Οι ελληνοτουρκικές και οι ευρωτουρκικές σχέσεις μπορούν να ακολουθήσουν ξανά «το μοντέλο του Ελσίνκι», σημειώνει στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» στο πλαίσιο της επίσκεψής του στην Αθήνα (και εν συνεχεία στη Λευκωσία) ο Χουάν Γκονθάλεθ-Μπάρμπα.

Ο υφυπουργός Εξωτερικών της Ισπανίας με αρμοδιότητα τα θέματα Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), ο οποίος είχε κατά την παραμονή του στην ελληνική πρωτεύουσα εκτενή συζήτηση με τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, είναι πολύ καλός γνώστης της περιοχής καθώς στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 είχε υπηρετήσει στην Αθήνα, ενώ προτού αναλάβει το σημερινό του αξίωμα διετέλεσε για περίπου ενάμιση χρόνο πρεσβευτής της Ισπανίας στην Αγκυρα.

«Κλειδί» η Κομισιόν παρά τα προβλήματα

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού αλλά και η έξοδος από αυτή, τόσο στο υγειονομικό όσο και στο οικονομικό-κοινωνικό επίπεδο, κάλυψαν μεγάλο μέρος των συνομιλιών του κ. Γκονθάλεθ-Μπάρμπα στην Αθήνα. Η Μαδρίτη μάλιστα τάσσεται υπέρ της πρότασης του έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη περί ενός πιστοποιητικού εμβολιασμού.

«Εχουμε ήδη εκφράσει την υποστήριξή μας στην πρόταση του κ. Μητσοτάκη τόσο στο δικό μου επίπεδο κατά το τελευταίο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων όσο και κατά τη διάρκεια της πρόσφατης τηλεδιάσκεψης των ευρωπαίων ηγετών, όπου το έπραξε ο Πέδρο Σάντσεθ. Υπάρχει ήδη συμφωνία για ένα πρότυπο πιστοποιητικού ή για μία αμοιβαία αναγνώριση εθνικών πιστοποιητικών για αποκλειστικά υγειονομικούς λόγους. Πιστεύουμε», προσθέτει, «ότι από τη στιγμή που θα το έχουμε, θα μπορούμε να συζητήσουμε π.χ. την εξαίρεση όσων το έχουν από την καραντίνα ή, εναλλακτικά, να μπορούν όσοι διαθέτουν το έγγραφο αυτό να ταξιδέψουν απλώς έχοντας κάνει τεστ αντιγόνου αντί να υποχρεώνονται να κάνουν PCR».

Οπως παραδέχεται, η Ισπανία έχει πληγεί σκληρά από τον κορωνοϊό. «Από την αρχή της πανδημίας, η κατάσταση στην Ισπανία υπήρξε δύσκολη. Στο δεύτερο κύμα τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα, αλλά μετά τα Χριστούγεννα η κατάσταση χειροτέρευσε. Εδωσα συγχαρητήρια στην Ελλάδα μέσω του κ. Βαρβιτσιώτη για τον τρόπο με τον οποίο χειριστήκατε την πανδημία. Μόνο η Ελλάδα και η Φινλανδία κατάφεραν να μην ξεπεράσουν ένα συγκεκριμένο όριο σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τους θανάτους» λέει. Ο εμβολιασμός είναι η μεγάλη ελπίδα, αλλά οι τελευταίες εξελίξεις με τα εμβόλια «πρέπει να παραδεχθούμε ότι έχουν προκαλέσει ανησυχία».

Οπως εξηγεί, «τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι καλύτερα, αλλά το γεγονός ότι σχεδόν από την αρχή η Επιτροπή πήρε την πρωτοβουλία να κινηθεί κεντρικά στη χρηματοδότηση της έρευνας, στην επιλογή των εργαστηρίων που θα κατασκευάσουν τα εμβόλια, αλλά και στην κεντρική διανομή των εμβολίων, υπήρξε κλειδί για να μην έχουμε εσωτερικό ευρωπαϊκό πόλεμο σχετικά με το ποια χώρα εμβολιάζει γρηγορότερα. Φανταστείτε όμως τι θα συνέβαινε αν ένα κράτος-μέλος εμβολίαζε με ρυθμό πχ 30% και ένα άλλο με 2%. Θα ήταν διαλυτικό για την ΕΕ».

