Ενώ η ελληνική οικονομία έδειχνε να έχει περάσει σε μία περίοδο ήπιας ανάκαμψης μετά το 2016 και, μετά τις εκλογές του 2019, να επικεντρώνεται σε αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις, το 2020 ξέσπασε μια νέα μεγάλη διεθνής οικονομική κρίση, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.
Πέραν των υγειονομικών επιπτώσεών της, η κρίση αυτή έχει οδηγήσει σε σημαντική επιδείνωση τόσο των βραχυχρόνιων όσο και των μεσοχρόνιων οικονομικών προοπτικών. Η Ελλάδα αντιμετώπισε μία πολύ βαθιά ύφεση το 2020 και, ακόμα και με σχετικά ευοίωνες υποθέσεις, η πλήρης ανάκαμψη θα απαιτήσει αρκετό χρόνο πέραν του 2021.
Επιπλέον, τόσο η ύφεση όσο και το δημοσιονομικό κόστος των μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης θα οδηγήσουν σε μεγάλη εκ νέου άνοδο του δημοσίου χρέους όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο.
Σε αντίθεση με το τι συνέβη το 2010, η κρίση τελικά κινητοποίησε την ΕΕ να προωθήσει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Fund), έναν προσωρινό κοινοτικό δημοσιονομικό μηχανισμό, ύψους €672,5 δισ., ο οποίος ασφαλώς θα συμβάλει στην αντιμετώπιση κάποιων από τις επιπτώσεις της κρίσης τόσο στην πραγματική οικονομία όσο και στο δημόσιο χρέος των δημοσιονομικά ευάλωτων κρατών-μελών όπως η Ελλάδα. Στην κρίση του 2010, το κόστος της προσαρμογής μετακυλίθηκε αποκλειστικά στα εθνικά κράτη, και ιδιαίτερα στα κράτη της περιφέρειας της ευρωζώνης.
Ωστόσο το πρόβλημα παραμένει. Πώς θα πληρώσουμε για την πανδημία; Τηρουμένων των αναλογιών, το ερώτημα είναι αντίστοιχο με το ερώτημα του Keynes το 1939 για το «πώς θα πληρώσουμε για τον πόλεμο;».
Η αύξηση του δημόσιου δανεισμού για τη στήριξη της οικονομίας είναι ασφαλώς η βραχυχρόνια ενδεδειγμένη λύση. Ωστόσο, η αύξηση του δανεισμού δεν αποτελεί παρά μετάθεση του προβλήματος για το μέλλον. Οπως συμβαίνει και στην επαύριον πολέμων, έτσι και στην επαύριον μεγάλων οικονομικών υφέσεων έρχεται η στιγμή που πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της αποπληρωμής του χρέους που δημιουργείται, ή τουλάχιστον της μείωσής του σε σχέση με το ΑΕΠ.
Υπάρχουν τρεις εναλλακτικές μέθοδοι αντιμετώπισης του υψηλού δημόσιου χρέους. Πρώτος, είναι η σημαντική αύξηση της φορολογίας και μείωση των πρωτογενών δαπανών του Δημοσίου αμέσως μετά την κρίση (λιτότητα). Δεύτερος, είναι η αναδιάρθρωση ή και μερική διαγραφή του χρέους. Τρίτος, είναι η «ήπια προσαρμογή». Η συνεχής δηλαδή χρονική μετατόπιση της ώρας της αποπληρωμής του χρέους, με την ελπίδα ότι το χρέος θα συρρικνωθεί σταδιακά σε σχέση με το ΑΕΠ μέσω της οικονομικής ανάπτυξης και του πληθωρισμού.
Η Ελλάδα βίωσε τη λιτότητα κυρίως στην περίοδο μεταξύ 2010 και 2018. Η διεθνής ύφεση της περιόδου 2008-2009 οδήγησε σε αύξηση του χρέους, και η λιτότητα της περιόδου 2010-2018 οδήγησε σε δραματική συρρίκνωση του ΑΕΠ, άνοδο της ανεργίας και αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Λόγω της μεγάλης και μακράς ύφεσης που προκλήθηκε, το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά αυξήθηκε ακόμη παραπάνω. Από το 103% του ΑΕΠ το 2007, πριν από την αρχή της διεθνούς ύφεσης, και το 127% του ΑΕΠ το 2009, το 2018, με το πέρας των προγραμμάτων προσαρμογής και λιτότητας, είχε σκαρφαλώσει στο 186% του ΑΕΠ. Παρά το τεράστιο κόστος που πλήρωσαν εργαζόμενοι, συνταξιούχοι και άνεργοι, τα αποτελέσματα αναφορικά με το δημόσιο χρέος υπήρξαν απογοητευτικά.
