Σε μια χαρακτηριστική αποστροφή της ομιλίας του κατά την τελετή ορκωμοσίας, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ανέφερε πως «η δημοκρατία είναι πολύτιμη, η δημοκρατία είναι εύθραυστη, και σήμερα, φίλοι μου, η δημοκρατία νίκησε», θέλοντας έτσι να δώσει το στίγμα της προεδρίας του.
Είχαν προηγηθεί η εισβολή στο Καπιτώλιο από εξτρεμιστικά στοιχεία, ένα δίμηνο αντεγκλήσεων και αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος από τον Τραμπ και βέβαια οι προεδρικές εκλογές σε ένα άκρως πολωμένο κλίμα. Στη δε προεδρία Τραμπ η δημοκρατία και τα θεσμικά της αντίβαρα δοκιμάστηκαν αρκετές φορές, άλλες φορές με επιτυχία και άλλες όχι.
Ωστόσο φαινόμενα ριζοσπαστικοποίησης που προϋπήρχαν στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος ενεργοποιήθηκαν και ενισχύθηκαν, όπως φάνηκε σε αρκετές περιπτώσεις, με αποκορύφωμα τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ, όπως βέβαια και την εισβολή στο Καπιτώλιο.
Ο τυχοδιώκτης Τραμπ έκλεινε το μάτι στην υπέρμετρη χρήση βίας από τους αστυνομικούς, μιλώντας το περασμένο καλοκαίρι για τον νόμο και την τάξη, και λίγους μήνες μετά παρακινούσε τους ψηφοφόρους του να αντιταχθούν στην επικύρωση της νίκης Μπάιντεν, αναιρώντας στην πράξη τον νόμο και την τάξη.
Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, μεταξύ άλλων, αμφισβήτησε την επιστήμη (ακόμα και τον SARS-CoV-2 από τον οποίο τελικά ασθένησε), προσπάθησε να αναιρέσει με νόμους την επένδυση και απορρόφηση μεταναστών από όλον τον κόσμο (εκ των βασικών συστατικών της επιτυχίας των ΗΠΑ) και τουιτεροποίησε την πολιτική, όχι μόνο προκαταλαμβάνοντας αποφάσεις και αξιωματούχους μέσω των social media αλλά και εκπέμποντας έναν λαϊκιστικό, ρηχό και εύπεπτο δημόσιο λόγο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι άτομα που βρίσκονταν στο κοινωνικό περιθώριο, με μικρό αριθμό ακολούθων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έφτασαν τους 1+ εκατομμύριο ακολούθους, πολλαπλασιάζοντας την απήχησή τους ώστε να προωθούν το κεντρικό αφήγημα Τραμπ, που στον πυρήνα του ήταν αντισυστημικό (κόντρα σε κάθε είδους κατεστημένο, συμπεριλαμβανομένου του ρεπουμπλικανικού), ρατσιστικό, φοβικό απέναντι στη διαφορετικότητα, καταγγελτικό και επιθετικό έναντι της άλλης άποψης.
Ο Τραμπ εκμεταλλεύθηκε ένα ισχυρό συντηρητικό ιδεολογικό ρεύμα που σοβούσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, εκφράστηκε με κάποιον τρόπο από το Κίνημα του Τσαγιού της Σάρα Πέιλιν και επανέκαμψε δυναμικότερα σε πιο φονταμενταλιστική μορφή μετά το 2016.
Ωστόσο, ο Τραμπ δεν ήταν ιδεολόγος, ούτε άλλωστε είχε τη συγκρότηση για να υποστηρίξει κάτι τέτοιο. Βασίστηκε τόσο στην απογοήτευση, την οποία με τον λόγο του μετέτρεψε σε οργή, όσων συμπατριωτών του χρεώνουν στην παγκοσμιοποίηση και στις ελίτ τις οικονομικές δυσκολίες, την ανεργία και την έλλειψη προοπτικής, όσο και στον απολιτίκ χαρακτήρα μιας σημαντικής μερίδας του πληθυσμού, που απέχει των πολιτικών ζυμώσεων.
Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ γαλουχήθηκε από τον πασίγνωστο και αμφιλεγόμενο νομικό Ρόι Κον, ο οποίος φαίνεται να ήταν ο μέντοράς του. Επρόκειτο για μια διαβολική προσωπικότητα που έφτανε την κατάσταση στα άκρα και απαντούσε στους επικριτές του με απόλυτο και περιφρονητικό τρόπο ώστε να αποφεύγουν την αντιπαράθεση μαζί του.
Φέρνοντας αυτή την αντίληψη στην πολιτική, ο Τραμπ δαιμονοποίησε τα μίντια, τους πολιτικούς του αντιπάλους και εξοικείωσε το κοινό του (κυρίως αλλά όχι μόνο τους «ξεχασμένους» λευκούς των κεντρικών και νότιων Πολιτειών) με τη μισαλλοδοξία και τον φανατισμό.
Βρήκε πρόσφορο έδαφος όχι μόνο στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και στην πολυεπίπεδη κρίση στο εσωτερικό αλλά και στη διεύρυνση των ανισοτήτων, στην απώλεια εμπιστοσύνης σε θεσμούς και πολιτικούς και στην εξασθένηση του πολιτικού κέντρου. Αξιοποίησε, εξίσου, και τον δικαιωματισμό της άλλης πλευράς, ο οποίος συν τω χρόνω υιοθέτησε – στην πιο αριστερή του έκφανση – έναν αρτηριοσκληρωτικό πολιτικό καθωσπρεπισμό, που αγνοούσε την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα.
Μα κυρίως ο Τραμπ προσπάθησε να εμπεδώσει την αίσθηση του υπεράνω των νόμων και του συντάγματος, σε μια εντελώς στρεβλή θεώρηση της λαϊκής κυριαρχίας, προφανώς κατά το δοκούν και με μοναδικό κριτήριο την υποστήριξη του ηγέτη.
Η τοξικότητα του Τραμπ μπορεί να μην είναι πλέον καθημερινό φαινόμενο, εντούτοις η αμερικανική δημοκρατία θα πρέπει να δείξει πιο εμφατικά την ανθεκτικότητά της και να επανακάμψει. Αναγκαία συνθήκη είναι ο πρόεδρος Μπάιντεν να κάνει πράξη την υπόσχεσή του πως όλη του η ψυχή βρίσκεται στο να ενώσει μια βαθιά διαιρεμένη και τραυματισμένη χώρα.
Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής του ΙΔΙΣ και αναλυτής διεθνών θεμάτων του ANT1.