Η ζωή αγωνίζεται να κερδίσει εις βάρος του θανάτου με όλες τις έννοιες της λέξης «κερδίζω». Και πρώτα από όλα με την έννοια του κέρδους από ένα παιχνίδι του οποίου το λάθος είναι μέρος του. Αυτή η ζωή στα όρια κανονικού και μη κανονικού, ορθού ή λάθους είναι φυσικά μια επιπλέον ζωή ή και μια επιζωή, δηλαδή μια επιβίωση την οποία πρέπει να μάθεις να τη ζεις. Διότι μαθαίνεις να επιβιώνεις, δεν σημαίνει μόνο «συνετίζεσαι» και συμφιλιώνεσαι με τη θνητότητά σου. Σημαίνει επίσης και δοκιμάζεσαι, ρισκάρεις, ενοχλείς το προστατευτικό ένστικτο αυτοσυντήρησης με διαταρακτικές επιλογές ζωής: έναν έρωτα, μια εξέγερση, ένα ποίημα.
Ο Τένεσσυ Ουίλλιαμς έλεγε πως η ζωή του είναι πλασμένη από αυτό που συμβαίνει λεπτό προς λεπτό στα νεύρα του. Αυτός ο μεγαλοφυής μέθυσος και όχι ο συντηρητικός αστός, θέτει το ερώτημα του Σπινόζα: «δεν ξέρουμε καν τι δύναται ένα σώμα».
Το ότι δεν έχω καταδικαστεί σε θάνατο, όπως πολλοί κατά τον εμφύλιο, δεν οφείλεται μόνο στην ηλικία μου αλλά και γιατί ο ίδιος ο θάνατος είναι διαρκώς συνομήλικός μου. Αυτός, από τότε που με βιογραφεί, μου μαθαίνει να τον αντιγράφω υπογράφοντας τις αυτοβιογραφίες μου. Και παρά ταύτα, με αφήνει αγράμματο σαν να μη μου επιτρέπεται να συλλάβω το θνήσκειν.
Προσβλήθηκα από τον ιό της πολιομυελίτιδας, τον Αύγουστο του ’49, στη Μύκονο, λίγο πριν κυκλοφορήσει το εμβόλιο. Ημουν ένα από τα πρώτα κρούσματα στην Ελλάδα, που περιέφεραν στα αμφιθέατρα της Ιατρικής παρουσιάζοντας στο κοινό τη νόσο και την υπομονή μου. Από τότε, το σώμα μου έχει την ηλικία αυτού του εκθέματος. Οπως ο Roland Barthes με τη φυματίωση, θα έπρεπε να ζήσω και να ξεχάσω πως το σώμα μου είναι «ιστορικό».
Είπαν πως κόλλησα από μια νεαρή συμπατριώτισσα του διασημότερου θύματος της πολιομυελίτιδας, του Franklin Deleano Roosevelt. Οι πιο προληπτικοί, επέμεναν πως κόλλησα από τις γάτες.
Η Μύκονος μου έκανε με τα χρόνια κι ένα άλλο δώρο: τη νευροτρόπο ποίηση.
Δεν θα αντιλαμβανόμουν όμως πλήρως τη σημασία του έργου μου αν, το βράδυ της ενδεκάτης Αυγούστου, δεν έπεφτα επάνω στο τελευταίο βιβλίο του Philip Roth, Νέμεσις, στο μοναδικό βιβλιοπωλείο του νησιού, ανάμεσα σε τίτλους του Καζαντζάκη και της Μαντά. Το βιβλίο με επηρέασε αλλά εντός ενός πρωθύστερου σχήματος. «Εγραψε», όπως λένε, στο σώμα μου πολύ πριν γραφτεί και πολύ πριν το διαβάσω, δείχνοντας πώς η ανάγνωση οδηγεί τον αναγνώστη στο δικό της ανά: στην ανά – στροφή και την ανά – τάξη αυτού που υπήρξε, προτού η σελίδα του βιβλίου υποστεί το πένθος της γραφής. Ο Roth, για να είμαι ειλικρινής, δεν με ενδιέφερε. Με ένοιαζε όμως το επιτέλεσμα της ανάγνωσης του βιβλίου του. Δηλαδή, πώς θα γράψω πέραν του βιώματος και ένθεν της ανάγνωσης ενός βιώματος που εκτίθεται περιγραφικά, ώστε να αρθώ από το πάθος στο πάθημα της γραφής. Διαβάζοντάς τον, κατάλαβα το σχέδιο της δικής μου γραφής: κανένα ευπώλητο συναίσθημα. Εκανα όμως κάτι άλλο για να τον τιμήσω, σημαντικότερο ίσως για τη λογοτεχνία: ακολουθώντας την ιστορία του, την αποπλαισίωσα. Πέρασα από το κομβικό σημείο της (την αρρώστια), στο είδος του ποιήματος με το οποίο κανείς δεν ταυτίζεται, γιατί απλούστατα το ποίημα δεν το επιτρέπει. Η ποίηση δεν αρχίζει με την αρρώστια αλλά με την ποίηση. Μια εκ νέου αρρώστια μετά τον εμβολιασμό, αλλά και πάλι όχι ακριβώς: μια σημασία αρρώστιας.
Κατάλαβα τη ρήση του Nietzsche: «Μια μέρα πιθανόν θα μάθουμε πως δεν υπήρχε τέχνη παρά μόνον ιατρική». Το τι ήθελε να πει, το κατάλαβα πολύ αργότερα, όπως επίσης, το ότι η αρρώστια μου δεν ήταν μια επιπλοκή της υγείας, αλλά ο αρχικός προορισμός της ζωής, που αλλιώς, ως υγεία, δεν είναι παρά «η σιωπή των οργάνων». Το τραγούδι των Σειρήνων το άκουσα για πρώτη φορά στη Μύκονο το 1949. Υπήρχε λόγος να δεθώ στο κατάρτι;
Δεν στάθηκα ικανός να διαπιστώσω, όπως θα όφειλα, ότι η καταφυγή μου στην ποίηση – όπως παλαιότερα στην Παναγία της Τήνου – θα ήταν αναγκαία μόνον στον βαθμό που θα διάβαινα ένα πρώτο επίπεδο αισθημάτων και μιας κατά λεπτό καταγραφής, όπως κάνω τώρα. Στην περίπτωσή μου, το επίπεδο αυτό, όφειλα να το είχα προ πολλού προσπελάσει. Διότι και η ποίηση, τώρα, θα έπρεπε για μένα να είναι περιττή.
Το βράδυ της 11ης Αυγούστου 2011, η Νέμεση με έστειλε κατευθείαν στον Roth:
«Κάθε βιογραφία βασίζεται στην τύχη και, αρχής γενομένης από τη σύλληψή μας στη μήτρα της μητέρας μας, η τύχη – η τυραννία του απρόοπτου – ορίζει τα πάντα. Πιστεύω ότι την τύχη εννοούσε ο κύριος Κάντορ όταν κατέκρινε ό,τι αποκαλούσε Θεό.
Ο κύριος Κάντορ είχε ακόμη το αριστερό μπράτσο σακατεμένο και το αριστερό του χέρι άχρηστο, ενώ η ζημιά στους μυς της αριστερής του κνήμης τού προκαλούσε μια σχετική αστάθεια στο βάδισμα. Το πόδι του είχε αρχίσει να εξασθενεί σταδιακά τα τελευταία χρόνια, τόσο ο μηρός όσο και τα ισχία, και για πρώτη φορά από την εποχή της αγωγής αποκατάστασης, πριν από τριάντα σχεδόν χρόνια, τον πονούσε αρκετά». Ph. Roth