Οι διερευνητικές επαφές εξαρχής στόχευαν στη συζήτηση για να προσδιοριστεί ο τρόπος και η μέθοδος για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Το μείζον ζήτημα ήταν πώς οι δύο χώρες θα οδηγηθούν στη διαπραγμάτευση για την οριοθέτηση. Αυτή η διαδικασία θα ήταν το πρώτο βήμα, για να ακολουθήσει σε περίπτωση μη συμφωνίας προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης με συμφωνία/συνυποσχετικό.
Η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης με μέγιστο όριο τα 12 ν.μ., αλλά με διαφοροποιημένη βάση, θα ήταν προκαταρκτικό ζήτημα. Θα ήταν δηλαδή σε διαφορετικό εύρος σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, ανάλογα με τις ανάγκες της διεθνούς ναυσιπλοΐας όλων των χωρών, αλλά και με παράμετρο την εξασφάλιση ανοικτής θάλασσας, ο βυθός της οποίας αποτελεί υφαλοκρηπίδα που θα μπορεί να κατανεμηθεί με οριοθέτηση ανάμεσα στις δύο χώρες. Η οριστικοποίηση της αιγιαλίτιδας ζώνης είναι απαραίτητη, διότι το εξωτερικό όριο του βυθού της αποτελεί την έναρξη του ορίου της υφαλοκρηπίδας για καθεμία χώρα.
Η διαπραγμάτευση για συμφωνία οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας είναι υποχρεωτική για τις δύο χώρες. Η θέσπιση διευρυμένου, κυμαινόμενου, ορίου αιγιαλίτιδας ζώνης είναι μονομερής και πρέπει να προηγηθεί. Πρέπει να γίνει με τρόπο τέτοιο που να ικανοποιεί την απαίτηση των δύο πλευρών να διαπραγματευτούν οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι το ζήτημα της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης συνιστά διαφορά από τη στιγμή που αμφισβητείται. Δεν θα είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης ούτε συμφωνίας, αλλά θα κινείται στο επίπεδο των παραπάνω. Η θέσπιση της επιλεκτικής επέκτασης αιγιαλίτιδας ζώνης ανήκει στην κυρίαρχη ευχέρεια της χώρας.
Η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης, ως διαφορά Ελλάδας/Τουρκίας, είναι δυνατόν, στο πλαίσιο συναντίληψης, να αντιμετωπισθεί στη διερευνητική φάση λελογισμένα και με αμοιβαία ενημέρωση, ώστε να είναι γνωστοί οι τρόποι και τα κριτήρια της επέκτασης από την κάθε πλευρά, συμβάλλοντας να αρθούν αντιδράσεις ή αμφισβητήσεις. Ισως αυτός να είναι ένας λόγος να ακυρωθεί το casus belli. Η κυμαινόμενη επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης μετριέται διαφορετικά από διαφορετικές ακτές και θα εξασφαλίσει ανοικτή θάλασσα προς οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας. Παράλληλα με τη διαφοροποίηση θα διασφαλίζεται η διεθνής ναυσιπλοΐα με καθεστώς ανοικτής θάλασσας και όχι αβλαβούς διέλευσης ή πλου διέλευσης μέσω διεθνών στενών. Ετσι προέκυψε το 2003 μια πρόταση των 10 ν.μ. στο ΒΑ Αιγαίο και στο υπόλοιπο 12 ν.μ. με διάδρομο ανοικτής θάλασσας μεταξύ Κυκλάδων και Δωδεκανήσων. Η επιλεκτική επέκταση αιγιαλίτιδας ζώνης πρέπει να προηγηθεί της διαπραγμάτευσης επί οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, διότι δεν είναι δυνατόν μετά.
Επίσης αναλόγως με το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης θα εναρμονιστεί – ακόμη και μειωμένο – το αντίστοιχο του εναερίου χώρου. Θέματα σχετικά με το τουρκικό θεώρημα περί «γκρίζων ζωνών» και την απαίτηση αποστρατιωτικοποίησης των ανατολικών νησιών της Ελλάδος ετίθεντο εκτός συζήτησης (non-issue).