Η Ελλάδα βίωσε και τη δεύτερη λύση, την αναδιάρθρωση και μερική διαγραφή του χρέους της το 2012. Παρά τα προβλήματα, τα αποτελέσματά της υπήρξαν κάπως καλύτερα. Πλήρωσαν κατά βάση οι κάτοχοι ομολόγων του ελληνικού δημοσίου και οι μέτοχοι των τραπεζών, κατά τεκμήριο πλουσιότεροι από τους χαμηλόμισθους, τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους ανέργους. Επιπλέον, υπήρξε μία έστω και προσωρινή ανακοπή στην ανοδική πορεία του χρέους και μειώθηκε το κόστος εξυπηρέτησής του.
Είναι ωστόσο αμφίβολο κατά πόσον κάτι τέτοιο μπορεί να επαναληφθεί στις σημερινές συνθήκες και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο. Το πρόβλημα του χρέους που δημιουργείται από τη σημερινή κρίση είναι παγκόσμιο και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα ή τις μικρές οικονομίες της περιφέρειας της ευρωζώνης. Είναι αμφίβολο κατά πόσον οι πλούσιες οικονομίες θα διακινδυνεύσουν την απώλεια της φερεγγυότητάς τους απέναντι σε σημερινούς και μελλοντικούς επενδυτές μέσω αναδιάρθρωσης ή διαγραφής του χρέους τους, ή ότι οι οικονομίες του πυρήνα της ευρωζώνης θα αποδεχθούν να πληρώσουν και πάλι μέρος του κόστους της αναδιάρθρωσης του χρέους των περιφερειακών οικονομιών όπως η Ελλάδα.
Ερχομαι τέλος στην τρίτη λύση, αυτή της «ήπιας προσαρμογής». Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο μειώθηκε το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, της Βρετανίας και των άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών σε σχέση με το ΑΕΠ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτός είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο η Ελλάδα σταθεροποίησε τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ στην περίοδο 1994-2007. Ωστόσο, η λύση αυτή έχει μία σημαντική προϋπόθεση. Για ένα μεγάλο διάστημα τα (ονομαστικά) επιτόκια των κρατικών ομολόγων θα πρέπει να είναι χαμηλότερα από το άθροισμα του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ και του πληθωρισμού. Στη μεταπολεμική περίοδο αυτό επετεύχθη διεθνώς μέσω της ταχείας οικονομικής ανάπτυξης και της λεγόμενης «χρηματοπιστωτικής καταστολής» (financial repression). Η τελευταία προϋπέθετε ελεγχόμενες χρηματαγορές και περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων ώστε να διατηρηθούν τα επιτόκια χαμηλά. Στην περίπτωση της Ελλάδας στην περίοδο 1994-2007 αυτό επετεύχθη μέσω της μείωσης των επιτοκίων και της ανάκαμψης που προκλήθηκε από την προοπτική της ένταξης στην ευρωζώνη και κατόπιν από την ίδια την ένταξη.
Μπορεί να επαναληφθεί κάτι τέτοιο για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα σήμερα σε μια εποχή απελευθερωμένων χρηματαγορών και κινήσεων κεφαλαίου; Αν μπορούσε, ένα σημαντικό μέρος του κόστους μετακυλίεται στους κατά τεκμήριο πλουσιότερους αποταμιευτές, καθώς και στις μελλοντικές γενεές, οι οποίες θα έχουν επωφεληθεί από την οικονομική ανάπτυξη που θα έχει μεσολαβήσει. Ισως όμως θα πρέπει να χρειασθεί και μία πολιτική παρεμβάσεων στη λειτουργία των χρηματαγορών. Επιπλέον, η λύση αυτή εμπεριέχει τον κίνδυνο ότι οι οικονομίες παραμένουν ευάλωτες σε περίπτωση εκδήλωσης μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Αυτές είναι οι τρεις επιλογές που έχουμε μπροστά μας. Στην πράξη, ίσως υποχρεωθούμε να χρησιμοποιήσουμε εν μέρει και τις τρεις. Καμία δεν είναι ανώδυνη και κάθε μία από αυτές έχει διαφορετικές αναδιανεμητικές επιπτώσεις.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό η κυβέρνηση να μην απεμπολήσει λόγω της κρίσης τη μεταρρυθμιστική αναπτυξιακή πολιτική στη βάση της οποίας εξελέγη. Μία δυναμική και διατηρήσιμη ανάκαμψη μετά την κρίση θα βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό και την αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους. Είναι όμως το ίδιο σημαντικό, όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας να συμβάλουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό στην προώθηση όχι μόνο των άμεσων μέτρων στήριξης της οικονομίας εν μέσω της κρίσης, αλλά και των μεταρρυθμίσεων που είναι απαραίτητες μεσοχρόνια για τη δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Γιώργος Αλογοσκούφης είναι καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.