Είναι σαν να τρέχει ένας παράλληλος κόσμος κάτω από το δέρμα της πόλης, κρυφός. Ενα υπόκωφο βουητό δημιουργίας. Σαν να μαζεύονται κάπου νερά και περιμένουν τη διέξοδο, ένα άνοιγμα που θα τα κάνει ποτάμι και θα βγάλει προς τα κάπου, θα τα ξεκουνήσει να μη γίνουν βάλτος. Είναι τα λίγα τραγούδια που γράφονται, τα θεατρικά, οι ιδέες για καλλιτεχνικά δρώμενα, τα σχέδια που χαράζονται πάνω σε έναν χάρτη θεωρητικού τόπου.
Δεν μπορεί να σταματήσει αυτό, οι παραστατικές τέχνες περιμένουν να ξαναβρεθούν εκεί που ζυγίζονται, εκεί που ενώνονται με τους ανθρώπους, εκεί που είναι ο βιότοπός τους, τις σκηνές. Αν αφαιρέσεις από την τέχνη τον κίνδυνο, την υποβιβάζεις σε διεκπεραίωση. Και ο κίνδυνος είναι η ζωντανή παράσταση. Εκεί που όλα μπορεί να κουμπώσουν, όλα μπορεί να στραβώσουν, εκεί που η διάδραση δίνει υπεραξία, υπονομεύει, αδικεί, αποθεώνει, δημιουργεί εκείνον τον μοναδικό δεσμό των ανθρώπων με τα σύγχορα της ζωής τους έργα.
Ανάμεσα στις προβλέψεις – που περισσότερο μοιάζουν με μαντεψιές παρά με αναλύσεις επιστημονικών μοντέλων κοινωνικής ψυχολογίας και συμπεριφοράς – υπάρχουν και εκείνες που υποστηρίζουν πως ο εσώκλειστος κόσμος της σχεδόν ετήσιας καραντίνας ξέμαθε στα παλιά και από δω και πέρα θα ακολουθήσει αυτά που έμαθε. Δηλαδή πως μπορεί να τα έχει όλα σπίτι του, όλα από απόσταση, όλα «ασφαλής». Σινεμά και σίριαλ από διαδικτυακούς παρόχους, μουσική και θέατρο μέσω live streaming κ.λπ.
Προσωπικά δεν το πιστεύω καθόλου – για να κάνω κι εγώ τη δική μου μαντεψιά. Οι άνθρωποι δείχνουμε πως είμαστε ιδιαίτερα προσαρμοστικοί και συνηθίζουμε εύκολα στα καινούργια ακόμη κι αν είναι εις βάρος μας, αλλά στην ουσία δεν είναι έτσι. Για παράδειγμα, το να προσαρμοστείς σε ένα περιβάλλον έλλειψης ελευθερίας, για να επιβιώσεις και να μην τρελαθείς, δεν σημαίνει πως δεν ονειρεύεσαι ακόμη την ελευθερία. Δεν μπορείς να την ξεχάσεις, είναι γονιδιακή πληροφορία, όχι κοινωνική. Ετσι είναι γονιδιακή πληροφορία και η συνεύρεση, η κοινωνικότητα, η ανάγκη μας να γελάσουμε μαζί, να τραγουδήσουμε μαζί, να συγκινηθούμε, ακόμη και να τσακωθούμε. Εκείνο το «σωματικό» μέρος της τέχνης δεν το υποκαθιστά η κατά μόνας απόλαυση ενός έργου.
Κοντεύουμε να κλείσουμε χρόνο και οι περισσότεροι καλλιτέχνες προσπαθούν να κρατήσουν ζεστές τις αιτίες της δουλειάς τους. Περιμένουν να καθαρίσει η θολούρα στον ορίζοντα και να επιστρέψουν στον κίνδυνο, εκεί που νιώθουν ζωντανοί και – αν θέλεις – χρήσιμοι. Να συγκινήσουν, να αποτύχουν, να χαθούν, να υπάρξουν.
Αλλά αυτή η αγωνία δεν αφορά μόνο τις παραστατικές τέχνες. Ακόμη και ένα μυθιστόρημα αν γράφεις – που ποτέ δεν απαιτούσε τη συλλογική ανάγνωση και εμπειρία – δεν μπορείς να αγνοήσεις αν απευθύνεσαι σε «απομονωμένους» σε ανθρώπους ή σε ανθρώπους που βρίσκονται. Μην αναρωτιόμαστε τι αλλάζει, αλλάζει. Δεν μπορεί να μην αλλάζει όταν «αλλοιώνεται» το υποκείμενο, ο αναγνώστης.
Ακόμη και στις εφημερίδες, δεν είναι το ίδιο η ανάγνωση στο σπίτι, από εκείνη την ωραία εικόνα, Κυριακή πρωί μία μεγάλη παρέα σε ένα τραπέζι, να πίνει καφέ, να διαβάζει ο καθένας την εφημερίδα του, να σχολιάζουν, να ανταλλάσσουν παραγράφους.