Περίπου τριάντα χρόνια μετά τον πόλεμο, το τέλος του οποίου είδε εκατοντάδες χιλιάδες Αζέρων να εκδιώκονται από τις αρμένικες δυνάμεις από τα σπίτια τους εντός και γύρω από το ματωμένο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, πολλοί ήταν εκείνοι που ήλπισαν ότι θα καταφέρουν επιτέλους να επιστρέψουν στις πατρογονικές τους εστίες, αφού το Αζερμπαϊτζάν επανέκτησε τον έλεγχο μεγάλου μέρος της γύρω περιοχής μετά τις συρράξεις του περασμένου φθινοπώρου.
Όμως, όπως εξηγεί στη Wall Street Journal η Σαγιάλι Πασάγιεβα, και άλλοι άνθρωποι που κατάγονται από την περιοχή, αυτή η ελπίδα τώρα κοντεύει να σβήσει υπό το βάρος σημαντικών ερωτημάτων. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται η άγνοια για τον ακριβή τόπο στον οποίο θα μπορούσαν να επανεγκατασταθούν, αλλά και το κατά πόσον έχουν πραγματικά τη δυνατότητα να ζήσουν στην περιοχή.
«Ευχαριστώ το Θεό που μου έδωσε την ευκαιρία να επιστρέψω και να πεθάνω στον τόπο μου», δήλωσε η 74χρονη Πασάγιεβα κατά την πρώτη της επίσκεψη στο Αγκντάμ, όπου κάποτε κατοικούε η οικογένειά της και άλλοι 40.000 άνθρωποι. Ο γιος και η κόρη της έβγαλαν από το πορτμπαγκάζ ένα κόκκινο χαλί, δώρο του τοπικού τζαμιού, του μόνου κτιρίου που έχει απομείνει στο χωριό που απέχει περίπου 3,5 μίλια από τα σύνορα με το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, το οποίο επισήμως παραμένει υπό τον έλεγχο των Αρμενίων. Η πρωτεύουσά του, το Στεπανακέρτ, επιτηρείται από ρώσους επιτηρητές της ειρήνης.
«Επί τριάντα χρόνια, περιμέναμε αυτή τη στιγμή», δήλωσε από την πλευρά του και ο γιος της, Αλαστούν Πασάγιεφ, 45 ετών. Το Αζερμπαϊτζάν ανέκτησε τον έλεγχο του Αγκντάμ και αρκετών άλλων περιοχών κοντά στον αμφισβητούμενο θύλακα στη διάρκεια της μάχης που έβαφε με αίμα την περιοχή επί έξι εβδομάδες, μέχρι η επέμβαση της Ρωσίας να φέρει την εκεχειρία τον Νοέμβριο.
Όμως η επιστροφή αποδεικνύεται δύσκολη. Ο Πασάγιεφ αναφέρει ότι γνωρίζει πως το επίδομα αναπηρίας και η σύνταξη που καταβάλλεται στους εκτοπισμένους και που φτάνει συνολικά μόλις τα $135 μηνιαίως δεν αρκεί για να ξαναχτίσει τη ζωή του στο Άγκνταμ που χάθηκε πριν από τρεις δεκαετίες, όταν ο ίδιος ήταν ακόμη παιδί.
Η κλίμακα της ανοικοδόμησης που απαιτείται συνεπάγεται έντονες πιέσεις και προς τον αζέρικο προϋπολογισμό. Ο Ταχίρ Μιρκισιλί, επικεφαλής οικονομικού σχεδιασμού και της επιχειρηματικής επιτροπής του αζέρικου κοινοβουλίου, δηλώνει ότι 150.000 κτίρια καταστράφηκαν στις περιοχές που ανακατέλαβε πέρσι το Αζερμπαϊτζάν, ανάμεσα στα οποία και 9.000 δημόσια κτίρια, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και 700 σχολεία.
