Ενας τρόπος να νομίσεις πως κατάφερες να αλλάξεις τον κόσμο είναι να τον συνηθίσεις. Να έχεις δηλαδή αλλάξει τόσο πολύ εσύ, να αρνείσαι να διακρίνεις την προσαρμογή σου και να πιστεύεις κάτι πολύ διαφορετικό από εκείνο που έχει πραγματικά συμβεί.
Αυτό κάποιες φορές είναι ύστατη άμυνα για να μην τρελαθείς, κάποιες φορές κανονική αναθεώρηση νεανικών ορμών, και κάποιες άλλες μια βολική αλλαγή γωνίας που βλέπεις την πραγματικότητα, στο πλαίσιο της γνωστής θεωρίας πως η ζωή είναι ογδόντα τοις εκατό η πραγματικότητα και είκοσι τοις εκατό η δική σου αντιμετώπιση απέναντι στην αλήθεια της.
Φαντάζομαι πως όλοι κάπου εκεί κινηθήκαμε και συνεχίζουμε να κινούμαστε στη ζωή μας οι περισσότεροι, όταν μας πιάνουν οι μαύρες μας και βλέπουμε τοίχο μπροστά μας. Αφήνω εκτός εκείνους που τα βρίσκουν όλα τέλεια εκ γενετής…
Κάθε μέρα προκύπτουν ειδήσεις και δημοσιεύονται απόψεις που σε κάνουν να θεωρείς μόνο ως θαύμα το ότι υπάρχει ακόμη μια στοιχειώδης κοινωνική συνοχή, μία ενεργή σύμβαση, και δεν έχουμε τιναχτεί στον αέρα. Ακόμη και οι πλέον μετριοπαθείς, που προσπαθούν να διακρίνουν την αλήθεια του άλλου και να της αποδώσουν το δίκιο που αντέχουν να αποδώσουν, υπάρχουν στιγμές που χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους από απόγνωση μετεωριζόμενοι στο τεράστιο κενό που αφήνει η απόστασή τους από θεωρίες που δεν τις χωράει το μυαλό τους πως μπορεί να υπάρχουν.
Τα social media μας αποκάλυψαν κόσμους που είναι δίπλα μας, συναντιόμαστε στα μαγαζιά της γειτονιάς, μπορεί να λέμε και καμιά καλημέρα και όταν από αμηχανία ή βαρεμάρα ανοίγει κάποιο θέμα, αρχίζεις να μουδιάζεις σιγά-σιγά. Δεν μιλάμε για διαφωνίες, αλλά για σύμπαντα που δεν ξέρω ποιος νόμος της φυσικής τα έφερε δίπλα-δίπλα στην ίδια εποχή και τα διατηρεί όλα σε τροχιές παράλληλες και συχνά τεμνόμενες. Ο ρατσισμός και η μισανθρωπία έχουν σχεδόν πάρει κεφάλι κι εμείς βαυκαλιζόμαστε πως πρόκειται για μειονότητες. Μπορεί βέβαια αυτή η εκτίμηση να μην είναι τίποτα άλλο πέρα από μια διάθλαση της πραγματικότητας από μεριάς μας, επειδή έτυχε να μας πέσουν δυο-τρία μαζεμένα.
Κάποιες φορές ίσως έχεις την ψυχραιμία και τη διαύγεια να διακρίνεις αν οι απόψεις αυτές είναι προϊόν πρόσκαιρου θυμού – σε όλους μας έχει συμβεί να ξεστομίσουμε ακραίες τιμωρίες επάνω στα νεύρα μας – ή αν πρόκειται για χρόνιες διαβρώσεις που δουλεύουν κάτω από τα πόδια μας και εμείς νομίζουμε πως ακούμε νερό που τρέχει.
Υπάρχουν τόσα πράγματα που στα είκοσί μου ήμουν απολύτως βέβαιος πως θα είχαμε οριστικά ξεμπερδέψει σε λίγα χρόνια και έπεσα τελείως έξω. Φανταζόμουν πως η διαφορετικότητα πολύ σύντομα θα αντιμετωπίζεται ακριβώς με την ίδια βαρύτητα και φανατισμό σαν τη διάκριση αν σου αρέσουν τα μακαρόνια περισσότερο από τον μουσακά. Δεν ξέρω πού ακριβώς βρήκαμε ανηφόρα, σταματήσαμε και από τότε αφεθήκαμε σε μια κατηφόρα δίχως τέλος. Χρειάζεται κουράγιο να αρχίσεις πάλι από την αρχή. Να μην προσαρμοστείς. Να μη συνηθίσεις. Και έχει μείνει τόσο λίγη ζωή ακόμη, και έχουμε τόσα όμορφα να κάνουμε.