Στους ρυθμούς της πανδημίας κινείται από τον περασμένο Μάρτιο η στεγαστική πίστη ακολουθώντας τις συνθήκες ακορντεόν που επικρατούν στην οικονομία μετά το ξέσπασμα της πανδημίας.
Παρά τις δυσκολίες όμως, τα δάνεια της κατηγορίας εμφανίζουν εντυπωσιακά σημάδια αντοχής. Μπορεί η άνοδος των εκταμιεύσεων που ξεκίνησε από τα τέλη του 2018 να ανακόπηκε στο πρώτο lockdown, άμεσα όμως η αγορά επανήλθε και βρήκε ξανά ρυθμό μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων τον Μάιο. Οι τάσεις μάλιστα παρέμειναν θετικές μέχρι και το δεύτερο γενικό απαγορευτικό στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου.
Σύμφωνα με στοιχεία από τις χορηγήσεις των τεσσάρων συστημικών ομίλων που παρουσιάζει σήμερα κατ’ αποκλειστικότητα «Το Βήμα», το 2020 οι νέες εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων έφτασαν τα 597 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση άνω του 30% σε σχέση με το 2019 (455 εκατ. ευρώ). Σημειώνεται ότι στο παραπάνω ποσό περιλαμβάνονται μόνο τα αμιγώς στεγαστικά δάνεια και όχι, για παράδειγμα, χορηγήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος ενεργειακής αναβάθμισης «Εξοικονομώ – Αυτονομώ».
Προοπτικές ανόδου
Η άνοδος αυτή, σύμφωνα με τραπεζικό στέλεχος, είναι ενδεικτική των προοπτικών ενίσχυσης των εργασιών στη στεγαστική πίστη και αύξησης των συναλλαγών στην κτηματαγορά. Οπως σημειώνει «μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός πως τα μεγέθη αυξήθηκαν σε μία περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας, κατά τη διάρκεια της οποίας εφαρμόστηκαν μέτρα που επηρεάζουν όχι μόνο τη δυνατότητα μετακίνησης των πολιτών, αλλά και τη λειτουργία τραπεζών, δικαστηρίων και άλλων δημόσιων υπηρεσιών, π.χ. υποθηκοφυλακεία, που είναι απαραίτητες για την ολοκλήρωση μεταβιβάσεων».
Η ίδια πηγή εκτιμά πως οι νέες χρηματοδοτήσεις ενδεχομένως να προσέγγιζαν τα 750 εκατ. ευρώ εάν δεν είχε ξεσπάσει η κρίση του κορωνοϊού. Οπως περιγράφει, «η χρονιά ξεκίνησε πέρυσι στο πρώτο δίμηνο με μεγάλο για τα δεδομένα της εποχής αριθμό αιτήσεων, σε συνέχεια των καλών επιδόσεων του 2019. Ωστόσο σχεδόν τα πάντα πάγωσαν από τα μέσα Μαρτίου και για περίπου δύο μήνες. Το καλοκαίρι καταγράφηκε εκ νέου άνοδος των μεγεθών. Και τελικά η τάση αυτή ανακόπηκε απότομα τον περασμένο Νοέμβριο. Εκτοτε, οι χρηματοδοτήσεις και τα νέα αιτήματα υποχωρούν με ρυθμό της τάξης του 30% σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα».
Παρ’ όλα αυτά, υπογραμμίζει σχετικά η ίδια πηγή, η ενίσχυση των μεγεθών σε μια τόσο δύσκολη περίοδο δείχνει τη δυναμική που μπορεί να αποκτήσει η αγορά κατοικίας όταν επιστρέψουμε σε μια κανονικότητα. Θεωρεί μάλιστα ότι η ζήτηση για ακίνητα είτε για ιδιόχρηση είτε για επένδυση θα ανακάμψει σχετικά γρήγορα μετά το πέρας της πανδημίας.
«Η αίσθησή μου είναι ότι αρκετοί ενδιαφερόμενοι αγοραστές αναμένουν το πέρας της τρέχουσας κρίσης, για να εκτιμήσουν με μεγαλύτερη ασφάλεια την επίδραση της ύφεσης στα εισοδήματά τους σε μεσοπρόθεσμη βάση, προτού προχωρήσουν στην αγορά κάποιου ακινήτου» υποστηρίζει σχετικά.
