Ο Χανς Φάλαντα (ψευδώνυμο του Ρούντολφ Ντίτσεν) ανήκει στους ελάχιστους σημαντικούς συγγραφείς που παρέμειναν στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου.
Ηταν μια από τις αιτίες – όχι όμως η κυριότερη – που κατηγορήθηκε ότι συμβιβάστηκε και συνεργάστηκε με το χιτλερικό καθεστώς, με αποτέλεσμα μετά τον θάνατό του και για πολλά χρόνια αργότερα να περιπέσει στην αφάνεια τόσο στη Γερμανία όσο και διεθνώς.
Ο ίδιος, σε επιστολή στους γονείς του στις 6 Μαρτίου του 1933, έδωσε τη δική του εξήγηση για τη στάση που θα κρατούσε από εκεί και πέρα: το επόμενο μυθιστόρημά του θα ήταν «απολιτικό» – και άρα δεν θα του δημιουργούσε προβλήματα. (Αυτό βέβαια δεν ισχύει. Κανένα από τα σημαντικά μυθιστορήματα του Φάλαντα δεν είναι «απολιτικό», ιδίως για το κορυφαίο του, το Λύκος ανάμεσα σε λύκους, που εκδόθηκε τώρα και στα ελληνικά.)
Ηταν η χρονιά της μεγάλης επιτυχίας, όταν οι πωλήσεις του Και τώρα, ανθρωπάκο; στη Γερμανία ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Το βιβλίο εκδόθηκε από μεγάλο εκδοτικό οίκο στις ΗΠΑ, τους Simon and Schuster, και συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο του Book of the Month Club καθιστώντας τον Φάλαντα συγγραφέα διεθνούς φήμης.
Ο μοιραίος συμβιβασμός
Ο Φάλαντα δεν ήταν ναζιστής ή φιλοναζιστής. Το 1933 μάλιστα κατηγορήθηκε για αντιναζισμό και φυλακίστηκε. Τον έσωσε τότε ο εκδότης του, που προσέλαβε έναν δικηγόρο συνεργάτη των ναζιστών να τον βγάλει από τη φυλακή. Εκτοτε η προσπάθεια του συγγραφέα ήταν να παραμείνει στη Γερμανία, έστω κι αν χρειαζόταν να «τα βρει» με το καθεστώς. Αποτέλεσμα αυτού του μοιραίου συμβιβασμού ήταν ένα εξωφρενικά φιλοναζιστικό βιβλίο του 1938, το Ο ατσάλινος Γκούσταφ, που προκάλεσε την μήνιν του αυτοεξόριστου Τόμας Μαν. Για το οποίο ο Φάλαντα είπε αργότερα ότι το άλλαξε προκειμένου να μην τον στείλουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ομολογώντας έπειτα από χρόνια στον εκδότη του πως η ενοχή του για κάθε γραμμή του βιβλίου εξακολουθούσε να τον βαραίνει.
Χωρίς αμφιβολία είχε ενδώσει στις πιέσεις του καθεστώτος, φτάνοντας στο σημείο να «γράψει» τον μεγαλύτερο γιο του στη χιτλερική νεολαία. Ταυτοχρόνως ωστόσο βοηθούσε πολλούς αντιφρονούντες. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτά που βάρυναν τη ζωή και τη συγγραφική σταδιοδρομία τού Φάλαντα. Καθοριστικότερα ήταν η εξάρτησή του από το ποτό, τα ναρκωτικά, τη μορφίνη και την κοκαΐνη, οι συνεχείς φυλακίσεις του, οι περίοδοι που πέρασε στα ψυχιατρεία, και οι απανωτές αλλαγές επαγγελμάτων, ώσπου να καταφέρει να ζει από τα βιβλία του.
Μπαινοβγαίνοντας στα ψυχιατρεία
Σοβαρό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι το 1911, στα 18 του χρόνια, σκότωσε σε μονομαχία τον φίλο του Χανς Ντίτριχ φον Ντέκερ και στη συνέχεια επιχείρησε να αυτοκτονήσει. Κρίθηκε ότι ήταν ψυχασθενής και νοσηλεύθηκε σε σανατόριο. Θα νοσηλευόταν και άλλες φορές. Τα ψυχιατρεία θα αποτελούσαν εφεξής μέρος της ζωής του.