Ναρκοπέδια και πυρομαχικά που δεν έχουν (ακόμη) εκραγεί, παραμένουν σπαρμένα σε ολόκληρη την περιοχή. Με τις σιδηροδρομικές και αεροπορικές υποδομές κατεστραμμένες εδώ και καιρό, ο μόνος τρόπος να φτάσει κανείς στην περιοχή είναι οδικώς, γεγονός που δυσκολεύει την αποκατάσταση των δημόσιων υπηρεσιών και την ανοικοδόμηση των ισοπεδωμένων πόλεων.
Όμως τα συναισθήματα πατριωτισμού και νοσταλγίας παραμένουν ολοζώντανα για πολλούς από τους Αζέρους που δραπέτευσαν από την περιοχή στο διάστημα των συμπλοκών και δυσκολεύτηκαν να επιβιώσουν σε άλλες περιοχές του Αζερμπαϊτζάν.
Οι Πασάγιεφ είχαν ένα διώροφο σπίτι στο Άγκνταμ. Το σαλόνι τους είχε εμβαδόν σχεδόν 200 τ.μ., σύμφωνα με τον Παασάγιεφ. Επιπλέον, όπως εξηγεί στη WSJ διέθεταν αμπελώνα που παρήγαγε έως και 15 τόνους σταφυλιών σε ετήσια βάση, αλλά και κοπάδια με αγελάδες και πρόβατα. Ο πατέρας του εργαζόταν ως οδηγός φορτηγών μεγάλων αποστάσεων και κέρδιζε αρκετά χρήματα ώστε να αγοράσει εκτάσεις γης και να χτίσει από ένα σπίτι για καθένα από τα εννιά παιδιά του.
Μετά τον εκτοπισμό τους, αναγκάστηκαν να τα βγάλουν πέρα όπως-όπως σε έναν καταυλισμό με αντίσκηνα κοντά στην αζέρικη πρωτεύουσα του Μπακού, εντός του οποίου μοιράζονταν το ίδιο μπάνιο και κουζίνα με αμέτρητες άλλες οικογένειες.
«Ήμασταν εκατομμυριούχοι», υποστηρίζει ο Πασάγιεφ. «Ήταν προσβολή για εμάς που μετατραπήκαμε σε πρόσφυγες».
Ο Ελκάν Καναλιζάντε, ένας σεναριογράφος με καταγωγή από την περιοχή, ήταν μόλις 13 ετών όταν ξέσπασαν συγκρούσεις στο χωριό του στη νότια περιοχή του Φιζούλι. Ήταν ο μικρότερος στην οικογένειά του, που είχε άλλα πέντε αγόρια, και ζούσε σε ένα διώροφο σπίτι με οκτώ δωμάτια, χτισμένο σε ένα οικόπεδο είκοσι στρεμμάτων, στο οποίο καλλιεργούσαν ροδάκινα, βατόμουρα, ακακίες Κωνσταντινουπόλεως και διάφορα λουλούδια. Ο πατέρας του κατείχε διοικητική θέση σε οινοποιείο. Η πόλη τους διέθετε τζαμί και κινηματογράφο, ο οποίος έπαιζε ακόμη και αμερικανικές ταινίες -όπως τον Ταρζάν.
«Όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας», θυμάται Καναλιζάντε μιλώντας στην WSJ.
Η αποχώρηση από το χωριό του και τα 40 μίλια που αναγκάστηκε να περπατήσει ξυπόλυτος για να βρεθεί και πάλι σε ασφαλές μέρος, με τα αγκάθια να πληγώνουν τα πόδια του, παραμένει χαραγμένη στη μνήμη του παρά τις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει. Δεν υπήρχε χρόνος για να πάρουν μαζί τους έστω ένα οικογενειακό κειμήλιο, όπως το δοχείο ζάχαρης από ξύλο καρυδιά και χαλκό που ανήκε στην οικογένειά του επί ολόκληρες γενιές.