Σημειώνει δε πως υποστηρικτικά στην ενίσχυση των συναλλαγών θα λειτουργήσουν τόσο η αύξηση της καταθετικής βάσης κατά 10 δισ. ευρώ το 2020, όσο και τα αυξημένα περιθώρια για χρηματοδοτήσεις από τις τράπεζες, στο σημερινό περιβάλλον φθηνής και σχεδόν απεριόριστης ρευστότητας.
Γιατί θα αυξηθεί η ζήτηση
Πρόσθετη ώθηση στη ζήτηση για ακίνητα και κατ’ επέκταση στεγαστικά δάνεια, κατά τον ίδιο, αναμένεται να δώσουν οι ακόλουθοι παράγοντες:
1. Η αύξηση των ενοικίων για κατοικίες στις αστικές περιοχές.
2. Η μεγάλη, παρά την άνοδο των τελευταίων 2-3 ετών, απόσταση των μέσων τιμών πώλησης από τα προ του 2010 επίπεδα στις περισσότερες περιοχές της χώρας.
3. Η πτώση των επιτοκίων δανεισμού και το λανσάρισμα ελκυστικών προγραμμάτων από τις τράπεζες.
4. Τα μηδενικά πλέον επιτόκια καταθέσεων που καθιστούν πιο ελκυστική την τοποθέτηση σε ακίνητα, καθώς μέσω αυτής είναι δυνατή η εξασφάλιση μιας ετήσιας απόδοσης της τάξης του 5% και άνω.
5. Η αναμενόμενη μετά την πανδημία άνοδος του τουρισμού και των βραχυχρόνιων μισθώσεων, που μπορεί να αυξήσει εκ νέου το ενδιαφέρον για αγορές και ανακαινίσεις μεταχειρισμένων ακινήτων, με σκοπό την εκμετάλλευσή τους.
Στις 75.000 ευρώ το μέσο δάνειο το 2020
Αρκετά πιο συνειδητοποιημένοι και πιο προσεκτικοί σε σχέση με το παρελθόν είναι όσοι υποβάλλουν τα τελευταία τρία χρόνια αίτηση για στεγαστικό δάνειο. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός πως το 2020 το 80% των αιτημάτων εκδήλωσης ενδιαφέροντος εγκρίθηκε από τις τράπεζες. Οι υποψήφιοι αγοραστές διαθέτουν στην πλειονότητά τους ένα σημαντικό μέρος του τιμήματος για το ακίνητο που τους ενδιαφέρει και δηλώνουν στην Εφορία εισοδήματα επαρκή για την ομαλή αποπληρωμή του δανείου που ζητούν.
Οπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία των τραπεζών, το μέσο ποσοστό χρηματοδότησης επί της αξίας του ακινήτου διαμορφώθηκε πέρυσι στο 60%. Αυτό σημαίνει ότι οι δανειολήπτες συμμετείχαν στην αγορά με ποσοστό 40%, παρότι η ίδια συμμετοχή τους θα μπορούσε να πέσει ακόμη και στο μισό, στο 20%. Ετσι, το 2020 η μέση αξία των ακινήτων που αποκτήθηκαν με τραπεζική χρηματοδότηση διαμορφώθηκε στα επίπεδα των 125.000 ευρώ και το μέσο δάνειο στις 75.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, οι υποψήφιοι δανειολήπτες επιθυμούν να αυξήσουν τη συμμετοχή τους, για να μειώσουν τόσο το κόστος χρηματοδότησης όσο και το ρίσκο που αναλαμβάνουν. Η στρατηγική περιορισμού του κινδύνου ερμηνεύει και τη στροφή των δανειοληπτών σε προγράμματα σταθερού επιτοκίου για διάστημα 5 έως 30 ετών, τα οποία πλέον έχουν υποχωρήσει σημαντικά, στην περιοχή του 3%-4%.
Τους τελευταίους μήνες μάλιστα, πάνω από τα μισά δάνεια δίνονται με σταθερό επιτόκιο, ενώ περίπου στο 1/3 των συνολικών εκταμιεύσεων το επιτόκιο είναι σταθερό για όλη τη διάρκεια εξόφλησης. Με τον τρόπο αυτό, ο δανειολήπτης γνωρίζει εκ των προτέρων το ακριβές ύψος των δόσεων που θα κληθεί να πληρώσει για την εξυπηρέτηση του χρέους του.