Παιδιά τον παίρνουν τηλέφωνο εκλιπαρώντας για λίγο οξυγόνο για τους παππούδες τους. Παππούδες τον καλούν ασθμαίνοντας στη μέση της νύχτας. Άνθρωποι χωρίς χρήματα, του προσφέρουν τα αυτοκίνητά τους.
Ο Χουάν Κάρλος Χερνάντεθ λέει σε όλους το ίδιο πράγμα: Δεν έχει πλέον άλλες φιάλες οξυγόνου.
Έχοντας καταφέρει να επιβιώσει και ο ίδιος από κορωνοϊό και έχοντας στη συνέχεια χάσει τη δουλειά του, ο Χερνάντεθ άρχισε να πουλά φιάλες οξυγόνου, με το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του να τελεί… χρέη καταστήματος. Μετά ήρθε το δεύτερο κύμα της πανδημίας που έπληξε με σφοδρότητα το Μεξικό στη διάρκεια του χειμώνα και η ζήτηση για φιάλες οξυγόνου εκτοξεύτηκε, δημιουργώντας έλλειψη στις στις αναγκαίες συσκευές σε όλη τη χώρα.
Στη συνέχεια εκτοξεύτηκαν και οι τιμές. Η μαύρη αγορά ανέλαβε τα ηνία. Συμμορίες του οργανωμένου εγκλήματος ανέκοπταν την πορεία φορτηγών γεμάτων με φιάλες οξυγόνου ή πραγματοποιούσαν ένοπλες ληστείες σε νοσοκομεία, σύμφωνα με δημοσιεύματα. Και για έναν αυξανόμενο αριθμό Μεξικανών, οι πιθανότητες επιβίωσής τους ξαφνικά εξαρτιόνταν από ερασιτέχνες πωλητές οξυγόνου, όπως ο Χερνάντεθ.
«Είμαστε στην αγορά θανάτου», εξηγεί ο ίδιος στους Times της Νέας Υόρκης. «Αν δεν έχεις λεφτά, χάνεις ένα μέλος της οικογένειάς σου».
Η αναζωπύρωση της πανδημίας στο Μεξικό κατέγραψε υψηλότερους αριθμούς κρουσμάτων σε σχέση με κάθε άλλη στιγμή από την πρώτη είσοδο του κοροναϊού στη χώρα. Ανάμεσα σε αυτά και ο ίδιος ο πρόεδρος, Αντρές Μανουέλ Λόπεζ Ομπραδόρ. Με τα νοσοκομεία ασφυκτικά γεμάτα και τη δυσπιστία απέναντι στο σύστημα υγείας να αναγκάζει μεγάλη μερίδα των πολιτών να αντιμετωπίσει την ασθένεια με όσα μέσα διαθέτει στο σπίτι, ο αριθμός των νεκρών έφτασε σε ακραία ύψη. Μόνο τον Ιανουάριο, το Μεξικό κατέγραψε 30.000 νεκρούς, τον υψηλότερο μηνιαίο αριθμό νεκρών μέχρι και σήμερα.
Αυτή τη στιγμή, η χώρα έχει την τρίτη μεγαλύτερη θνητότητα στον κόσμο, έχοντας ξεπεράσει την Ινδία η οποία έχει δεκαπλάσιο πληθυσμό.
Ένας από τους λόγους που ο αριθμός των νεκρών έχει φτάσει σε τέτοια φρικιαστικά μεγέθη είναι και η έλλειψη οξυγόνου, σύμφωνα με τις αρχές της χώρας: Οι διαθέσιμες φιάλες απλώς δεν φτάνουν για όλους.
«Αυτή τη στιγμή το οξυγόνο είναι σαν το νερό», εξηγεί στους Times ο Αλεχάντρο Καστίγιο, γιατρός που εργάζεται σε δημόσιο νοσοκομείο της Πόλης του Μεξικό. «Είναι ζωτικό».
Οι νέες εξάρσεις του ιού σε όλο τον κόσμο ασκούν περαιτέρω πιέσεις στις προμήθειες των νοσοκομείων από το Λος Άντζελες μέχρι το Λάγος, όμως στο Μεξικό η έλλειψη γίνεται αισθητή ακόμη και στα σπίτια των ανθρώπων.
Οκτώ στις 10 κλίνες της Πόλης του Μεξικού είναι γεμάτες με ασθενείς, ενώ τα τμήματα επειγόντων περιστατικών αναγκάζονται να στέλνουν τον κόσμο πίσω στο σπίτι του. Πολλοί ασθενείς δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία να αναζητήσουν ιατρική βοήθεια, καθώς ο φόβος απέναντι στα νοσοκομεία δυναστεύει τη χώρα.
