Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποφάσισε στις 2 Νοεμβρίου 2005 να ανακηρύξει την 27η Ιανουαρίου Διεθνή Ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος από το ναζιστικό καθεστώς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ημερομηνία επιλέχθηκε επειδή στις 27 Ιανουαρίου 1945 τα προελαύνοντα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Άουσβιτς – Μπίρκεναου στην Πολωνία.
Το σχέδιο της απόφασης αυτής, όπως αναφέρει το sansimera, που υποβλήθηκε από το Ισραήλ και υποστηρίχθηκε από 89 χώρες, «καλεί τα κράτη – μέλη να επεξεργαστούν προγράμματα εκπαίδευσης που θα μεταδώσουν στις μελλοντικές γενεές τα διδάγματα του Ολοκαυτώματος και να βοηθήσουν να προλαμβάνονται πράξεις γενοκτονίας».
Στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, της μεγαλύτερης γενοκτονίας στην παγκόσμια ιστορία, υπολογίζεται ότι μόνο στα στρατόπεδα εξολόθρευσης θανατώθηκαν, με τουφεκισμό, καταναγκαστική εργασία, απαγχονισμό και δηλητηριώδη αέρια περίπου τρία εκατομμύρια Εβραίοι. Το σύνολο των Εβραίων που θανατώθηκαν από την άνοδο του Ναζιστικού Κόμματος στην εξουσία μέχρι την κατάρρευσή του ανέρχεται σε έξι περίπου εκατομμύρια. Οι πρακτικές εξόντωσης των Ναζί δεν εξαντλήθηκαν στους Εβραίους.
Το Ολοκαύτωμα χαρακτηρίστηκε από την αποτελεσματική και συστηματική προσπάθεια βιομηχανικής κλίμακας για τη συγκέντρωση και δολοφονία όσων περισσότερων θυμάτων ήταν δυνατό, χρησιμοποιώντας όλους τους πόρους και την τεχνολογία που ήταν διαθέσιμα στο ναζιστικό κράτος.
Για παράδειγμα, με τη χρήση υπολογιστικών μηχανών της εταιρίας Dehomag δημιουργούνταν και ανανεώνονταν λεπτομερείς λίστες των υποψήφιων θυμάτων, και οι δολοφονίες καταγράφονταν σε λεπτομερή αρχεία. Καθώς οι κρατούμενοι έμπαιναν στα στρατόπεδα εξόντωσης, αναγκάζονταν να παραδώσουν όλα τα προσωπικά τους αντικείμενα, που κατόπιν καταγράφονταν και ταξινομούνταν, και για τα οποία εκδίδονταν αποδείξεις προκειμένου τα θύματα να πιστέψουν ότι κάποια στιγμή θα τους επιστρέφονταν οι αποσκευές και τα αντικείμενά τους, κι έτσι να καλλιεργείται μια ψευδαίσθηση ασφάλειας.
Επιπλέον, γινόταν σημαντική προσπάθεια καθ’ όλη τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος για να ανακαλυφθούν όλο και αποτελεσματικές μέθοδοι δολοφονίας μεγάλων αριθμών ανθρώπων. Οι πρώτες μαζικές δολοφονίες χιλιάδων Εβραίων στην Πολωνία από στρατιώτες προκάλεσαν, σύμφωνα με πολλές στρατιωτικές αναφορές[εκκρεμεί παραπομπή], πτώση του ηθικού και δυσάρεστα συναισθήματα στους στρατιώτες των Ναζί. Οι διοικητές τους παραπονέθηκαν στους ανώτερούς τους ότι οι «προσωπικές» δολοφονίες είχαν έντονα αρνητικά αποτελέσματα στην ψυχολογία των στρατιωτών. Έχοντας αποφασίσει να εξοντώσει τον Εβραϊκό πληθυσμό, το Βερολίνο, όπως αναφέρει η wikipedia αποφάσισε να αναζητήσει μεθόδους δολοφονίας που θα ήταν πιο απρόσωπες και μηχανικές, ξεκινώντας με τα εκρηκτικά και τα δηλητήρια.
