Πριν από πολλά χρόνια κάποιος διατύπωσε ένα δίλημμα.
«Γίνεται ένα ναυάγιο. Σου δίνεται η επιλογή να διασώσεις το μοναδικό αντίτυπο του σπουδαιότερου έργου του Σαίξπηρ ή έναν ογδονταπεντάχρονο. Τι κάνεις;».
Είχα απαντήσει τότε, στα είκοσι πέντε μου, ακριβώς όπως απαντάω και τώρα με πατημένα τα πενήντα. Τον άνθρωπο, ακόμη κι αν έχει στα χέρια διάγνωση πως του μένουν μόνο λίγες μέρες ζωής. Σώζεις την απάντηση σε όλα τα ερωτήματα, τον άνθρωπο. Γιατί, αν όχι, τότε τι να σου κάνει και ο Σαίξπηρ, δεν πρόκειται να καταλάβεις τίποτα από το έργο του, τι το σώζεις;
Η λογική της ζυγαριάς και των παράπλευρων απωλειών για το κοινό καλό είναι μία από τις πλέον επικίνδυνες που σκαρφιστήκαμε ποτέ. Είναι υπεύθυνη για εφιάλτες που πραγματώθηκαν. Υπάρχουν άνθρωποι που υποστηρίζουν με σθένος πως τα πολύ επικίνδυνα φάρμακα θα ήταν σωστό να δοκιμαστούν πρώτα σε θανατοποινίτες κρατούμενους για να δούμε τις παρενέργειες και να σωθούμε εμείς, οι καλοί, οι εκτός φυλακής και αθώοι ειδεχθούς εγκλήματος. Ακούγεται τόσο ύπουλα αναγκαίο αυτό που η αλήθεια είναι πως κάποια στιγμή κοντοστέκεσαι και το σκέφτεσαι. Σκέφτεσαι, ζούμε σε έναν άδικο κόσμο, μέσα σε όλα γιατί να μην προσθέσουμε άλλη μία μικρή αδικία για το περίφημο κοινό καλό;
Μας διαφεύγει κάτι όμως. Πως όταν ανοίγει αυτή η μικρή τρυπούλα της αναγκαίας εξαίρεσης, κανείς δεν ξέρει εκ των προτέρων μέχρι πού μπορεί να φτάσει η διάμετρός της μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Στους πόσους θυσιασμένους ανθρώπους ισχύει η φράση «παράπλευρη απώλεια» και από εκεί και πέρα αρχίζει η «μαζική δολοφονία»; Πού βάζει ο καθένας μας το όριο; Στους δέκα ανθρώπους; Και γιατί όχι στους εβδομήντα πέντε; Ή καλύτερα στους οκτακόσιους εβδομήντα δύο! Οταν αρχίζουμε να μιλάμε με αριθμούς, έχουμε στεγνώσει.
Οι άνθρωποι κρινόμαστε από τον τρόπο μας, από τίποτε άλλο. Στα πάντα, στη ζωή μας, στην τέχνη μας, στην ιδεολογία μας. Μόνο ο τρόπος μας μάς διαχωρίζει και δίνει και το όποιο ηθικό πρόσημο, όχι ο τελικός σκοπός. Θα έπρεπε να το είχαμε εμπεδώσει πια αυτό μέσα από την Ιστορία.
Επιστρέφω στο δίλημμα με το οποίο ξεκίνησα. Τίποτα και κανένας δεν αθωώνει – στο όνομα της υψηλής τέχνης – τη θυσία ή την κακομεταχείριση ανθρώπου. Η όποια εκκεντρικότητα ή θεοσκότεινος τόπος που επικαλείται κάποιος καλλιτέχνης για να δημιουργήσει, όταν προσκρούει με οποιονδήποτε τρόπο επάνω σε άνθρωπο, ακυρώνεται αυτομάτως, γίνεται μια άχρηστη και επικίνδυνη δεξιότητα που δεν την έχει ανάγκη κανένας. Η ευφυΐα και το ταλέντο δεν αντέχουν ως άλλοθι για να πειράξεις ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά του πιο «ασήμαντου» ανθρώπου. Οταν δέχεσαι κάτι τέτοιο ως αναγκαίο κακό, τότε έχει ήδη κακοφορμίσει κάτι μέσα σου που μπορεί να θεριέψει και να γίνει ανεξέλεγκτο. Δηλαδή, πώς το δικαιολογείς ακριβώς; Σώζω πολλές ψυχές αλλά θυσιάζω λίγες; Να τα πάλι τα νούμερα.
Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν και πόσοι «θυσιάστηκαν» και με ποιον τρόπο για να γραφτούν ορισμένα από τα αριστουργήματα που με έκαναν καλύτερο άνθρωπο. Θα προτιμούσα κανένας και εγώ θα έβρισκα από αλλού άλλον δρόμο.