Εβαλε τα δάχτυλά του στο πιάνο στα δύο του και οι γονείς του αμέσως αντιλήφθηκαν ότι είχε έμφυτο ταλέντο, οπότε ξεκίνησε τα ιδιωτικά μαθήματα στα τέσσερα, πριν μπει στο Ωδείο στα έξι.

«Μου φαινόταν εύκολο…» λέει σήμερα ο γάλλος μουσικοσυνθέτης Ζαν-Μισέλ Μπερνάρ, «την ίδια στιγμή που οι φίλοι μου διασκέδαζαν, εγώ βρισκόμουν στο δρόμο προς το Ωδείο». Σε αντίθεση με την επιθυμία των γονιών του, ο Μπερνάρ δεν έγινε ερμηνευτής συναυλιών κλασικής μουσικής. Στράφηκε στην τζαζ και αργότερα στη μουσική της εικόνας, του κινηματογράφου. Οι συνεργασίες του είναι πάμπολλες και με κορυφαίους: Ενιο Μορικόνε, Ρέι Τσαρλς, Μάρτιν Σκορσέζε, Στίβεν Σπίλμπεργκ κ.ά. Συνέθεσε επίσης τη μουσική της ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», αφορμή για τη συνομιλία που ακολουθεί.

Πώς βρεθήκατε στην ταινία «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς»;

«Μέσω του ατζέντη μου, Γιώργου Χριστόπουλου. Με κέρδισε γιατί αναμείγνυε τη βία, το μαύρο χιούμορ σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, και μια όμορφη ηθοποιό (σ.σ. τη Βίκυ Παπαδοπούλου)! Μόλις είχα γράψει τη μουσική στο «Money» της Γκέλα Μπαμπλουάνι, άλλης μιας πολύ σκοτεινής ταινίας, χωρίς όμως χιούμορ. Η διαδικασία μού είχε αρέσει πολύ γιατί είχα γράψει τόση μουσική για κωμωδίες. Τώρα αισθάνομαι πιο συντονισμένος με οριακές και πρωτότυπες ταινίες, οι οποίες γυρίζονται σπανίως. Στην «Μπαλάντα» είχα πλήρη, απόλυτη ελευθερία. Δεν συμβαίνει συχνά και να που συνέβη στην Ελλάδα! Ο Γιάννης μου έδωσε απόλυτη εμπιστοσύνη και μου επέτρεψε να απελευθερώσω τη δημιουργικότητά μου, μια σπάνια πολυτέλεια στη σημερινή εποχή».

 

Χρειάστηκε να επισκεφθείτε καθόλου τα γυρίσματα της ταινίας;

«Συχνά ο συνθέτης παρεμβαίνει στο τέλος των γυρισμάτων – δυστυχώς δεν έχει απαραιτήτως επαφή με το ίδιο το γύρισμα και είναι κρίμα. Για την «Μπαλάντα», έλαβα μια πρώτη, ανεπεξέργαστη εκδοχή της ταινίας (rough cut) και άρχισα να δουλεύω τμηματικά, κάνοντας μια επιλογή του πού θα τοποθετηθεί η μουσική. Εστειλα τη δουλειά μου στον Γιάννη και τον μοντέρ για τις απαραίτητες μετρήσεις και το αποτέλεσμα είναι στην οθόνη».

 

Σε γενικές γραμμές, η επίσκεψη στα γυρίσματα της ταινίας στην οποία ένας συνθέτης εργάζεται, τον βοηθά στη δημιουργία του soundtrack;

«Απολύτως! Σου δίνει νέες ιδέες, σου δίνει την ατμόσφαιρα της ιστορίας και έχεις επίσης την ευκαιρία να συναντήσεις τους ηθοποιούς όταν τις περισσότερες φορές είσαι αναγκασμένος να τους βλέπεις ξανά και ξανά από την οθόνη του υπολογιστή σου και αυτό δεν είναι καθόλου το ίδιο. Εν προκειμένω τους γνώρισα όλους όταν ήρθα στην Αθήνα για την πρεμιέρα της «Μπαλάντας»».

 

Θυμάστε το πρώτο soundtrack που σας έκανε πραγματικά εντύπωση όταν το ακούσατε;

«Νομίζω ότι ήταν μουσική γραμμένη για την τηλεόραση, αμερικανικές σειρές της δεκαετίας του  1970 και συγκεκριμένα ο «Mannix» με τον Mάικ Κόνορς, σε απίστευτη μουσική από τον αδελφό της ψυχής μου, τον Λάλο Σίφριν. Ηταν ένα τζαζίστικο βαλς ερμηνευμένο από μεγάλη μπάντα και σε υψηλή ταχύτητα. Πολλά χρόνια αργότερα, θα μιλούσα πολύ για αυτή τη μουσική με τον Λάλο, με τον οποίο αποκτήσαμε στενές επαφές, ιδιαίτερα μετά το άλμπουμ μου «Ο Jean-Michel Bernard παίζει Lalo Schifrin» το 2017. Μου αρέσει επίσης πολύ ο καινοτόμος γάλλος συνθέτης Φρανσουά Ντε Ρουμπό, ο Μισέλ Λεγκράν και τα αξιομνημόνευτα θέματα του Βλαντίμιρ Κόσμα».