Για να καταφέρουν να επιβιώσουν στο σπίτι, οι βαρύτερα ασθενείς αναγκάζονται να συνδεθούν με μηχάνημα οξυγόνου. Έτσι, στέλνουν τις οικογένειες και τους φίλους τους να ψάχνουν μάταια για τις πολύτιμες φιάλες και να τις γεμίζουν εκ νέου πολλές φορές την ημέρα.
Ο Ντέιβιντ Μενέντεθ Μαρτίνεθ δεν είχε ιδέα για το πώς λειτουργούν τα μηχανήματα οξυγόνου πριν τον Δεκέμβριο, όταν η μητέρα του ασθένησε από κοροναϊό. Τώρα γνωρίζει ότι η μικρότερη φιάλη στο Μεξικό μπορεί να κοστίζει περισσότερα από $800 – δέκα φορές περισσότερα από το κόστος της σε χώρες όπως οι ΗΠΑ. Το οξυγόνο που απαιτείται για να την γεμίσει κοστίζει $10 και διαρκεί μόλις έξι ώρες.
Ο Μενέντεθ εξηγεί στους Times ότι προμηθεύτηκε μερικές φιάλες με χρήματα που δανείστηκε από φίλους του. Ακόμη και έτσι, όμως, αναγκάστηκε να περιμένει επί ώρες σε ουρές που περικύκλωναν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα και οι οποίες πλέον αποτελούν γνώριμο θέαμα στις γειτονιές της Πόλης του Μεξικού, που είναι και το επίκεντρο της πανδημίας στη χώρα.
«Βλέπεις ανθρώπους να φτάνουν με τις φιάλες τους και θέλουν να μπουν πρώτοι στη σειρά και καταλήγουν να κλαίνε, είναι απελπισμένοι», τονίζει. Θυμάται τις εκκλήσεις που άκουσε με τα ίδια του τα αυτιά: «Ο πατέρας μου είναι στο 60% κορεσμού οξυγόνου. Ο αδερφός μου είναι στο 50%. Η γυναίκα μου πλέον δεν μπορεί να αναπνεύσει. Έχει γίνει μπλε, τα χείλη της είναι μπλε, βοηθήστε με».
Το μόνο που σκεφτόταν ο ίδιος, ήταν η μητέρα του: «Φανταζόμουν τη μητέρα μου να παθαίνει ασφυξία», θυμάται.
Το νέο πανδημικό κύμα άρχισε να δείχνει τα δόντια του στο Μεξικό τον Δεκέμβριο, αφού οι αρχές καθυστέρησαν να αναστείλουν τις μη αναγκαίες οικονομικές δραστηριότητες επί ολόκληρες εβδομάδες, παρά τα στοιχεία που έδειχναν, σύμφωνα με τους κανόνες που έχει ορίσει η ίδια η κυβέρνηση, ότι θα έπρεπε να επιβληθεί lockdown. Εντέλει οι αρχές όρισαν πιο αυστηρά μέτρα για την πρωτεύουσα, όμως στη διάρκεια των διακοπών οι Μεξικανοί αγνόησαν τις εκκλήσεις της κυβέρνησης να μείνουν στο σπίτι.
Μόνο κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων εβδομάδων του Ιανουαρίου, η ζήτηση για οξυγόνο στο σπίτι σε όλη τη χώρα αυξήθηκε κατά 700%, σύμφωνα με τον Ρικάρντο Σέφιλντ, επικεφαλής της υπηρεσίας προστασίας καταναλωτών της χώρας.
Και καθώς η ανάγκη εκτοξεύτηκε, η τιμή τριπλασιάστηκε. Το διαδίκτυο γέμισε με απατεώνες.
Όπως τονίζει ο Σέφιλντ, το φούσκωμα των τιμών λειτούργησε επειδή οι άνθρωποι ήταν απελπισμένοι: «Αν δεν παραλάβουν οξυγόνο εγκαίρως, θα πεθάνουν».
Η κυβέρνηση έστειλε την Μεξικανική Εθνική Φρουρά για να προστατεύσει τα φορτηγά που μετέφεραν φιάλες οξυγόνου και απαίτησε από τους προμηθευτές να δίνουν προτεραιότητα στο οξυγόνο που παράγεται για ανθρώπινη κατανάλωση έναντι του βιομηχανικού οξυγόνου που χρησιμοποιούν οι εταιρείες. Η Πόλη του Μεξικού άνοιξε σειρά από σταθμούς στους οποίους οι άνθρωποι μπορούν να γεμίζουν τις φιάλες τους δωρεάν.
