Πριν από πέντε χρόνια, στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του στην Αϊόβα, ο Ντόναλτ Τραμπ είχε πει: «Θα μπορούσα να σταθώ στη μέση της Πέμπτης Λεωφόρου και να πυροβολήσω κάποιον και να μη χάσω ούτε ένα ψηφοφόρο».
Αυτό που κανείς δεν γνώριζε εκείνη την εποχή και που εκ των υστέρων αποδείχτηκε από τα γεγονότα, ήταν ότι με αυτή ακριβώς τη ρητορική του η οποία φλέρταρε με τα όρια της μη πολιτικής ορθότητας, ο Τραμπ έστρωνε τον δρόμο για κάτι πολύ χειρότερο.
Κάτι που καλλιέργησε συστηματικά καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του και που τη μέρα της 6ης Ιανουαρίου κορυφώθηκε με την κατάληψη του Καπιτωλίου από τους φανατικούς ψηφοφόρους του, σε μια επίδειξη ωμής βίας που συγκλόνισε τον πυρήνα της αμερικανικής Δημοκρατίας. Ως αποτέλεσμα των δικών του ενεργειών, πέντε άνθρωποι σκοτώθηκαν και δεκάδες άλλοι τραυματίστηκαν.
Η δίκη παραπομπής του στη Γερουσία για τα τραγικά αυτά γεγονότα, προσέφερε μια συντριπτική και αδιάψευστη απόδειξη ότι ο Τραμπ ήταν ένοχος και πως δεν προκάλεσε απλά μια αντισυστημική εξέγερση. Ο ίδιος χαιρόταν να βλέπει να ξεδιπλώνεται η βία σε όλο της το μεγαλείο και για ώρες δεν έκανε απολύτως τίποτα ως όφειλε θεσμικά για να τη σταματήσει. Όμως ακόμη και μετά από αυτό, η συντριπτική πλειονότητα των Ρεπουμπλικανών παρέμειναν στο πλευρό του μέχρι και την ύστατη ώρα.
Ζήτημα φιλοδοξίας
«Γιατί οι Ρεπουμπλικανοί -με ελάχιστες εξαιρέσεις- δηλώνουν έμπρακτα τη στήριξή τους σε έναν κοινωνιοπαθή που έχει εξοριστεί στο Μαρ α Λάγκο (το θέρετρό του στη Φλόριντα); Γιατί συνεχίζουν να υπερασπίζονται έναν άνδρα που έχασε τη λαϊκή ψήφο και που η απερισκεψία του μετά τις εκλογές, κόστισε στους Ρεπουμπλικανούς τον έλεγχο της Γερουσίας»; Το ερώτημα θέτει σε άρθρο γνώμης στους New York Times ο Πίτερ Βένερ, πρώην αξιωματούχος σε ρεπουμπλικανικές κυβερνήσεις.
Για ορισμένους είναι θέμα κυνικής φιλοδοξίας, αναφέρει. Θέλουν να κερδίσουν τους πιστούς υποστηρικτές του Τραμπ, οι οποίοι αποτελούν ένα τεράστιο κομμάτι της βάσης του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Άλλοι πάλι, υποστηρίζει, καθοδηγούνται από την απύθμενη αντιπάθεια που τρέφουν προς την Αριστερά, σε βαθμό που δεν θα κάνουν σε καμία περίπτωση τίποτα από αυτό που θα τους ζητήσουν οι Δημοκρατικοί. Ακόμη κι αν αυτό είναι το σωστό.
«Στοιχειώνει στο μυαλό»
Η δίκη παραπομπής του άλλωστε ήταν μια τελευταία ευκαιρία να ξεκόψουν μαζί του. Όμως για άλλη μια φορά οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί Γερουσιαστές δεν μπόρεσαν να το κάνουν. «Με κάποιο τρόπο ο Τραμπ συνεχίζει να στοιχειώνει τα μυαλά τους σε βαθμό που δεν είναι πλέον ικανοί να διακρίνουν τις δικές τους ηθικές ευαισθησίες και όρια από τα δικά του, όπως θα έκαναν κάποτε» γράφει ο Βένερ που θεωρεί πως αν δεν τον αποκηρύξουν, δεν θα ξεμπερδέψουν εύκολα μαζί του. Μετά την πρόσφατη ψηφοφορία απαλλαγής του, έγινε ακόμη δυσκολότερη η αποστολή τους να ξεκόψουν από τον Τραμπ.
Κατ’ αρχάς χρειάζονται ηγέτες που να είναι πρόθυμοι να παραδεχτούν ότι κάτι πήγε πολύ λάθος. Πως η πολιτική τους δεν ήταν όπως έπρεπε. Πως αυτή η ασθένεια που εισέβαλε στο κόμμα χρειάζεται με τα κατάλληλα μέτρα να θεραπευτεί. Να αναγνωρίσουν ότι η αλλαγή είναι αναγκαία. Ότι η πολιτική τους ατζέντα θα πρέπει να συναντά τις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου. Να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο το ίδιο το κόμμα σκέφτεται για τον εαυτό του και άρα τον τρόπο που η χώρα σκέφτεται για το κόμμα.
Δύσκολη διαδρομή
Για τους συντηρητικούς που λαχταρούν ένα υπεύθυνο πολιτικό σπίτι και για εκείνους που πιστεύουν ότι τα υγιή συντηρητικά κόμματα είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της δημοκρατίας, πρέπει να ξεκινήσουν από αυτά. Να αρχίσουν να μιλούν για τις ανάγκες της χώρας και όχι μόνο για τις απειλές που θέτει η Αριστερά. Το να απομακρυνθούν από την αντιδημοκρατικά και μηδενιστικά στοιχεία της βάσης Τραμπ δεν μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη. Η διαδρομή είναι δύσκολη. Όμως είναι ο μόνος τρόπος για να δείξουν ότι η προεδρία του ήταν απλά μια παρεκτροπή και όχι μέρος ενός μοτίβου που ίσως επαναληφθεί. Για τη σωτηρία τους.