Η 9η Φεβρουαρίου, η οποία έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής γλώσσας, παρέχει πρόσφορο έδαφος για επανεκτίμηση της ιστορικής πορείας της γλώσσας μας και της αέναης συνεισφοράς της στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Η ελληνική γλώσσα είναι αυτή που ανέδειξε τις πανανθρώπινες αξίες οι οποίες θεμελίωσαν τον πολιτισμό των λαών αλλά και διέσωσε το μεγαλείο της ιστορίας και της παράδοσής της. Μέσω αυτής εκφράστηκαν ανώτερες ιδέες, προβληματισμοί, ανησυχίες, βαθύτερα συναισθήματα, συστατικά τα οποία αποτέλεσαν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ ανθρώπων και λαών. Θεωρείται το αποτύπωμα των πνευματικών αναζητήσεων, των ψυχικών αποχρώσεων, των ηθικών αξιών και της γενικότερης κουλτούρας του έθνους. Μέσα της καταγράφεται η ιδιοσυγκρασία του λαού.
Πρόκειται για μια γλώσσα πλούσια, ποικιλόμορφη, ποιητική με μουσικότητα και αισθητική ποιότητα, η οποία στην εποχή μας έχει απολέσει την παλιά της αίγλη, έχει παραφθαρεί και η παραφθορά αυτή απεικονίζεται στην αγλωσσία των νέων, στη συνεχή προσθήκη ξενισμών, στην λεξιπενία, φαινόμενα που καταλήγουν σε ασυνεννοησία και σε μια επιδερμική επικοινωνία.
Η γλωσσική αδυναμία, λοιπόν, προκαλεί επικοινωνιακή σύγχυση, ενώ η γλωσσική υστέρηση υποδηλώνει νοητική υστέρηση, πνευματική ατροφία, υποβαθμίζοντας την ανθρώπινη υπόσταση και κατ’επέκταση και τη φυσιογνωμία ενός λαού. Σχετική είναι η άποψη του Κωστή Παλαμά: «Σωστή γλώσσα θα πει σωστός νους» και του Γάλλου Μπιφόν ότι «το ύφος (ευρύτερα η γλώσσα) είναι ο ίδιος ο άνθρωπος». Με τη γλώσσα εκφράζει ο καθένας τις προσωπικές του σκέψεις και τα συναισθήματά του, εκδηλώνει τις ιδιαιτερότητές του, αποκαλύπτει το ηθικό του υπόβαθρο, καθιστώντας τον περίγυρό του γνώστη της προσωπικότητάς του και των επιθυμιών του. Όσο πιο φτωχή και «ανόητη» είναι η γλώσσα τόσο πιο αποκαλυπτική είναι η αβελτερία του ατόμου.
Για να αποφευχθεί η γλωσσική Βαβέλ και η απαξίωση του ατόμου εξαιτίας της γλωσσικής του δυσφράδειας, φαντάζει επιτακτικό το αίτημα κατάκτησης της γλωσσικής ποιότητας. Η γλωσσική κατάκτηση, όμως, αποτελεί μια «δια βίου» προσπάθεια και επιβάλλεται να αναζητηθούν τα κατάλληλα «αντίδοτα», ώστε να εξουδετερώσουμε το δηλητήριο της γλωσσικής αλλοτρίωσης.
Πρωταρχικό αντίδοτο για τη γλώσσα η οποία αποτελεί μια διαρκή δημιουργία, έναν ζωντανό οργανισμό, είναι η ύπαρξη ελευθερίας. Το εκφραστικό μας όργανο θα πρέπει να κινείται και να αναπτύσσεται σε ένα περιβάλλον ελευθερίας, κυρίως πνευματικής, πολιτικής και εθνικής. Διόλου τυχαία δεν ήταν και η φράση του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού: «Μήγαρις έχω τίποτε άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα».
