Ο Μάικ Α. Μανάτος και η οικογένειά του έχουν μακρά παράδοση στην αμερικανική πολιτική σκηνή, πολύ πριν από την ίδρυση της συμβουλευτικής τους εταιρείας «Μanatos & Manatos», το 1983.
Πρώτος ο παππούς, Μάικ Ν. Μανάτος, υπήρξε στενός συνεργάτης των προέδρων των ΗΠΑ Τζον Φ. Κένεντι και Λίντον Τζόνσον και εν συνεχεία ο πατέρας του, Αντριου, του Τζίμι Κάρτερ. Η ενασχόληση του ιδίου με το αντικείμενο ξεκίνησε το 1990, μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο Πρίνστον.
Εχει, λοιπόν, ζήσει από πολύ κοντά όλα τα γεγονότα της σύγχρονης αμερικανικής Ιστορίας. Εκείνα όμως που διαδραματίστηκαν την Τετάρτη 6 Ιανουαρίου ήταν κάτι που για πρώτη φορά βίωνε: «Το να παρακολουθώ μια ένοπλη εξέγερση εναντίον της Αμερικής – η οποία υποκινήθηκε από τον πρόεδρο – και την «εύθυμη» εισβολή στον ναό της αμερικανικής δημοκρατίας μας, ήταν κάτι που με αναστάτωσε πολύ.
Εχω περάσει αμέτρητες ώρες στον Λόφο του Καπιτωλίου, και κατά τη διάρκεια της τριακονταετούς θητείας μου έχω δημιουργήσει φιλίες με εκατοντάδες ανθρώπους, οι οποίοι εκείνη την ημέρα βρέθηκαν σε κίνδυνο, ξεκινώντας από την πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων (σ.σ.: Νάνσι Πελόζι). Αυτό ήταν κάτι που με συντάραξε συθέμελα. Τόσες ημέρες μετά, ακόμη προσπαθώ να το συνειδητοποιήσω. Στα 85 χρόνια της καθημερινής συνεργασίας της οικογένειάς μας με όλες τις αμερικανικές κυβερνήσεις, ποτέ δεν έχουμε δει κάτι παρόμοιο.
Ηταν μια σκοτεινή μέρα για τη δημοκρατία μας και οι περισσότεροι πιστεύουν ότι όσα συνέβησαν υποκινήθηκαν από τα λόγια του προέδρου. Η παραπληροφόρηση και τα ψέματα έχουν συνέπειες. Οι θεωρίες συνωμοσίας έχουν συνέπειες. Υπήρξαν και άλλοι οι οποίοι έριξαν λάδι στη φωτιά που άναψε ο πρόεδρος. Οπως όμως πολύ σωστά είπε ο έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εκείνη την ημέρα – δήλωση που επισημάνθηκε στον αμερικανικό Τύπο – η αμερικανική δημοκρατία είναι ανθεκτική, διαθέτει βαθιές ρίζες και θα ξεπεράσει την κρίση».
Στο ερώτημα πώς κατάφερε ο Ντόναλντ Τραμπ να «εμπνεύσει» τόσο έντονα συναισθήματα στους ψηφοφόρους του, τόνισε τον σημαίνοντα ρόλο που έπαιξαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «Ο Ντόναλντ Τραμπ, με τα λόγια του και με την απαράμιλλη μαεστρία του στη διαχείριση των social media, επικράτησε έναντι 16 άλλων Ρεπουμπλικανών υποψηφίων για την προεδρία (συμπεριλαμβανομένων μερικών από τους πιο έμπειρους και αξιοσέβαστους της χώρας), σόκαρε τον κόσμο κερδίζοντας την προεδρία με σημαντική διαφορά ψήφων στο κολέγιο των εκλεκτόρων, και μετά διατήρησε σε όλη τη διάρκεια της τετραετούς θητείας του μια εξαιρετικά πιστή ομάδα οπαδών. Και παρ’ όλη την αξιοσημείωτα αμφιλεγόμενη προεδρία του, 74.222.593 Αμερικανοί τον ψήφισαν για να ηγηθεί της χώρας μας για ακόμη τέσσερα χρόνια. Και, στη συνέχεια, εξαιτίας της αντίδρασής του στην απολύτως νόμιμη προεδρική εκλογή, 40% των Αμερικανών πιστεύουν ότι ο Τζο Μπάιντεν δεν είναι ο νόμιμος πρόεδρος των ΗΠΑ – το μεγαλύτερο ποσοστό στην ιστορία των αμερικανικών δημοσκοπήσεων».
