Η Ελλάδα ανήκει στις πλέον ευπαθείς χώρες από κάθε σχεδόν άποψη. Το σύστημα υγείας, η οικονομία, οι θεσμοί της συνολικά, ακόμα και η κοινωνία των πολιτών λειτουργούν με πολλές αδυναμίες και βαθύτατες στρεβλώσεις. Όπως δυστυχώς συμβαίνει με τους ανθρώπους, έτσι και με τα κράτη ως συνολικές δομές, η πανδημία πλήττει βαρύτερα τις ευπαθείς και ευάλωτες περιπτώσεις.
Μάλιστα, ειδικότερα για τα κράτη μπορούμε με βεβαιότητα να προβλέψουμε ότι ακόμα πιο δυσβάσταχτες θα είναι οι επιπτώσεις που θα εμφανιστούν, αν και όταν λήξει η πανδημία που συμπληρώνει πλέον έναν χρόνο.
Ας μου επιτραπεί η προσωπική εκτίμηση πως όσα θα έρθουν για την οικονομία της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια θα είναι σαφώς βαρύτερα και δυσμενέστερα απ’ όσα ζήσαμε ακόμα και στα πιο δύσκολα έτη της λεγόμενης κρίσης. Η απόσταση που χωρίζει τη χώρα μας από τις υπόλοιπες της ευρωζώνης μεγαλώνει κάθε μέρα για τους λόγους που παραπάνω αναφέρθηκαν. Ακριβώς για την κατάσταση αυτή υπάρχουν σημαντικότατες πολιτικές ευθύνες διαχρονικά, που εξίσου διαχρονικά κανείς δεν αναλαμβάνει.
Ταυτόχρονα η Ελλάδα έχει εισέλθει σε πολιτικό αδιέξοδο που όμοιό του δε γνώρισε μεταπολιτευτικά. Το αδιέξοδο συνίσταται κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, στην απουσία σύγχρονης προοδευτικής πρότασης εξουσίας.
Εδώ οφείλει να σημειωθεί ότι ο όρος πρόοδος απαιτεί πάντα μια επικαιροποιημένη νοηματοδότηση και σίγουρα δεν ταυτίζεται με τις παλιάς κοπής ταμπέλες που κουβαλούν τα κόμματα για να περιχαρακώνουν χώρους και ψηφοφόρους, όπως επίσης δεν αρκούν οι λίγες γραμμές ενός άρθρου να εξαντλήσουν το θέμα. Όμως ο διαχωρισμός ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση είναι πάντα υπαρκτός και βαθύτατος, αντίθετα με άλλους που έχουν χάσει τα περιεχόμενά τους και απέμειναν κενές λέξεις κι ετικέτες.
Οφείλει επίσης να επισημανθεί ότι οι αληθινά προοδευτικοί άνθρωποι είναι συντριπτικά λιγότεροι από εκείνους που ψηφίζουν κόμματα τα οποία απλά φέρουν τις εν λόγω ταμπέλες. Με άλλα λόγια δεν σε καθιστά προοδευτικό μια ψήφος σε κόμμα που δηλώνει αριστερό, κεντροαριστερό ή οτιδήποτε ανάλογο. Ξεκαθαρίζεται αυτό διότι είναι αμφίβολο πως η ελληνική κοινωνία, ή τουλάχιστον ένα αξιόλογο αριθμητικά τμήμα της, αποζητά αυτήν την ώρα μια αληθινά προοδευτική πρόταση.