Σε αυτό το πλαίσιο ελευθερίας η έκφραση δεν θα λογοδοτεί, δεν θα ανακρίνεται, δεν θα φιμώνεται αλλά θα διατυπώνεται απρόσκοπτα, χωρίς τις δεσμεύσεις και τους φραγμούς της λογοκρισίας. Μέσω της ελεύθερης έκφρασης, σε ένα περιβάλλον πλουραλισμού και ελεύθερης διακίνησης ιδεών, θα αυξάνονται τα ερεθίσματα και οι προσλαμβάνουσες. Έτσι, θα διανοίγονται τα όρια της γλώσσας και θα επεκτείνονται παράλληλα τα όρια της νόησης ενώ ο νέος θα αποδεσμεύεται από τα στεγανά της σκέψης τους.
Τα πιο σημαντικά όμως είναι τα όρια τα οποία θέσαμε στον εαυτό μας και τον εγκλωβίσαμε πίσω από τις ερμητικά κλεισμένες πόρτες των διαμερισμάτων, που σε συνδυασμό με την επικυριαρχία της τεχνολογίας στην καθημερινότητά μας συνέβαλε στη μείωση των επαφών, στην αποξένωση, στην κυριαρχία συμβατικών σχέσεων και στην ανταλλαγή απόψεων από απόσταση, φαινόμενο το οποίο λειτούργησε δεσμευτικά για τη σκέψη, συγκάλυψε τα νοήματα ενισχύοντας τη γλωσσική αδυναμία.
Το πιο ισχυρό αντίδοτο αυτής της αγλωσσίας των καιρών μας είναι η κοινωνικότητα η οποία ενισχύει την εξωστρέφεια και τη διάθεση για αλληλεπίδραση, ευνοώντας τη συνθήκη του διαλόγου. Γιατί είναι αλήθεια πως η γλώσσα είναι μια κοινωνική ενέργεια, γεννιέται και αναπτύσσεται μέσα στις κοινωνίες, καλλιεργείται κυρίως με τον διάλογο και την ανταλλαγή απόψεων μέσω μιας δια ζώσης επικοινωνίας. Η γλώσσα εμπλουτίζεται και βαθαίνει εκεί όπου καταρρίπτονται οι φραγμοί επικοινωνίας και οι άνθρωποι κοινωνούν ουσιαστικά ανυπόκριτα, αναζητώντας στον άλλον το αληθινό νόημα της ζωής τους, όταν οι άνθρωποι απελευθερώνονται από τα δεσμά του εαυτού τους, επιδιώκοντας με κάθε τρόπο έναν γόνιμο συγχρωτισμό. Επομένως, η προσπάθεια για βαθύτερη κοινωνικότητα και πιο ουσιαστική επαφή θα συντελέσει στη γλωσσική καλλιέργεια.
Και το τελευταίο αντίδοτο, μιας και η πολυγλωσσία θεωρείται δεδομένη πραγματικότητα, θα ήταν η συνάντηση των πολιτισμών, μέσω της ελληνομάθειας, με τη βοήθεια μεταφραστικών προγραμμάτων, καθώς και της εκμάθησης ξένων γλωσσών, γλωσσομάθειας. Και λέγοντας συνάντηση, δεν εννοώ διόλου ένα κακό συναπάντημα που θα λειτουργούσε αλλοτριωτικά για τη γλώσσα μας, αλλά μια πολιτισμική σύζευξη μέσω μιας οριοθετημένης γλωσσικής προσέγγισης, η οποία θα δίνει προτεραιότητα στην εθνική μας γλώσσα, στοχεύοντας στη ορθή και βαθιά εκμάθησή της. Έτσι, ο γλωσσικός συγκρητισμός θα συμβάλλει στην αποφυγή της κατάχρησης ξενισμών και στη συνειδητοποίηση της αξίας και της ιδιαιτερότητας της ελληνικής γλώσσας.
Η Μαρία Δ. Πετροπούλου είναι Φιλόλογος-Συγγραφέας