Οι δύο χώρες ξεκίνησαν τις διερευνητικές επαφές τον Μάρτιο του 2002. Χαρακτηριστικά των διερευνητικών είναι ο άτυπος, αυστηρά εμπιστευτικός χαρακτήρας τους, δεν αποτελούν διαπραγμάτευση, αλλά τη βοηθούν να εκκινήσει. Η ανταλλαγή απόψεων μέσω ανεπίσημων εγγράφων (non-papers) στοχεύει στην κατανόηση των θέσεων, θεμιτών συμφερόντων και επιχειρημάτων της άλλης πλευράς. Οι διεργασίες για τη διαμόρφωση κοινής θέσης και δήλωσης είναι ad referendum, δηλαδή υπό την έγκριση της πολιτικής ηγεσίας κάθε χώρας. Οι συζητήσεις δεν είναι δεσμευτικές – ισχύει το nothing is agreed till everything is agreed – ούτε τηρούνται κοινά πρακτικά. Στόχος των αντιπροσωπειών είναι η διατύπωση σχεδίου κοινού ανακοινωθέντος με προηγούμενη επιλεκτική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης. Στο ανακοινωθέν θα αποφασίζεται η έναρξη των διαπραγματεύσεων και θα διατυπώνονται το πλαίσιο των αρχών, οι σχετικές διαδικασίες και τα χρονοδιαγράμματα, καθώς και η πρόβλεψη προσφυγής στη διεθνή δικαιοσύνη, εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μέσω των διαπραγματεύσεων.
Η Τουρκία σε καταληκτικές περιπτώσεις συναινούσε σε αυτό το άτυπο, μη δεσμευτικό πλαίσιο, αλλά είχε τη συνήθεια να επαναδιατυπώνει τη φιλοσοφία της περί comprehensive settlement, δηλαδή να επιλυθούν όλες όσες θεωρεί ελληνοτουρκικές διαφορές. Εναλλακτικά επανέφερε για διάλογο θέματα όπως τα γνωστά περί «γκρίζων ζωνών» και αποστρατιωτικοποίησης ορισμένων νησιών του Αν. Αιγαίου. Ενίοτε δε επέμενε να διατηρηθεί και να μην επεκταθεί το υφιστάμενο εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδος. Επί όλων αυτών των ζητημάτων η Ελλάδα διαχειρίστηκε τον διάλογο με επιτυχία και περιόρισε την ατζέντα της διαπραγμάτευσης στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, και της ΑΟΖ, αφού έχει προηγηθεί η επιλεκτική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης, ένα θέμα που παραμένει σε εκκρεμότητα. Επίσης η Ελλάδα δεν μπήκε σε συζήτηση όταν η Τουρκία έθετε την αποστρατιωτικοποίηση ή τις «γκρίζες ζώνες» με την προοπτική του διαπραγματευτικού ανταλλάγματος.
Οι διερευνητικές του 2002-2003 ήταν εντατικές. Ομως, εν όψει εκλογών στις αρχές του 2004, τα χρονικά όρια για να νομοθετηθεί η επιλεκτική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης δεν επαρκούσαν. Η επόμενη κυβέρνηση είχε διαφορετική ατζέντα. Δεν νομοθέτησε ενώ ήρε τον όρο των Συμπερασμάτων του Ελσίνκι για τη σύναψη συνυποσχετικού μέχρι τα τέλη του 2004. Εκτοτε διατηρήθηκε το πλαίσιο των διερευνητικών επαφών, οι συναντήσεις ατόνησαν, αλλά ξαναβρήκαν ρυθμό από το 2006. Μέσω non-papers η τουρκική πλευρά συντηρούσε τις συναντήσεις με αιτήματα ως διαφορές. Οι συναντήσεις ανανεώθηκαν από το 2010. Δύο φορές πλησίασαν σε συμφωνία στις διερευνητικές, στο τέλος του 2003 η πρώτη και του 2010 η δεύτερη.
Επί υπουργίας Ευάγγελου Βενιζέλου άλλαξε η ατζέντα και αντί επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης, δόθηκε η οδηγία στην ελληνική αντιπροσωπεία να διερευνηθεί εάν υπάρχει κοινή αντίληψη περί των αρχών και μεθόδων οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Συμπληρώθηκε με τη διερεύνηση κοινού εδάφους για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο. Το 2015, επέστρεψε η ατζέντα του 2010.
Εν κατακλείδι, μονόδρομος για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ είναι η διαπραγμάτευση και οι διερευνητικές επαφές αποτελούν τον προθάλαμό της.
Ο κ. Πέτρος Λιάκουρας είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και διευθυντής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές», στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.