Στο βιβλίο του «Ο πόλεμος της Ρωσίας», ο Βρετανός ιστορικός Ρίτσαρντ Όβερυ (Richard Overy) περιγράφει αυτή την αναζήτηση των Ναζί για πιο αποτελεσματικούς τρόπους δολοφονίας. Μετά την κατάκτηση της Λευκορωσίας, χρησιμοποίησαν ψυχικά ασθενείς από ψυχιατρεία του Μινσκ ως πειραματόζωα. Αρχικά, δοκίμασαν να τους σκοτώσουν με όπλα, παρατάσσοντάς τους σε ευθεία, έτσι ώστε μια σφαίρα να σκότωνε όσο το δυνατόν περισσότερους, για οικονομία στο χρόνο και τα πυρομαχικά, αλλά η μέθοδος αυτή αποδείχτηκε πολύ χρονοβόρα. Κατόπιν δοκίμασαν το δυναμίτη, όμως λίγοι σκοτώθηκαν και οι περισσότεροι ακρωτηριάστηκαν χωρίς να πεθάνουν, αναγκάζοντας τους Γερμανούς να τους αποτελειώσουν με πολυβόλα. Τον Οκτώβριο του 1941 στο Μαγιλιόβ δοκίμασαν φορτηγά που είχαν μετατρέψει σε κινητούς θαλάμους αερίων (Gaswagen). Χρησιμοποιώντας αρχικά τα καυσαέρια από την εξάτμιση ενός μικρού στρατιωτικού οχήματος, χρειάστηκε περίπου μισή ώρα για να πεθάνουν οι επιβαίνοντες. Όταν χρησιμοποιήθηκε η (μεγαλύτερη) εξάτμιση ενός φορτηγού, χρειάστηκαν μόνο οκτώ λεπτά.[9]
Κρεματόριο στη Βαϊμάρη
Προηγουμένως, τα στρατόπεδα εξόντωσης είχαν αλλάξει τον τύπο του αερίου που χρησιμοποιούσαν, από μονοξείδιο του άνθρακα στα στρατόπεδα Μπελζέκ, Ζομπίμπορ και Τρεμπλίνκα, στο Zyklon B που χρησιμοποιούνταν στο Μάιντανεκ και το Άουσβιτς. Η διαχείριση μεγάλων αριθμών πτωμάτων αποτελούσε άλλο ένα πρόβλημα, λογιστικής φύσης. Η αποτέφρωση σε μεγάλη κλίμακα θεωρούνταν αρχικά ανέφικτη, μέχρι που ανακαλύφθηκε ότι από τη στιγμή που οι φούρνοι των κρεματορίων ανέπτυσσαν μια ικανή θερμοκρασία, η καύση θα μπορούσε να αυτοσυντηρείται από το λίπος των πτωμάτων και μόνο. Χωρίς άλλα τεχνικής φύσης εμπόδια, οι Ναζί εφάρμοσαν σε πλήρη κλίμακα το σχέδιό τους για μαζικές δολοφονίες.
Η σχέση των εταιρειών με το Ολοκαύτωμα έχει επίσης αποτελέσει πεδίο αντιπαράθεσης τα τελευταία χρόνια. Ο διοικητής του στρατοπέδου του Άουσβιτς Ρούντολφ Ες είπε ότι μεγάλες Γερμανικές εταιρείες με δική τους πρωτοβουλία ζήτησαν απ τις διοικήσεις των στρατοπέδων να εκμεταλλευτούν την καταναγκαστική εργασία των κρατουμένων. Κάποιες από τις εταιρείες αυτές είναι ενεργές και σήμερα. Επίσης, τεχνολογία που ανέπτυξε η IBM χρησιμοποιήθηκε στην κατηγοριοποίηση των κρατούμενων με τη χρήση μηχανών ταξινόμησης. Ένα βιβλίο για το ρόλο της IBM στο Ολοκαύτωμα με τίτλο H IBM και το Ολοκαύτωμα[10] δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για το θέμα αυτό.
Τα θύματα
Σύμφωνα με την wikipedia, τα θύματα του Ολοκαυτώματος ήταν Εβραίοι, Σέρβοι, Πολωνοί, Ρώσσοι, Κομμουνιστές, ομοφυλόφιλοι, Ρομ και Σίντι (Αθίγγανοι), οι ψυχικά ασθενείς και σωματικά ανάπηροι, διανοητές και πολιτικοί ακτιβιστές, Μάρτυρες του Ιεχωβά, μέλη άλλων θρησκευτικών ομάδων, μέλη του Καθολικού και Προτεσταντικού κλήρου, συνδικαλιστές, μερικοί Αφρικανοί, κοινοί εγκληματίες, άνθρωποι που είχαν χαρακτηριστεί «εχθροί του κράτους», και πολλοί που δεν ανήκαν στην Άρεια φυλή. Αυτοί οι άνθρωποι χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και σε μαζικές εκτελέσεις, σύμφωνα με τα εκτεταμένα αρχεία που κράτησαν οι ίδιοι οι Ναζί (κείμενα και φωτογραφίες), μαρτυρίες (επιζώντων, δραστών και αυτοπτών μαρτύρων), και τα στατιστικά στοιχεία των χωρών υπό ναζιστική κατοχή.