής γωνίας αλλά και την επιλογή του επιπέδου στο οποίο κανείς επικεντρώνει.
Μια αντίληψη που θεωρεί την παραγωγική δραστηριότητα, την «πραγματική οικονομία», την πραγματική παραγωγή και πώληση εμπορευμάτων και την παροχή υπηρεσιών ως την καθοριστική, προφανώς και θα θεωρούσε την όλη εικόνα του χρηματιστηρίου ως μια «φούσκα».
Μια αντίληψη που θεωρεί ότι ούτως ή άλλως έχουμε να κάνουμε γενικά με αγορές και αναζήτηση αποδόσεων, που συνιστούν τη δυνατότητα παραγωγής πλούτου που τελικά επανασυνδέεται με την πραγματική οικονομία, έχει μια πιο καθησυχαστική προσέγγιση.
Ωστόσο, η συσχέτιση ανάμεσα στο επίπεδο των χρηματιστηριακών αγορών και της πραγματικής οικονομίας είναι μάλλον κάπως πιο σύνθετη, συνιστώντας ένα ερώτημα που είναι ανοιχτό, ερώτημα θεωρητικό αλλά και σε τελική ανάλυση πολιτικό.