Προτιμήσαμε την πειθώ αντί για τις κυρώσεις

Για τον ισπανό υφυπουργό Εξωτερικών, η προσέγγιση με την ΕΕ εξακολουθεί να ενώνει την τουρκική κοινή γνώμη. «Αυτός είναι, εκτιμώ, ο λόγος που η Τουρκία, με το νέο έτος, επιθυμεί να λύσει εκκρεμή ζητήματα τόσο με την Ελλάδα όσο και στην Κύπρο μέσα σε ευρωπαϊκό πλαίσιο. Θεωρούμε ότι αυτή είναι μία σημαντική εξέλιξη» λέει. Εκφράζει πάντως την ελαφρά δυσαρέσκειά του για τον τρόπο με τον οποίο η στάση της Μαδρίτης εναντίον των κυρώσεων παρουσιάστηκε στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης.

«Δεν υπήρχε η θέληση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να προωθηθεί το σενάριο των κυρώσεων, αλλά αντίθετα να δοθεί μία ευκαιρία σε διαπραγματεύσεις. Είναι λογικό η Γερμανία, η Ισπανία και η Ιταλία να καταλαμβάνουν τους τίτλους των μέσων ενημέρωσης επειδή είμασταν οι τρεις μεγαλύτερες χώρες, αλλά δεν ήμασταν η μειοψηφία. Ισως να διαφωνήσαμε στην προσέγγιση των κυρώσεων, όχι όμως και στο αποτέλεσμα που όλοι θα θέλαμε ή στο ζήτημα της αλληλεγγύης προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Προς το παρόν», σημειώνει, «βλέπουμε τα αποτελέσματα αυτής της προσέγγισης: διερευνητικές επαφές στις 25 Ιανουαρίου, πιθανή διάσκεψη “5+1” τον Μάρτιο για το Κυπριακό. Ο σκοπός των κυρώσεων επετεύχθη διά της πειθούς. Συμφωνούσαμε στον σκοπό, ίσως όχι στα μέσα» καταλήγει.

Το μοντέλο του Ελσίνκι μπορεί να επαναληφθεί

Με το βλέμμα στη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου, ρωτάμε τον συνομιλητή μας αν έχει έρθει πλέον η στιγμή για μία ειδική σχέση ΕΕ – Τουρκίας. Ο ίδιος παραδέχεται ότι δεν είναι εύκολη η επίτευξη συγκλίσεων, αν και η Τουρκία εξακολουθεί να παραμένει μία υποψήφια προς ένταξη χώρα, ενώ είναι και σύμμαχος στο ΝΑΤΟ.

«Θα σας πω κάτι όμως. Υπηρετούσα εδώ στην Αθήνα το 1996, όταν σημειώθηκε η σοβαρότερη ελληνοτουρκική κρίση μετά το 1974. Τρία χρόνια αργότερα, το 1999, η Τουρκία έλαβε το καθεστώς της υποψήφιας χώρας στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι. Το 2005 άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. Μέσα σε τρία χρόνια είδαμε μία στροφή τόσο στις ελληνοτουρκικές όσο και στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Γιατί να μην ξανασυμβεί αυτό;» αναρωτιέται.

Την ίδια στιγμή, εφιστά την προσοχή στη «μεγάλη εικόνα»: «Η ευρύτερη περιοχή βρίσκεται σε αναταραχή από το 2011, όταν ξεκίνησε η Αραβική Ανοιξη. Αυτό είχε επιπτώσεις τόσο στην ΕΕ όσο και σε χώρες στην περιφέρεια της ΕΕ, όπως η Συρία και η Λιβύη. Η Τουρκία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή στον συριακό εμφύλιο πόλεμο και σήκωσε μεγάλο βάρος. Σκεφθείτε ότι η σύγκρουση συνεχίζεται 10 χρόνια και ότι η Τουρκία φιλοξενεί περί τα 4 εκατομμύρια πρόσφυγες. Αν προσθέσετε ότι είχαμε επί μία τετραετία μία αμερικανική κυβέρνηση που δεν υποστήριζε την ευρωπαϊκή ενότητα, το πρόβλημα διογκώθηκε. Ισως», υπογραμμίζει, «μετά από 10 χρόνια να πλησιάζουμε στο τέλος της αναταραχής στη Μεσόγειο και, επίσης, ευελπιστούμε ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση, με μια συμμετοχή πιο θετική στην ευρωπαϊκή ατζέντα, θα έχει έναν πιο σταθεροποιητικό ρόλο στη Μεσόγειο».