Για όσους είμαστε συνηθισμένοι στις ευρωπαϊκού τύπου κοινοβουλευτικές δημοκρατίες και μάλιστα εκείνες που δεν έχουν «δικαμερικό σύστημα» (δηλαδή να έχουν Βουλή και Γερουσία), πάντοτε φαίνεται ανοίκεια η περιπλοκότητα του αμερικανικού συστήματος.
Ο τρόπος που εκεί εφαρμόζεται ο διαχωρισμός ανάμεσα σε εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, με την πλήρη αποσύνδεση της εκλογής προέδρου και κυβέρνησης με την πλειοψηφία στα νομοθετικά σώματα, σημαίνει ότι ένας αμερικανός Πρόεδρος, παρά τα μεγάλα περιθώρια που έχει να παίρνει αποφάσεις, για να νομοθετήσει θα πρέπει να κάνει εκτεταμένη διαπραγμάτευση με τη Βουλή και τα Γερουσία.
Τα δύο νομοθετικά σώματα έχουν διαφορετική διαδικασία εκλογής και διαφορετική «αντιπροσωπευτικότητα». Η Βουλή των Αντιπροσώπων, παρά τα προβλήματα που δημιουργεί η δυνατότητα διαρκούς επαναχάραξης των εκλογικών περιφερειών (το λεγόμενο gerrymandering), τείνει να αντανακλά περισσότερο τον πραγματικό συσχετισμό, άλλωστε επανεκλέγεται την ημέρα των προεδρικών εκλογών (και επειδή η θητεία είναι διετής, πάντα υπάρχει και μια εκλογή στο μέσο μιας προεδρικής θητείας). Αντίθετα, η Γερουσία είναι λιγότερο αντιπροσωπευτική, εφόσον όλες οι Πολιτείες στέλνουν 2 γερουσιαστές και αυτοί έχουν εξαετή θητεία (κάθε δύο χρόνια ανανεώνεται το ένα τρίτο).
Η Γερουσία είναι το σώμα κλειδί γιατί μπορεί να μπλοκάρει νομοθετήματα, ενώ επίσης είναι το σώμα που εγκρίνει τους διορισμούς υπουργών, συγκεκριμένων ομοσπονδιακών αξιωματούχων, των ομοσπονδιακών δικαστών (συμπεριλαμβανομένου του Ανώτατου Δικαστηρίου).
O σκόπελος του filibuster
Η Γερουσία έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες. Οι γερουσιαστές έχουν τη δυνατότητα να μπλοκάρουν το πέρασμα ενός νόμου με διάφορους τρόπους με πιο χαρακτηριστική τη δυνατότητα να μιλούν ασταμάτητα για πάρα πολλές ώρες. Αυτή η δυνατότητα είναι το λεγόμενο filibuster. Για να ανατραπεί ένα filibuster και να περαιωθεί μια συζήτηση χρειάζονται τα τρία πέμπτα της Γερουσίας, δηλαδή 60 γερουσιαστές. Ο αριθμός αυτός ορίζει και τη σίγουρη πλειοψηφία για να περάσει κάτι από αυτό το σώμα, δηλαδή αυτή που θα αντέξει και τυχόν filibuster (κανονικά η Γερουσία αποφασίζει με πλειοψηφία των 51). Αυτό επιτείνει και την προσπάθεια τα νομοσχέδια να έχουν ευρύτερη υποστήριξη.
Αυτές οι ιδιαιτερότητες εξηγούν γιατί τα νομοσχέδια χρειάζεται συνήθως να εξασφαλίσουν δικομματική υποστήριξη και γιατί η διαδικασία διαμόρφωσης και ψήφισή στους προϋποθέτει εκτεταμένη συνεννόηση από πριν, όχι μόνο σε επίπεδο κομματικών ηγεσιών αλλά και με κάθε γερουσιαστή, με το «παζάρι» να είναι σκληρό καθώς είναι πάντα μια ευκαιρία για μεμονωμένους γερουσιαστές να προωθήσουν πλευρές της δικής τους ατζέντας ή απλώς να εξασφαλίσουν κάτι παραπάνω για την εκλογική τους περιφέρεια.