Η ζωή στο Μπακού, όπου κατέληξε η οικογένειά του το 1994 δεν ήταν άσχημη, όπως λέει, «όμως δεν ήμασταν στο σπίτι μας».
«Δεν έχω τις ίδιες παιδικές αναμνήσεις με εκείνους που ζουν στο Μπακού», εξηγεί, προσθέτοντας ότι ο 82χρονος πατέρας του επιθυμεί κάποτε να ταφεί στο Φιζούλι. «Αυτό το μικρό χωριό είναι το μέρος όπου μεγάλωσα, αυτός ήταν ο κόσμος μου», τονίζει.
Από τις συγκρούσεις στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ δεν υπέφεραν μόνοι οι Αζέροι. Οι πρόσφατες εχθροπραξίες έχουν την αφετηρία τους στο 1988, όταν τόσο η Αρμενία όσο και το Αζερμπαϊτζάν ανήκαν ακόμη στη Σοβιετική Ένωση. Η σταδιακή παρακμή και διάλυσή της, οδήγησε στην εξέγερση των Αρμενίων, της κυριότερης εθνικής ομάδας της περιοχής, οι οποίοι απαιτούσαν την ένωση με την Αρμενία, υποστηρίζοντας ότι το Ναγκόρνο-Καραμπάχ ιστορικά ανήκε στην πατρίδα τους. Αργότερα παρέπεμψαν σε δημοψήφισμα του 1991, στο οποίο η πλειοψηφία των κατοίκων, που ήταν Αρμένιοι, τάχθηκαν υπέρ της απόσχισης από το Αζερμπαϊτζάν, παρά το γεγονός ότι ο ΟΗΕ εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τον θύλακα ως τμήμα της αζέρικης επικράτειας.
Η σύγκρουση που ξέσπασε τότε κόστισε 30.000 ζωές και εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένους, μέχρι να έρθει τελικά η εκεχειρία το 1994.
Όμως η αζέρικη κυβέρνηση άντλησε μεγάλο μέρος της λαϊκής αποδοχής της μέσω της δέσμευσής της ότι θα ανακτήσει το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και τις γύρω περιοχές, όπως το Άγκνταμ, επιτρέποντας και την επιστροφή των πρώην κατοίκων.
Περίπου 800.000 Αζέροι έχουν δηλώσει ότι επιθυμούν να επιστρέψουν εκεί, σύμφωνα με μια κυβερνητική επιτροπή που επιβλέπει και υποστηρίζει τις προσπάθειες επανεγκατάστασης. Ο Χικμέτ Χατζιγιέφ, κορυφαίος σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του Αζέρου προέδρου Ιλχάμ Αλίγιεφ, υποστηρίζει ότι πρόκειται για «ζήτημα τιμής».
Η κυβέρνηση δεν έχει κοστολογήσει προς το παρόν την ανοικοδόμηση των περιοχών που έχει καταλάβει ο στρατός της. Ανεξάρτητοι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι το τελικό κόστος θα ξεπεράσει τον τρέχοντα προϋπολογισμό της χώρας, αγγίζοντας περίπου τα $15 δισ. σε ετήσια βάση. Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση έχει διαθέσει περίπου το 10% αυτού του ποσού για έργα υποδομής στην περιοχή.
Ο Μιρκισίλι, ο Αζέρος βουλευτής, αναγνωρίζει ότι το ποσό δεν είναι αρκετό για να καλύψει το κόστος της όλης προσπάθειας.
Αντ’ αυτού, οι αρχές ελπίζουν ότι ιδιωτικές και ξένες επενδύσεις θα ενισχύσουν το πρόγραμμα. Η Τουρκία, το Ιράν, η Ουγγαρία, η Ιταλία και η Βρετανία ανήκουν, σύμφωνα με τη WSJ, στις χώρες που έχουν δηλώσει ότι θα συνεισφέρουν στην ανοικοδόμηση, μεταξύ άλλων και μέσω επενδύσεων σε τοπικές βιομηχανίες, αλλά και υποστηρίζοντας την προσπάθεια απομάκρυνσης των ναρκών από την περιοχή.