 

Πώς και πότε ανακαλύψατε τη μεγάλη αγάπη σας, την τζαζ; Και ποιους τζαζ συνθέτες θαυμάζετε;

«Η τζαζ μου άρεσε πολύ απ’ την αρχή, την άκουσα για πρώτη φορά στο σπίτι, ο αδελφός και ο μπαμπάς μου έπαιζαν τζαζ στο πιάνο και τελικά τους μιμήθηκα. Ηταν πιο κλασική τζαζ, Φατς Γουόλερ, Τσάρλι Καντζ. Στη συνέχεια, ήρθε η ragtime του Σκοτ Τζόπλιν, ο Oσκαρ Πίτερσον, ο Ερολ Γκάρνερ και το μεγάλο σοκ, στα 14 μου, ο Μπιλ Εβανς. Οι λεπτές αρμονίες του έμοιαζαν με ένα είδος γέφυρας ανάμεσα στην κλασική μουσική και στην τζαζ».

 

Ο Ρέι Τσαρλς σάς αποκάλεσε ιδιοφυΐα. Τι θυμάστε πιο έντονα από αυτόν;

«Θυμάμαι να σκέφτομαι «πρέπει να υπήρξες  πολύ καλός σε μια προηγούμενη ζωή για να αξίζεις να είσαι στην ίδια σκηνή μαζί του!». Ηταν σαν πνευματικός πατέρας, μια παράξενη κατάσταση, κατά μία έννοια με είχε υιοθετήσει. Στη σκηνή διασκεδάζαμε ενώ ανταγωνιζόμασταν ο ένας τον άλλον στα σόλο! Ηταν μια εξαιρετική περίοδος της ζωής μου, για τρία χρόνια. Ενα θαύμα».

 

Και τι θυμάστε πιο έντονα από την επαφή σας με τον Eνιο Moρικόνε;

«Δούλεψα με τον Eνιο στην ταινία του Ρολαντ Τζόφε «Vatel» και δεν μιλούσε αγγλικά, όπως κι εγώ δεν μιλούσα ιταλικά. Αλλά η μουσική είναι μια παγκόσμια γλώσσα, θυμάμαι ότι μου είπε «molto bene Jean-Michel» («πολύ καλό, Ζαν-Μισέλ»), που ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό για μένα. Αναμφίβολα μια ιδιοφυΐα, και όχι μόνο για τις μελωδίες του, αλλά και για την αναζήτηση πρωτότυπων ήχων, ιδίως για τις ταινίες του Σέρτζιο Λεόνε».

 

Θυμάστε κάποιο πολύ παράξενο αίτημα που είχατε ποτέ από σκηνοθέτη;

«Για το «Hugo». Ο Mάρτιν Σκορσέζε μου ζήτησε να προσθέσω φωνητικά για ένα τραγούδι που ακούγεται στον σιδηροδρομικό σταθμό όταν ο Σάσα Μπάρον Κόεν φλερτάρει με την ανθοπώλισσα. Ηθελε να εμπνευστώ από ένα παλιό γαλλικό τραγούδι, από τις αρχές του 20ού αιώνα, και να προσθέσω χορωδίες, όπως συμβαίνει σε μια σκηνή ταινίας του Ζαν Ρενουάρ. Βρήκα τον τέλειο τραγουδιστή για το τραγούδι και τελικά έκανα τα φωνητικά υποστήριξης με τον γιο μου, τον Νεβίλ! Δεν του το είπα αλλά ήταν χαρούμενος».

 

Υπήρχε ποτέ κάποιο ειδικό αίτημα από σκηνοθέτη που να μην μπορέσατε να υλοποιήσετε;

«Επειδή νόμιζα ότι δεν ήταν καλή ιδέα; Οταν εργάζεσαι σε μια ταινία, πρέπει να έχεις κατά νου ότι βρίσκεσαι στην υπηρεσία της ταινίας και πάνω απ’ όλα στην υπηρεσία του σκηνοθέτη. Πρέπει πάντα να είσαι διπλωμάτης και αν αρχίσεις να απορρίπτεις αιτήματα, ο σκηνοθέτης πολύ γρήγορα θα σε μισήσει. Επίσης, τις περισσότερες φορές δεν είναι σίγουρος για τη μουσική, ζητεί από τους φίλους γνώμες και είναι σαν προεδρικές εκλογές, οι κλίμακες γέρνουν προς το ένα ή το άλλο, υπέρ ή κατά. Πρέπει να είσαι πολύ διπλωματικός, να ανοίξεις τα αφτιά σου, να ακούσεις, και αν είναι δυνατόν να κάνεις τα πάντα! Διαφορετικά καλύτερα να αλλάξεις επάγγελμα».