Η «ακτινογραφία» της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και οι δυνατότητές της να εκσυγχρονιστεί στη μετά COVID-19 εποχή παρουσιάζονται στη νέα έρευνα της διαΝΕΟσις, που δημοσιεύεται κατ’ αποκλειστικότητα στο «Βήμα».
Η έρευνα, υπό την εποπτεία του καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του ΕΚΠΑ Δημήτρη Α. Σωτηρόπουλου, είναι υπό μια έννοια συμπληρωματική στην πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη, τόσο στο διαπιστωτικό σκέλος, όσο και ως προς τις προτάσεις πολιτικής.
Οπως διαπιστώνεται, παρά την πρόοδο των τελευταίων δεκαετιών, τα θεμελιώδη προβλήματα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης παραμένουν: υπερβολική – ακόμα και για τα νοτιοευρωπαϊκά μέτρα – κομματικοποίηση, πελατειακές τάσεις στις προσλήψεις μη μόνιμων, έκτακτων, εποχικών και άλλων υπαλλήλων και μετακλητών στελεχών, υπερσυγκεντρωτισμός στη λήψη αποφάσεων, αργές και συχνά αναποτελεσματικές μέθοδοι οργάνωσης της εργασίας, πολυνομία και κακονομία, βαθύ χάσμα ανάμεσα στις ρυθμίσεις που θεσπίζονται και τις πρακτικές που ακολουθούνται («χάσμα εφαρμογής»), κακή χρήση ανθρώπινων πόρων (ακατάλληλοι υπάλληλοι σε ακατάλληλες θέσεις) και κατά τόπους εκτεταμένη διαφθορά.
Οργανωτικά προβλήματα
Σύμφωνα με την έρευνα, στο πεδίο της οργάνωσης και λειτουργίας της διοίκησης τα χρόνια προβλήματα εκδηλώνονται με τις εξής μορφές:
⦁ Συγκεντρωτισμός. Οι κεντρικές και αποκεντρωμένες υπηρεσίες (οι 7 Αποκεντρωμένες Διοικήσεις) και τα εκατοντάδες εποπτευόμενα ΝΠΔΔ εξαρτώνται λειτουργικά, οικονομικά, ακόμα και επιχειρησιακά, από αποφάσεις του εκάστοτε αρμόδιου υπουργείου.
⦁ Απουσία διοικητικής «ελίτ», ικανής και ελεύθερης να δράσει σχετικά αυτόνομα από τους εκάστοτε πολιτικούς προϊσταμένους της διοίκησης. Τον ρόλο αυτόν παίζουν μετακλητοί υπάλληλοι (γενικοί γραμματείς υπουργείων και σύμβουλοι υπουργών), ενώ οι υπηρεσιακοί γραμματείς – εκ των μόνιμων υπαλλήλων – επελέγησαν πολύ πρόσφατα, εντός του 2020.
⦁ Εντονος «φορμαλισμός» (νομικισμός). Η ελληνική διοίκηση σπάνια υπήρξε «διοίκηση αποτελεσμάτων», αφού η τυπολατρική τήρηση των βημάτων κάθε διαδικασίας συχνά υπονομεύει την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος.
Τα στοιχεία για το μέγεθος
Ως προς το ανθρώπινο δυναμικό, οι ιδιομορφίες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης είναι υπαρκτές, αλλά διαφορετικές από ό,τι σε γενικές γραμμές θεωρείται.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τους ερευνητές της διαΝΕΟσις, το μέγεθος του ελληνικού Δημοσίου (περιλαμβανομένων και των ΔΕΚΟ) δεν είναι μεγάλο: Τον Νοέμβριο του 2020 υπηρετούσαν περίπου 828 χιλιάδες τακτικοί και έκτακτοι υπάλληλοι συνολικά στον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αναλογικά, το σύνολο αυτό δεν είναι διαφορετικό από τον μέσο όρο των αντίστοιχων διοικήσεων των χωρών του ΟΟΣΑ. Οι απασχολούμενοι στο Δημόσιο το 2020 αποτελούσαν το 17,5% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, έναντι περίπου 18% στον ΟΟΣΑ.
