Το βιογραφικό της Επιτρόπου Υγείας παραθέτει η εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), σχολιάζοντας παράλληλα τους χειρισμούς της στο θέμα των εμβολιασμών. Όπως επισημαίνει, η Στέλλα Κυριακίδου «σπούδασε Ψυχολογία στο Ρέντινγκ και στο Μάντσεστερ. Το καταλαβαίνει κανείς όταν μιλάει αγγλικά. Άρχισε τη σταδιοδρομία της στο κυπριακό υπουργείο Υγείας το 1979 ως ψυχολόγος για παιδιά και νέους. Αργότερα έγινε γνωστή στον αγώνα για την καταπολέμηση του καρκίνου.
Η ίδια έχει νοσήσει δύο φορές, ενώ από το 2004 διευθύνει την οργάνωση Europa Donna, έναν σύνδεσμο ομάδων αυτοβοήθειας που στηρίζει την προσπάθεια για έγκαιρη πρόληψη και αντιμετώπιση της ασθένειας. Το 2006 εξελέγη στην κυπριακή Βουλή με το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα ΔΗΣΥ, στο οποίο ανήκε μέχρι την αναχώρησή της για τις Βρυξέλλες το 2019. Το προφίλ της ταίριαζε ιδανικά με τη νέα της θέση, στην οποία θα πρέπει να εκπληρώσει μία κύρια προεκλογική υπόσχεση των Ευρωπαίων Χριστιανοδημοκρατών: μία ευρωπαϊκή στρατηγική για την καταπολέμηση του καρκίνου».
Η εφημερίδα της Φρανκφούρτης αξιολογεί με κριτική διάθεση τους χειρισμούς της Επιτρόπου στο ζήτημα των εμβολίων: «Όταν η Κομισιόν άρχισε να δέχεται κριτική για τα προβλήματα στην παράδοση των εμβολίων, δεν θέλησε να δώσει στόχο. Φυσικά η διαπραγμάτευση για τα συμβόλαια είχε γίνει υπό τη δική της πολιτική επίβλεψη. Η ίδια δεν επέδειξε τη διαφάνεια, την οποία τώρα απαιτεί από τις κατασκευάστριες εταιρίες. Ελάχιστες λεπτομέρειες αποκάλυπτε στην αρχή, επί σειρά ημερών δίνονταν εσφαλμένες πληροφορίες και αυτό ενίσχυε την εντύπωση ότι η Κομισιόν δεν είχε υπό έλεγχο την κατάσταση».
«Τα νεύρα έχουν κλονιστεί»
«Αντιπαραγωγική» κρίνει την επίθεση στη φαρμακευτική βιομηχανία η ελβετική εφημερίδα Neue Zürcher Zeitung (ΝΖΖ). Όπως επισημαίνει «στις πρωτεύουσες σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών χωρών τα νεύρα έχουν κλονιστεί. Καθημερινά οι πολιτικοί αντιμετωπίζουν την κατηγορία ότι έχουν καθυστερήσει με τα προγράμματα εμβολιασμού απέναντι στις ΗΠΑ ή ακόμη και απέναντι στο Ισραήλ. Πιο γρήγορα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κινείται μόνο η Μ.Βρετανία, η οποία όμως έχει εγκαταλείψει την ΕΕ και ακολουθεί τον δικό της δρόμο. Με δεδομένη την τεράστια πίεση, το τελευταίο που χρειάζονται αυτή τη στιγμή οι Ευρωπαίοι ηγέτες και τα μέλη της Κομισιόν είναι η είδηση για προβλήματα στην παρασκευή εμβολίων. Αλλά ήταν δεδομένο ότι δεν θα κυλήσουν όλα ομάλα, ιδιαίτερα στο αρχικό στάδιο μίας τόσο γιγαντιαίας επιχείρησης, όπως η παρασκευή δεκάδων εκατομμυρίων νέων εμβολίων για μία πρωτόγνωρη πανδημία».
Το σχόλιο της Süddeutsche Zeitung: «Το γεγονός ότι η AstraZeneca μπορεί να προμηθεύσει λιγότερα εμβόλια από όσα είχε συμφωνήσει, είναι μία ακόμη αποτυχία για την ΕΕ. Ακόμα χειρότερα: Υπάρχει η υποψία ότι η εταιρεία προσπαθεί να κοροϊδέψει την ΕΕ. Η επιχείρηση έχει εισπράξει σημαντική προπληρωμή, αλλά προφανώς δεν άρχισε να παρασκευάζει εγκαίρως τις δόσεις που είχαν παραγγελθεί- ή ενδεχομένως το πολύτιμο εμπόρευμα έχει πωληθεί αλλού».
AstraZeneca: «Κάνουμε ό,τι υποσχεθήκαμε»
Μία απάντηση στις αιτιάσεις της Κομισιόν- και όχι μόνο- για καθυστερημένη προμήθεια εμβολίων δίνει ο επικεφαλής της AstraZeneca Πασκάλ Σοριό, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Die Welt. Απαντώντας στο ερώτημα, εάν είχε δώσει συγκεκριμένες υποσχέσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Σοριό απαντά: «Αυτό δεν ισχύει. Αυτό που υποσχεθήκαμε ήταν να καταβάλλουμε best effort, τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια. Ο λόγος ήταν ότι οι Βρυξέλλες ήθελαν να παραλάβουν τα εμβόλια λίγο-πολύ ταυτόχρονα με τους Βρετανούς, παρότι εκείνοι είχαν υπογράψει τρεις μήνες νωρίτερα. Γι αυτό είπαμε ότι θα το προσπαθήσουμε, αλλά δεν είχαμε δεσμευθεί με κάποιο συμβόλαιο. Μας αρέσουν οι φιλόδοξοι στόχοι, αλλά δεν είχαμε δώσει καμία εγγύηση».
Ακολουθεί ένα συγκεκριμένο ερώτημα της εφημερίδας: «Πόσες δόσεις του εμβολίου θα λάβει η ΕΕ τον Φεβρουάριο;» Η απάντηση του Πασκάλ Σοριό: «Λαμβάνοντας την έγκριση, τις επόμενες ημέρες, θα προμηθεύσουμε τρία εκατομμύρια δόσεις. Κάθε εβδομάδα θα ακολουθούν και άλλες, μέχρι να φτάσουμε τα 17 εκατομμύρια. Θα διαμοιραστούν ανάλογα με τον πληθυσμό κάθε χώρας, με τη Γερμανία να λαμβάνει περίπου τρία εκατομμύρια σε έναν μήνα».
Γιάννης Παπαδημητρίου