Οι ευρωτουρκικές σχέσεις μεταβάλλονται όπως τα πιο πολλά επίκαιρα ζητήματα στη διεθνή σκηνή. Επικρατεί πια η άποψη ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας δυστυχώς δεν υφίσταται και το ζητούμενο είναι ποια μορφή θα πάρουν οι σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών.

Το βασικό ζήτημα για την Ελλάδα είναι η διατήρηση της σύνδεσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων με τα ευρωτουρκικά ως μοχλός πίεσης που «κανονίζει» τη συμπεριφορά της Τουρκίας. Αυτό εξασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό εντός ενός θεσμοθετημένου πλαισίου όπως αυτό των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, όπου η υποψήφια προς ένταξη χώρα κρίνεται συνεχώς. Η προαναφερόμενη διαδικασία έχει ουσιαστικά κριθεί αποτελεσματική εφόσον η υποψήφια προς ένταξη χώρα θεωρεί ότι, όσο δύσκολες μπορεί να είναι οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, ο στόχος της ένταξης δεν πρέπει να χαθεί. Οταν όμως δεν είναι αυτή καθαυτή η προτεραιότητα, τα πράγματα δυσκολεύουν, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Τουρκίας, η οποία δεν επιθυμεί την ένταξή της με τους όρους που τη δεσμεύει η διαδικασία, σε μια περίοδο όπου οι προθέσεις της είναι η περαιτέρω αυτονόμησή της, ακόμη και ο στρατηγικός της προσανατολισμός μακριά από την Ενωση και τη Δύση.

Ανεξαρτήτως ηγεσίας και προσανατολισμού, η Τουρκία είναι και παραμένει μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη, με δυναμική περαιτέρω εξέλιξης που την κατατάσσει πια στην κατηγορία χωρών όπως η Κίνα και η Ρωσία ως ταυτόχρονα εταίρος της ΕΕ, ανταγωνιστής, αλλά και εν δυνάμει αντίπαλος. Ως εκ τούτου, η μετάλλαξη των ευρωτουρκικών σχέσεων σε κάποιο είδος ειδικής σχέσης ή μιας σχέσης στην οποία πρωτοστατεί μια αναβαθμισμένη τελωνειακή ένωση, παρουσιάζει ιδιαίτερες προκλήσεις για την Ελλάδα εάν αυτές οι εξελίξεις επηρεάσουν τη δυνατότητα επιρροής της χώρας μας στη διαμόρφωση του νέου ευρωτουρκικού πλαισίου.

Η αποτυχία της ΕΕ να δημιουργήσει μια αποτελεσματική πολιτική προς την Τουρκία είναι το ζητούμενο. Το «πάγωμα» και η επακόλουθη απομάκρυνση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων έχει αφαιρέσει από την Ενωση το αποτελεσματικό εργαλείο της αιρεσιμότητας. Αυτή η εξέλιξη ταυτόχρονα με τις τεράστιες διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών για το πώς να αντιμετωπιστεί η Τουρκία σηματοδοτούν μια διαπραγμάτευση μεταξύ Βρυξελλών και Αγκυρας μεταξύ ίσων. Κρίνονται πια και οι δύο πλευρές. Για την ΕΕ, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών-μελών της δυσκολεύουν τη δυνατότητα της να επιβάλει την ατζέντα της σε μια σειρά από ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, η άμυνα, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας κ.ά.

Για την Τουρκία, η συνεχόμενη απειλή της περαιτέρω ενεργοποίησης της εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού όπως και η δυνατότητα να προκαλεί συνεχή αναταραχή στην Ανατολική και Κεντρική Μεσόγειο φέρνει τον διάλογο με την ΕΕ στα μέτρα της. Ταυτόχρονα, όμως, αποσταθεροποιεί την οικονομία της με την απομάκρυνση φερέγγυων ξένων θεσμικών επενδυτών, σε μεγάλο βαθμό λόγω των συνεπειών της μετάλλαξης του συνταγματικού πλαισίου με την εφαρμογή ενός συστήματος εκτελεστικής προεδρίας που έχει προκαλέσει ποικίλες θεσμικές και διοικητικές αρρυθμίες και μια ταχεία πτώση στην εμπιστοσύνη των πολιτών της, αλλά και των επενδυτών, στην απονομή δικαιοσύνης και λειτουργίας του κράτους δικαίου.