Η προσπάθεια ανοικοδόμησης ήδη έχει ξεκινήσει σε ορισμένες περιοχές υπό αζέρικο έλεγχο. Στην περιοχή του Φιζούλι, στα νότια του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, τα ονόματα των χωριών πλέον σηματοδοτούνται από ολοκαίνουργιες ταμπέλες στους κεντρικούς δρόμους, ενώ παράλληλα έχει ξεκινήσει και η ανοικοδόμηση του αεροδρομίου. Οι Αζέροι που κάποτε ζούσαν εκεί, πλέον επεξεργάζονται το ενδεχόμενο της επιστροφής τους.
Ένα πρόσφατο πρωινό, ο Νιγιάζ Ισκανταρλί, 53 ετών,στάθηκε ανάμεσα στους σπασμένους τάφους του κατεστραμμένου νεκροταφείου του Φιζούλι,όπου αναζητούσε τον τάφο του αδερφού του, Αχάντ, ο οποίος σκοτώθηκε ενώ η οικογένειά του προσπαθούσε να διαφύγει από τις αρμένικες δυνάμεις που εισέβαλλαν στο χωριό το 1993.
Όπως αναφέρει στη WSJ ανέκαθεν ήθελε να επιστρέψει, με τον όρο όμως ότι οι Αρμένιοι δεν θα βρίσκονταν πια στην περιοχή, η οποία είχε σε μεγάλο βαθμό εγκαταλειφθεί μετά τις αρχικές συγκρούσεις. Η εχθρότητα μεταξύ των τουρκόφωνων Αζέρων, που στην πλειοψηφία τους είναι μουσουλμάνοι και των κατά κύριο λόγο χριστιανών Αρμενίων, είναι ακόμη ζωντανή.
«Ποτέ δεν ήθελα να γίνουμε φίλοι, επειδή σκότωσαν τον αδερφό μου», εξηγεί ο Ισκανταρλί, ενώ τοποθετεί μια αζέρικη σημαία στο σημείο όπου πιστεύει ότι είναι θαμμένος ο αδερφός του.
Άλλοι αποδέχονται ότι θα χρειαστεί να κάνουν συμβιβασμούς.
Ο 57χρονος Καρίμ Καριμλί δήλωσε ότι επίσης ήθελε ανέκαθεν να επιστρέψει στη Σοσί, τη εύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ναγκόρνο-Καραμπάχ που επίσης βρίσκεται πλέον υπό αζέρικο έλεγχο. Επέστρεψε μόνο μια φορά, το 1998, στο πλαίσιο δημοσιογραφικής αποστολής που διοργάνωσε μια ξένη πρεσβεία. Σκαρφάλωσε σε έναν φράχτη για να μπορέσει να ρίξει μια ματιά στο παλιό του σπίτι στην οδό Χαμανζεμινλί και παρακολούθησε ένα παιδάκι να παίζει επάνω σε ένα χαλί που είχε φτιάξει η μητέρα του.
Ένα νεαρό ζευγάρι Αρμενίων, που ζούσε στο σπίτι μετά την κατάκτηση της περιοχής, τον κάλεσε για τσάι.
«Μου είπαν ότι όταν θα επέστρεφα, θα μου έδιναν πίσω το σπίτι μου», θυμάται ο ίδιος, μιλώντας στην WSJ, προσθέτοντας ότι η χειρονομία του θύμισε τις καλές σχέσεις που διατηρούσαν οι δύο λαοί πριν τον πόλεμο, όταν συνυπήρχαν ειρηνικά στη Σουσί.
Τώρα λέει ότι πιστεύει πως έχει φτάσει η στιγμή όχι μόνο για την επιστροφή, αλλά και για τη συγχώρεση.
«Πρέπει να μάθουμε να ανεχόμαστε ο ένας τον άλλο», τονίζει. «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος»,