Με βάση τα στοιχεία προηγούμενων ετών, το σύνολο των εργαζομένων στις δημόσιες υπηρεσίες στην Ελλάδα (δηλαδή εκτός των υπαλλήλων των ΔΕΚΟ) αντιστοιχούσε στο 12% της συνολικής απασχόλησης. Το ποσοστό αυτό ήταν ανάλογο με εκείνο της Ιταλίας και της Πορτογαλίας (13%), της Ισπανίας (11%) και χαμηλότερο άλλων χωρών, όπως, π.χ. της Γαλλίας (21%).
Ελλείψεις λόγω ανισοκατανομής
Παρά ταύτα, συχνά γίνεται λόγος για ελλείψεις προσωπικού σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες. «Το κύριο πρόβλημα λοιπόν δεν είναι το μέγεθος του προσωπικού αλλά η ανισοκατανομή του» διαπιστώνεται στην έρευνα και επισημαίνεται ότι αυτή είναι φανερή σε δύο επίπεδα:
α) Στην υπερβολική συγκέντρωση προσωπικού στο κέντρο, σε σύγκριση με τις περιφέρειες και τους δήμους της χώρας. Το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων στην κεντρική διοίκηση είναι ίσο ή υψηλότερο του 80% του συνόλου των υπαλλήλων, ενώ σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό είναι πολύ χαμηλότερο.
β) Στη συγκέντρωση προσωπικού με συγκριτικά πολύ υψηλότερα μορφωτικά προσόντα στην κεντρική διοίκηση και όχι στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπου συνήθως δεν υπάρχει προσωπικό με υψηλές δεξιότητες.
Αυτές οι ιδιομορφίες συνδέονται με δύο χαρακτηριστικά, τα οποία, παρά τις εξαιρέσεις (π.χ. στις περιόδους κρίσεων, όπως της τρέχουσας πανδημίας), είναι παγιωμένα: η μεγάλη έκταση της πολιτικοποίησης της διοίκησης και ο χαμηλός βαθμός του επαγγελματισμού της.
Προτάσεις με το βλέμμα στην επανεκκίνηση
Με αφορμή την εκδήλωση της πανδημίας και την ανάγκη για επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας και του κράτους, η έρευνα της διαΝΕΟσις καταλήγει στη διατύπωση επτά προτάσεων. Ειδικότερα:
⦁ Ψηφιοποίηση περισσότερων υπηρεσιών της δημόσιας διοίκησης προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
⦁ Αποτελεσματικότερη ένταξη των αποφοίτων της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΣΔΔΑ) στις υψηλόβαθμες θέσεις.
⦁ Διεύρυνση της ήδη επιχειρούμενης ευελιξίας της δημόσιας διοίκησης και επέκταση της τηλεργασίας στο Δημόσιο.
⦁ Δημιουργία μόνιμων δικτύων συνεργασίας μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων, εκπροσώπων των κοινωνικών εταίρων και εμπειρογνωμόνων.
⦁ Συλλογή και ανάλυση δεδομένων, αφενός, για την ανταπόκριση των υπαλλήλων στις προκλήσεις της πανδημίας και, αφετέρου, για την εμπειρία, τις στάσεις και τις αντιλήψεις των ίδιων των υπαλλήλων στη διάρκεια της πανδημίας.
⦁ Επανεξέταση των μεγεθών πλεονάζοντος και ελλείποντος προσωπικού και περαιτέρω διευκόλυνση της οριζόντιας μετακίνησης υπαλλήλων.
⦁ Περιορισμός της πολυνομίας με εφαρμογή των νέων σχετικών ρυθμίσεων για την καλή νομοθέτηση (Ν. 4622/2019, σε αντικατάσταση του Ν. 4048/2012).