Λόγω των σημερινών συνθηκών και την αδυναμία και απροθυμία της ΕΕ να διαμορφώσει μια νέα στρατηγική για την Τουρκία (κάτι που ο γράφων θεωρεί απαραίτητο), η συζήτηση περί αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού της τελωνειακής ένωσης ή μιας ειδικής σχέσης κερδίζει έδαφος. Για την ΕΕ, μια θεσμοθετημένη προσέγγιση θα της έδινε πίσω κάποια από τη χαμένη επιρροή της στη διαμόρφωση των εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών της Αγκυρας. Για την Τουρκία, μια τέτοια εξέλιξη θα της έφερνε πολλαπλά οφέλη, όπως η επιβράδυνση της αρνητικής εικόνας ως κορυφαίος οικονομικός προορισμός για ξένους επενδυτές επιφέροντας αλλαγές στην ανορθόδοξη οικονομική και νομισματική πολιτική της κυβέρνησής της και κάποιες αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις.

Επίσης, η προσέγγιση αυτή θα βοηθούσε στο να αντιστραφεί η μεγέθυνση της αρνητικής κοινής γνώμης σε ευρωπαϊκές χώρες με τις οποίες η Τουρκία έχει προνομιακές σχέσεις. Η τουρκική κυβέρνηση δεν μπορεί να λησμονήσει το γεγονός ότι παρά την επιδείνωση των ευρωτουρκικών σχέσεων τα τελευταία χρόνια, η πλειοψηφία του τουρκικού λαού συνεχίζει να επιθυμεί την ένταξη της χώρας τους στην ΕΕ. Μια πρόσφατη ετήσια ποιοτική έρευνα της τουρκικής κοινής γνώμης από το Πανεπιστήμιο Kadir Has δείχνει ότι το 52,8% των τούρκων πολιτών επιθυμούν την ένταξη της χώρας τους στην ΕΕ.

Για την Ελλάδα, μια νέα ευρωτουρκική προσέγγιση ελλοχεύει κινδύνους εάν δεν εμπεριέχει τα ερείσματα που της παρέχει η ενταξιακή διαδικασία δεσμεύοντας την Αγκυρα να επιλύσει τις διμερείς εκκρεμότητές της με κράτη-μέλη της ΕΕ με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο και συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς. Για αυτόν τον λόγο, η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή παρά να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας ευρωπαϊκής προσέγγισης, επιβάλλοντας προϋποθέσεις και συγκεκριμένες ρήτρες σε έναν μηχανισμό παρακολούθησης της υλοποίησης των συμφωνηθέντων από την Τουρκία.

Ταυτόχρονα, η χώρα χρειάζεται να επεκτείνει το ολοένα αυξανόμενο κύρος της εντός της Ενωσης δουλεύοντας ταυτόχρονα υπέρ της διαμόρφωσης μιας πιο ουσιαστικής ΕΕ που μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της νέας γεωπολιτικής εποχής και να αντιμετωπίσει το πλέγμα των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων που τη συνδέουν με την Τουρκία. Η Ελλάδα πρέπει να έχει λόγο και σε ζητήματα που μπορεί να μην την αφορούν άμεσα. Μόνο μια ολιστική προσέγγιση θα εξασφάλιζε τις απαραίτητες εγγυήσεις ότι η αλλαγή πολιτικής δεν θα επιφέρει αρνητικές συνέπειες για τη χώρα.

Ο κ. Δημήτρης Τριαντάφυλλου είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης και μέλος του Ελληνοτουρκικού Φόρουμ.