Όμως το Μεξικό δεν παράγει φιάλες και δεν μπορεί να τις εισάγει από τις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή: «Είναι αδύνατον», εξηγεί ο Σέφιλντ στους Times.«Η ζήτηση είναι υπερβολικά υψηλή στις ΗΠΑ». Οι παραγγελίες από την Κίνα χρειάζονται μήνες για να φτάσουν στη χώρα.
Κι έτσι οι Μεξικανοί είναι αναγκασμένοι να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τις ελάχιστες φιάλες που υπάρχουν στη χώρα, και οι οποίες μεταβιβάζονται από το ένα σπίτι στο άλλο με τη βοήθεια ανθρώπων όπως ο Χερνάντεθ.
Ο Χερνάντεθ, που κάποτε εργαζόταν ως έμπορος φορτηγών, έχει ανάμεικτα συναισθήματα για τη σημερινή του απασχόληση. Παραδέχεται χωρίς δισταγμό ότι δεν έχει «καμία εκπαίδευση» και δεν κατέχει σχετική άδεια επαγγέλματος, όμως δικαιολογεί την απόφασή του να κάνει αυτή τη δουλειά επειδή «σώζει ζωές».
Σταμάτησε να πουλά φιάλες τον Δεκέμβριο, όταν οι διανομείς από τους οποίους αγόραζε ανέβασαν τόσο πολύ τις τιμές τους που δεν άντεχε να ανακοινώσει τα ποσά στους αγοραστές του. Τώρα πουλά συμπυκνωτές οξυγόνου, που είναι πιο ακριβοί και προσελκύουν πιο εύπορους αγοραστές. Σε μια καλή εβδομάδα, βγάζει περίπου δυο φορές τον παλιό του μισθό.
«Δεν θα έπρεπε να βγάζει κανείς κέρδος από τον πόνο των άλλων, είναι απάνθρωπο», λέει ο ίδιος. «Όμως στο τέλος της μέρας, κι εγώ αυτό κάνω».
Μια πρόσφατη Πέμπτη, ο Χερνάντεθ έλαβε τόσες πολλές κλήσεις που, όπως εξηγεί στους Times, αναγκάστηκε να βάζει τον έναν σε αναμονή όσο μιλούσε με τον άλλο. Δεν μπορεί να ξεχάσει τον ήχο της φωνής των ανθρώπων όταν τους λέει ότι δεν έχει άλλες διαθέσιμες φιάλες.
«Ακούς την απόγνωση, την παραίτηση, μετά με ευχαριστούν απλώς και μόνο επειδή τους απάντησα», εξηγεί.
«Δεν το κάνω επειδή μου αρέσει. Αρπάζω την ευκαιρία να βγάλω χρήματα», προσθέτει. «Πρέπει και να τρώω».
Για τους ανθρώπους που προσπαθούν να προσπελάσουν αυτή τη χαώδη αγορά, η εύρεση κάποιου –του οποιουδήποτε- διαθέτει φιάλες, είναι από μόνη της αιτία για ανακούφιση. Στο διάστημα που πέρασε ψάχνοντας όλη την πόλη για οξυγόνο, η μόνη καλή στιγμή που έχει να θυμάται ο Μενέντεθ είναι εκείνη που επιτέλους ήταν πρώτος στη σειρά και παρέλαβε μια γεμάτη φιάλη.
«Δεν είχε σημασία αν είχα φάει», θυμάται μιλώντας στους Times. «Δεν είχε σημασία αν έκανε κρύο. Δεν είχε σημασία αν ήμουν κουρασμένος ή νυσταγμένος ή αν ήταν τρεις το πρωί. Άξιζε όλη την ταλαιπωρία: Είχα βρει έναν τρόπο η μαμά μου να συνεχίσει να αναπνέει, να την κρατήσω σε αυτό τον κόσμο».
Όταν εντόπισε έναν πωλητή πρόθυμο να του νοικιάσει έναν συμπυκνωτή οξυγόνου έναντι $100 ανά εβδομάδα, γέμισε ελπίδα: «Ήταν θείο δώρο», τονίζει.
Το μηχάνημα κράτησε τη μητέρα του ζωντανή –για λίγο, μέχρι που οι πνεύμονές της δεν άντεξαν άλλο. Διασωληνώθηκε την παραμονή των Χριστουγέννων και πέθανε πριν την Πρωτοχρονιά.