Οι γερουσιαστές που θα παίξουν σημαντικό ρόλο
Αυτή τη στιγμή και μετά τις επαναληπτικές εκλογές στη Τζόρτζια που έδωσαν δύο γερουσιαστές στους Δημοκρατικούς, ο συσχετισμός στη Γερουσία είναι 50-50. Αυτό στην πραγματικότητα σημαίνει ότι υπάρχει μια ισχνή πλειοψηφία των Δημοκρατικών, εφόσον σε περίπτωση ισοψηφίας η κρίσιμη ψήφος γίνεται αυτή της αντιπροέδρους Καμάλα Χάρις. Σημειώνουμε ότι η τελευταία φορά που έγινε χρήση της ψήφου του αντιπροέδρου ήταν το 2001 όταν ο Ντίκ Τσέινι ψήφισε για να σπάει η ισοψηφία στη Γερουσία.
Προφανώς και οι Δημοκρατικοί έχουν το πλεονέκτημα να μπορούν να θέσουν την ατζέντα της νομοθετικής διαδικασίας, εφόσον έχουν το προεδρείο της Βουλής των Αντιπροσώπων, με τη Νάνσυ Πελόζι και πλέον την αρχηγία της πλειοψηφίας στη Γερουσία με τον Τσακ Σάμερ, γερουσιαστή από τη Νέα Υόρκη, που διαδέχτηκε τον Ρεπουμπλικάνο Μιτς ΜακΚόνελ.
Με τόσο ισχνή πλειοψηφία αναβαθμίζεται ο ρόλος ορισμένων γερουσιαστών που δηλώνουν «μετριοπαθείς» και από τη στάση τους θα κρίνεται ο συσχετισμός που θα διαμορφώνεται. Σε αυτούς είναι στραμμένα τα βλέμματα, σύμφωνα με τους Financial Times.
Ένας από αυτούς είναι ο Δημοκρατικός Τζο Μάντσιν, από τη Δυτική Βιρτζίνια. Ο Μάντσιν έχει ψηφίσει περισσότερες φορές υπέρ πλευρών της ατζέντας του Τραμπ από οποιονδήποτε άλλο Δημοκρατικό. Έχει στηρίξει τους Ρεπουμπλικάνους σε θέματα όπως οι αμβλώσεις ενώ υπερψήφισε και το διορισμό του Μπρετ Κάβανο στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Μια άλλη είναι Δημοκρατική γερουσιαστής από την Αριζόνα Κίρστεν Σίνεμα. Η Σίνεμα παρότι ξεκίνησε από το Πράσινο Κόμμα και είναι γνωστή για την υποστήριξη των LGBT δικαιωμάτων, στη Γερουσία θεωρείται κατεξοχήν συντηρητική Δημοκρατική και βασική οπαδός της δικομματικής συνεργασίας, υποστηρίζοντας αρκετές πρωτοβουλίες των Ρεπουμπλικάνων.
Όμως εάν οι συντηρητικοί Δημοκρατικοί γερουσιαστές μπορούν να λειτουργήσουν ως «γέφυρα» με τους Ρεπουμπλικάνους, το κλειδί παραμένει το πόσοι Ρεπουμπλικάνοι θα θελήσουν να στηρίξουν πρωτοβουλίες των Δημοκρατικών.
Τη μεγαλύτερη απόσταση από το κόμμα του την έχει πρώην υποψήφιος πρόεδρος (το 2012) γερουσιαστής από τη Γιούτα Μιτ Ρόμνεϊ. Ο Ρόμνεϊ μάλιστα ήταν και ο μόνος Ρεπουμπλικάνος που στην πρώτη δίκη του Τραμπ στη Γερουσία είχε ψηφίσει υπέρ της καταδίκης του τότε Προέδρου.
Μια άλλη «κεντρώα» γερουσιαστής των Ρεπουμπλικάνων είναι η Λίζα Μερκάουσκι. Η γερουσιαστής από την Αλάσκα υποστήριξε ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων «έδρασε ορθά» αποφασίζοντας την παραπομπή του Τραμπ μετά τα γεγονότα στο Καπιτώλιο και έχει εκφράσει την αντίρρησή της στο να γίνει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα το «Κόμμα του Τραμπ». «Κεντρώα» θεωρείται και η γερουσιαστής του Μέιν Σούζαν Κόλινς, που ήδη συμπληρώνει 24 χρόνια στη Γερουσία.
Ωστόσο, ακόμη και έτσι η προσπάθεια να βρουν οι Δημοκρατικοί άλλους δέκα Ρεπουμπλικάνους για να έχουν σίγουρη πλειοψηφία στη Γερουσία δεν θα είναι εύκολη. Και αυτό σημαίνει δύσκολες και επίπονες διαπραγματεύσεις για τα διάφορα νομοσχέδια.