Το έργο του Φάλαντα ήρθε ξανά στο προσκήνιο την τελευταία εικοσαετία. Συνοδεύτηκε από απανωτές επανεκδόσεις των έργων του, και όπως ήταν επόμενο άρχισε να εκδίδεται και στη χώρα μας, αποδεικνύοντας ότι τα σημαντικά βιβλία, ακόμη κι αν περιπέσουν για μεγάλο διάστημα στην αφάνεια, δεν χάνονται ποτέ. Ετσι, πρόσφατα κυκλοφόρησε και στη χώρα μας στην εξαίρετη σειρά Orbis Literae των εκδόσεων Gutenberg το opus magnum του Λύκος ανάμεσα σε λύκους.
Θα έλεγα εκ προοιμίου στον αναγνώστη να μην τρομάξει από τον όγκο του βιβλίου (1.500 σελίδες). Το μυθιστόρημα διαβάζεται απνευστί. Η περιγραφική του ακρίβεια, η ατμόσφαιρα, οι έκτυποι χαρακτήρες του, η άψογη ανάπτυξή του και η δύναμη της αναπαράστασης μαζί με την κοινωνική αποτύπωση της εποχής το αναδεικνύουν σε ένα βιβλίο μοναδικό. Και το ότι δεν υπάρχουν νεκρές ζώνες σ’ ένα μυθιστόρημα αυτού του μεγέθους είναι η καλύτερη απόδειξη ότι αποτελεί επίτευγμα σπουδαίου τεχνίτη, ό,τι καλύτερο μας έδωσε η λεγόμενη νέα αντικειμενικότητα, που γεννήθηκε στη δεκαετία του 1920 στη Γερμανία ως αντίδραση εναντίον του εξπρεσιονισμού.
Από το Βερολίνο στην ύπαιθρο
Η υπόθεση καλύπτει το χρονικό διάστημα πέντε περίπου μηνών. Βρισκόμαστε στην περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η γερμανική οικονομία καταρρέει και ο πληθωρισμός είναι ανεξέλεγκτος. Στους πέντε μήνες που καλύπτει το μυθιστόρημα η ισοτιμία του γερμανικού μάρκου προς το δολάριο από τις 414.000 έχει φτάσει στα 4,2 τρισεκατομμύρια! Η κοινωνία έχει αποδιαρθρωθεί και το μόνο που απομένει στον καθένα είναι το πώς θα επιβιώσει – έναντι παντός τιμήματος. Με την έννοια αυτή το μυθιστόρημα είναι ένα βιβλίο που περιγράφοντας τον αγώνα για την επιβίωση, ακόμη και χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό, αναδεικνύει σε κάποιες περιπτώσεις και τις ανθρώπινες αξίες.
Η εξιστόρηση αρχίζει τον Ιούλιο του 1923 στο Βερολίνο.
Τρεις παλιοί γνώριμοι, που θα αποτελέσουν τους κύριους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, βρίσκονται στην πρωτεύουσα της χώρας. Και οι τρεις υπηρέτησαν στο ίδιο σύνταγμα Ιππικού κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου: ο δόκιμος αξιωματικός Βόλφγκανγκ Πάγκελ, ο υπολοχαγός Φον Στούντμαν και ο πρώην ίλαρχος Γιόαχιμ φον Πράκβιτς.
Ο πρώτος (πρωταγωνιστής του βιβλίου) είναι ο νεότερος από τους τρεις. Μανιώδης τζογαδόρος, έχει χάσει τα πάντα και δεν έχει πλέον στον ήλιο μοίρα. Είναι άνεργος, αλλά δεν έχει και καμιά διάθεση να εργαστεί. Για ποιον λόγο, όταν τα ελάχιστα που κερδίζει τη μια μέρα την επομένη είναι λιγότερα από το τίποτε; Ο Πάγκελ είναι ο λύκος (όπως υποδεικνύει το πρώτο συνθετικό του ονόματός του: wolf = λύκος). Λύκοι όμως είναι και οι σύντροφοί του, όπως και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες που παρελαύνουν στο μυθιστόρημα. Λύκοι μοναχικοί και ταυτοχρόνως θηράματα σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε το ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Ο Πράκβιτς βρίσκεται σε εμφανώς καλύτερη μοίρα από τους τρεις τους. Είναι μεγαλοτσιφλικάς και προτείνει στους άλλους δύο να φύγουν μαζί του και να εργαστούν στο τσιφλίκι του εγκαταλείποντας το απάνθρωπο Βερολίνο, την πόλη του κακού, της εξαθλίωσης και της απελπισίας. (Κι ας μην έχει κανείς τους ιδέα από αγροτικές εργασίες.)