Ο ενωτικός και φιλέλληνας Μπάιντεν
«Η οικογένειά μας γνωρίζει τον Τζο Μπάιντεν και έχει συνεργαστεί στενά με τον ίδιο και με την οικογένειά του, από τότε που πρωτοεμφανίστηκε στην Ουάσιγκτον πριν από 48 χρόνια. Θεωρείται, στους κύκλους του D.C., ένας άνθρωπος που βλέπει τους Ρεπουμπλικανούς ως σωστούς και έντιμους ανθρώπους και καλούς Aμερικανούς, οι οποίοι απλώς έχουν μια διαφορετική άποψη για το πώς θα μπορέσουμε καλύτερα να βοηθήσουμε τη χώρα μας και όλους τους πολίτες της. Αυτό είναι μια σημαντική απόκλιση από τη νοοτροπία του προέδρου Τραμπ, ο οποίος συμπεριφερόταν σε αυτούς που διαφωνούσαν μαζί του – Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς – με εχθρική διάθεση και τους έκανε δημοσίως επιθέσεις».
Διαφωνεί με όσους θεωρούν ότι η πολιτική παρακαταθήκη του Τραμπ και ο διχασμός που έχει επιφέρει στην αμερικανική κοινωνία είναι τέτοια που δύσκολα θα ξεπεραστεί: «Κατά τη δική μας γνώμη, δεν υπάρχει κανείς καταλληλότερος από τον Τζο Μπάιντεν για να ενώσει τη χώρα. Με τον ίδιο τρόπο που διχάστηκε ιστορικά η κοινωνία μας, από έναν πρόεδρο που χρησιμοποίησε το μίσος για τον σκοπό αυτόν, έτσι μπορεί να ενωθεί, όπως ποτέ άλλοτε, με έναν πρόεδρο που ηγείται με αποδοχή και κατανόηση. Η διάθεσή του αυτή διακρίνεται και από τη νικητήρια ομιλία του, στην οποία ανέφερε ότι για να σημειώσουμε πρόοδο πρέπει να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε τους αντιπάλους μας ως εχθρούς. Δεν είμαστε εχθροί. Είμαστε Αμερικανοί… Ηρθε ο καιρός να αφήσουμε κατά μέρος τη σκληρή ρητορική. Να χαμηλώσουμε τους τόνους. Να «δούμε» και πάλι ο ένας τον άλλον».
Οσο για το ποια στάση θεωρεί ότι θα τηρήσει ο 46ος αμερικανός πρόεδρος απέναντι στους Ελληνες και στα εθνικά μας ζητήματα, αλλά και απέναντι στην επιθετική πολιτική του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: «Αν και στο παρελθόν είχαμε προέδρους που υπήρξαν υποστηρικτικοί ως προς τα θέματά μας, ποτέ δεν είχαμε κάποιον που να έχει περάσει ολόκληρη την πολιτική του καριέρα – περισσότερα δηλαδή από 40 χρόνια – υπερασπιζόμενος την Ελλάδα, την Κύπρο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προωθώντας τα συμφέροντά τους.
Ο Τζο Μπάιντεν έχει ασχοληθεί προσωπικά με τον Ερντογάν για πολλά χρόνια και ξέρει ποιος είναι – πόσο επικίνδυνη είναι η πολιτική του, η οποία έχει ως στόχο την αποσταθεροποίηση της Ελλάδας, της Κύπρου, του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των θεμάτων ασφαλείας των ΗΠΑ – και δεν θα μπορούσε να επιλέξει καλύτερο υπουργό Εξωτερικών ή σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας από τους Τόνι Μπλίνκεν και Τζέικ Σάλιβαν, οι οποίοι τον έχουν βοηθήσει να εφαρμόσει τη δική του πολιτική στη διάρκεια των χρόνων».