Σε κάθε περίπτωση όμως την Ελλάδα κυβερνά μια συνειδητά συντηρητική παράταξη και κυρίως νοοτροπία, χωρίς αντίπαλο. Τα κόμματα του κοινοβουλίου που θεωρητικά βρίσκονται στην αντίπερα όχθη, αποδείχτηκαν και συνεχίζουν ν’ αποδεικνύονται απολύτως ανεπαρκή τόσο αντιπολιτευτικά όσο και ως προοδευτικές επιλογές εξουσίας. Πρόσωπα, μηχανισμοί, πολιτικές αντιλήψεις και νοοτροπίες, γλώσσα και ύφος που ανήκουν οριστικά στο παρελθόν και καλώς ανήκουν εκεί. Παρά ταύτα συνεχίζουν να βρίσκονται στο κοινοβούλιο. Άλλο κόμμα ως αξιωματική αντιπολίτευση και άλλο ως υπόλειμμα περασμένων μεγαλείων που τώρα πια απλά προσφέρει δουλειά σε ανθρώπους που ίσως μόνο αυτό το επάγγελμα ξέρουν να έχουν,χωρίς φυσικά να το ασκούν με επιτυχία. Προφανώς στο κοινοβούλιο βρίσκονται με την ψήφο των πολιτών με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ακόμα και αν η κοινωνία ολοένα και συντηρητικοποιείται περισσότερο, ακόμα και αν όλο και περισσότεροι άνθρωποι δέχονται παθητικά τη γενικευμένη παρακμή στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, προσπαθώντας με μίζερο τρόπο να προστατεύσουν το κακώς εννοούμενο ίδιον όφελός τους, η ιστορική ανάγκη για μια προοδευτική κυβερνητική πρόταση είναι επιτακτική όσο ποτέ. Αυτή θα επιτευχθεί μόνο με δραστικές αποφάσεις και τολμηρές κινήσεις. Ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ δεν επιθυμούν ν’ αυτοδιαλυθούν και να προκύψει κάτι ριζικά νέο που θα στεγάσει τους ψηφοφόρους τους και όχι μόνο, σίγουρα οφείλουν να θέσουν οριστικά στο περιθώριο όλα τα τοξικά πρόσωπα, τις παρωχημένες ιδέες, τους αδιαφανείς μηχανισμούς και τη νεκρή ρητορική που ως σήμερα κυριαρχούν.
Μόνο έτσι, υγιείς κοινωνικέςδυνάμεις που μπορούν να νοηματοδοτήσουν με τρόπο σύγχρονο την προοδευτική αντίληψη για τα μεγάλα επίδικα της εποχής, θα συστρατευθούν και θα μπορέσει ενδεχομένως να γεννηθεί μια γνήσια εναλλακτική κυβερνητική πρόταση που θα πάει κόντρα στη στασιμότητα. Περιττό ν’ αναφερθεί πως σε μια τέτοια προσπάθεια, ηγετικό ρόλο δε μπορεί να διαδραματίζει κανένα από τα σημερινά πρόσωπα που δυστυχώς είναι τα χθεσινά. Δοκιμάστηκαν, απέτυχαν παταγωδώς και με τρόπο καταστροφικό για τη χώρα, τώρα οφείλουν μόνο να παραμερίσουν. Περιττό ν’ αναφερθεί ότι η εσωτερική λειτουργία θα είναι απόλυτα διαφανής ενώ ο λόγος και τα προγράμματα θα ανήκουν και θα ορίζουν την εποχή που μετά την πανδημία έρχεται,δείχνοντας με σαφήνεια την κατεύθυνση και την ταυτότητα της χώρας.
Ειδάλλως η σημερινή κυβέρνηση, μία από τις χειρότερες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, χωρίςπειστικό αντίλογο από τα υπόλοιπα κόμματα όπως εξηγήθηκε, αλλά ταυτόχρονα έχοντας φροντίσει να μην έχει αντίλογο ούτε από ΜΜΕ και δημοσιογράφους (ο καθένας ας σκεφτεί με ποιον τρόπο το έχει καταφέρει αυτό η κυβέρνηση αλλά και γιατί οι δημοσιογράφοι υπακούν), έχει μπροστά της τουλάχιστον δύο θητείες με τις συνέπειες που καθένας μπορεί ν’ αντιληφθεί για τον τόπο και το μέλλον του.
Ο Βασίλης Παυλίδης είναι Πρόεδρος της Δημοκρατικής Ευθύνης