Κοντεύει να γίνει κανόνας της ελληνικής πολιτικής ζωής.
Όταν κάποιος πολιτικός ή κάποιο κόμμα θέλει να βρει ένα θέμα για να έρθει στο προσκήνιο θυμάται τα εθνικά θέματα.
Και συνήθως τα θυμάται με λάθος τρόπο.
Με μια πατριδοκάπηλη ρητορική που αδιαφορεί για τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν εάν γίνει όντως και πράξη.
Θυμηθείτε το «Μακεδονικό» και πόσες πολιτικές καριέρες χτίστηκαν πάνω σε αυτό.
Με αποτέλεσμα η λύση να έρθει με καθυστέρηση και πιθανώς όχι με τον καλύτερο τρόπο.
Μια λύση, όμως, που όλοι τώρα αναγνωρίζουν ότι κακό δεν μας έκανε, αλλά αντίθετα βοήθησε να απαλλαγούμε από έναν μπελά παραπάνω.
Και γι’ αυτό ορθά η κυβέρνηση έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι θα υλοποιήσει τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Τον ίδιο κίνδυνο της πατριδοκαπηλίας έχουμε τώρα και σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά.
Θέμα δύσκολο γιατί η Τουρκία έχει διαλέξει τον δρόμο της επιθετικότητας και της αμφισβήτησης του διεθνούς δικαίου και στην προσπάθειά της να δείξει ότι είναι «περιφερειακή δύναμη» δεν διστάζει να σπρώχνει τα πράγματα στα άκρα.
Απέναντι σε αυτή την προκλητική συμπεριφορά είναι προφανές ότι η Ελλάδα χρειάζεται μια συνεπή και συνάμα συνετή στάση.
Να οικοδομήσει συμμαχίες, να κοιτάξει να ανασυγκροτηθεί ως οικονομία και ως κοινωνία, να ενισχύσει την άμυνά της (χωρίς όμως να φορτώσει έναν υπέρογκο λογαριασμό στις επόμενες γενιές) και να επιμείνει στον δρόμο του διαλόγου.
Γι’ αυτό και ορθά η κυβέρνηση έχει επιλέξει να προχωρήσει σε διερευνητικές επαφές και έχει κάνει σαφές ότι είναι έτοιμη και διάλογο να κάνει και στη Χάγη να πάει.
Η τακτική αυτή δεν είναι βέβαιο ότι θα φέρει άμεσα αποτελέσματα, μια που η Τουρκία δείχνει να διαλέγει τον δρόμο των προκλήσεων και των τετελεσμένων.
Όμως, είναι μια τακτική που κατοχυρώνει ότι η Ελλάδα είναι πραγματικά η «ήρεμη δύναμη» και η «φωνή της λογικής» στην περιοχή και ταυτόχρονα αποφεύγει τον κίνδυνο της όξυνσης.
Γιατί από στρατηγούς και ναυάρχους… του καναπέ έχουμε χορτάσει.
Μόνο που οι πολέμαρχοι του καναπέ ξεχνούν να πουν ότι ένα «θερμό επεισόδιο» (δηλαδή μια πολεμική σύρραξη) στην πραγματικότητα θα έφερνε τη χώρα αντιμέτωπη με πολύ μεγαλύτερη πίεση να «τα βρει» με την Τουρκία και όχι απαραίτητα με τους καλύτερους όρους.
Όμως, δεν είναι μόνο το θέμα του «θερμού επεισοδίου».
Είναι και ο τρόπος που η πατριδοκάπηλη ρητορική μπορεί να εγκλωβίσει την πολιτική συζήτηση.
Στο «Μακεδονικό» το πληρώσαμε ακριβά αυτό: ενώ ξέραμε ποια θα μπορούσε να ήταν η λύση, επειδή είχε «φτιαχτεί κλίμα», αλλεπάλληλες κυβερνήσεις απλώς το ανέβαλαν για αργότερα.
Στα ελληνοτουρκικά δεν έχουμε την πολυτέλεια για κάτι τέτοιο.
Εάν μπορεί να υπάρχει περιθώριο για έναν διάλογο που να φέρει αποτελέσματα ας το εκμεταλλευτούμε.
Εάν είναι η Τουρκία αυτή που και πάλι θα πάρει την ευθύνη να τορπιλίσει την ειρηνική επίλυση των διαφορών, ας έχει γίνει τουλάχιστον σαφές προς όλους ότι η δική μας χώρα επέμεινε μέχρι τέλους στο δρόμο του διαλόγου και του διεθνούς δικαίου, γιατί σε αυτή τη βάση είναι που έχει νόημα να προσπαθήσει να απομονώσει την Τουρκία ή να την κάνει να αναμετρηθεί με διεθνή πίεση.
Σε κάθε περίπτωση ας μάθουμε να τα συζητάμε αυτά (και να διαφωνούμε για αυτά) με βάση τα πραγματικά δεδομένα και κυρίως με βάση τις ανάγκες μιας κοινωνίας που έχει μπροστά της μια δύσκολη ανασυγκρότηση.
Γιατί από πολιτικά «γινάτια» κάθε λογής χορτάσαμε.