Η περιγραφή του Βερολίνου είναι σοκαριστική, ιδιαίτερα εκεί όπου ο Φάλαντα περιγράφει το κέντρο της πόλης, το οποίο είναι γεμάτο γυναίκες και άνδρες που εκπορνεύονται, τραυματίες του πολέμου, ναρκομανείς και ζητιάνους. Είναι η επί γης κόλαση. Και διόλου τυχαία που σχεδόν το μισό μυθιστόρημα αναφέρεται στο Βερολίνο, το οποίο ο συγγραφέας το έζησε από πρώτο χέρι και το γνώριζε άριστα.
Μια χρεοκοπημένη κοινωνία
Hans Fallada, Λύκος ανάμεσα σε λύκους
Μετάφραση-εισαγωγή Ιωάννα Αβραμίδου.
Εκδόσεις Gutenberg, 2020,
τόμοι A+B, σελ. 816 + 702, τιμή 24 ευρώ έκαστος
Ομως το κλίμα που επικρατεί στην πρωτεύουσα είναι η ακραία εκδοχή αυτού που συμβαίνει σε όλη τη Γερμανία. Η χώρα έχει καταρρεύσει όχι μόνο οικονομικά αλλά και κοινωνικά. Βεβαίως, η οικονομική κατάρρευση βρίσκεται στην καρδιά της αφήγησης. Το γερμανικό χρέος μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών είναι δυσθεώρητο και δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί, δουλειές δεν υπάρχουν, τη βιομηχανική περιοχή της Ρουρ την κατέχει η Γαλλία και η ανεργία καλπάζει.
Η κοινωνία έχει χρεοκοπήσει. Στην ύπαιθρο τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Η εκδίκηση, ο φόβος και ο φθόνος κυριαρχούν. Κανείς δεν θέλει να εργαστεί στα χωράφια, οι πληρωμές δεν γίνονται σε χρήμα αλλά σε προϊόντα της σοδειάς, οι πάντες φοβούνται να περπατήσουν στα δάση όπου περιφέρονται εγκληματίες, κλέφτες φυγόδικοι και στρατιώτες που σχεδιάζουν πραξικόπημα. Η βερολινέζικη παρακμή έχει μολύνει και την επαρχία. Παρά ταύτα, υπάρχουν και εκείνοι που καταφέρνουν όχι απλώς να επιβιώσουν αλλά να έχουν και μια αξιοπρεπή ζωή. Είναι μια νότα αισιοδοξίας σε τούτο το σπουδαίο μυθιστόρημα, μια θαυμάσια κοινωνική σάγκα της παρακμής, όπου ο συγγραφέας αφήνει και μια χαραμάδα ελπίδας.
Ο Φάλαντα ενσωματώνει όμως στην αφήγησή του και μια συγκινητική και πικρή ερωτική ιστορία: αυτήν ανάμεσα στον Πάγκελ και στην αγαπημένη του Πέτρα. Εκείνη είναι αφελής, αυτός θεωρεί τη σχέση τους υποκατάστατο της φτώχειας τους, ώσπου εκείνη μεν να απαλλαγεί από την αφέλειά της και εκείνος να συνειδητοποιήσει κάποια στιγμή πόσο άθλια της έχει φερθεί. Δεν είναι ο μόνος. Η μητέρα του, τυπική βερολινέζα μεσοαστή, δεν εγκρίνει τη σχέση του γιου της με την Πέτρα, την οποία περιφρονεί και δεν το κρύβει. Αλλά τόσο η αφελής Πέτρα όσο και ο μηδενιστής Πάγκελ θα οδηγηθούν στο τέλος, μέσα από μια σειρά περιπετειών που περιγράφει με μαεστρία ο Φάλαντα, στην πικρή αυτογνωσία.
Ελπίζω αυτό το εντυπωσιακό έργο να αγαπηθεί και από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Η μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου, ιδίως των διαλόγων, είναι εξαιρετική, όπως και η επιμέλεια.