«Σίγουρα έγιναν λάθη και αστοχίες» σημειώνει σε συνέντευξη που παραχωρεί ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης στα «ΝΕΑ», κάνοντας έναν πρώτο απολογισμό για τα όσα, πρωτόγνωρα, εκτυλίχθηκαν το περασμένο έτος. Υπογραμμίζει, εντούτοις, ότι η διαχείριση της κρίσης ήταν «επιτυχής». Αναφερόμενος στα «πυρά» που δέχθηκε περί απόδοσης ευθυνών σε ιατρούς για τον θάνατο ασθενών, τονίζει ότι οφείλεται σε πλήρη παραποίηση των όσων δηλώθηκαν.
Οι πρόσφατες δηλώσεις σας ότι κανένας ασθενής δεν έμεινε εκτός Μονάδας Εντατικής Θεραπείας, αλλά και ότι η εισαγωγή σε ΜΕΘ αποτελεί ιατρική πράξη, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της ιατρικής κοινότητας. Τι απαντάτε στους ισχυρισμούς περί απόδοσης ευθυνών στους ιατρούς;
Ουδέποτε αναφέρθηκα σε ευθύνες ιατρών για τον θάνατο ασθενών λόγω Covid. Ο ισχυρισμός περί δήθεν απόδοσης ευθυνών σε ιατρούς αποτελεί πλήρη παραποίηση των όσων δηλώθηκαν και είναι απολύτως ψευδής και ανυπόστατος. Οσοι, δε, τον αναπαράγουν, προφανώς δεν έχουν καν λάβει υπόψη τους τη συγκεκριμένη δήλωση. Παρέθεσα ένα δεδομένο, ότι η απόφαση περί εισαγωγής ή μη σε ΜΕΘ αποτελεί ιατρική πράξη, η οποία λαμβάνεται εάν και εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες σχετίζονται αποκλειστικώς με την εν γένει κλινική κατάσταση του ασθενούς.
Αλλωστε, ρητώς και σαφώς δήλωσα ότι από την αρχή της πανδημίας, κανένας συμπολίτης μας που χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε ΜΕΘ δεν έμεινε εκτός μονάδας. Και, εξάλλου, ουδείς ποτέ διατύπωσε τον ισχυρισμό ότι συνέτρεξε σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή περίπτωση ανάγκης εισαγωγής ασθενούς σε ΜΕΘ η οποία δεν πραγματοποιήθηκε λόγω έλλειψης αντίστοιχης κλίνης.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν δεδομένα που δείχνουν ότι οκτώ στους δέκα ασθενείς με λοίμωξη Covid-19 κατέληξαν εκτός ΜΕΘ. Επιβεβαιώνετε τα στοιχεία αυτά και πώς τα αιτιολογείτε;
Τα παραπάνω δεδομένα δεν επιβεβαιώνονται και σε πολλές περιπτώσεις οι ενδονοσοκομειακές θνητότητες τόσο εντός ΜΕΘ όσο και εκτός είναι χαμηλότερες από αυτές άλλων χωρών όπως η Αγγλία. Επίσης, όσον αφορά τη μεγαλύτερη από την αναμενόμενη θνησιμότητα (excess mortality), η Ελλάδα φαίνεται να παραμένει χαμηλότερα από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στον απόηχο του δεύτερου κύματος και κάνοντας έναν απολογισμό του περασμένου έτους, εντοπίζετε αστοχίες στη διαχείριση της κρίσης; Υπάρχει περιθώριο άμεσων διορθώσεων ενόψει ενός πιθανού τρίτου κύματος;
Από την αρχή της πανδημίας σχεδιάσαμε όλα τα πιθανά και ακραία σενάρια εξέλιξης της πορείας της νόσου στη χώρα. Προετοιμάσαμε όσο το δυνατόν καλύτερα το σύστημα υγείας. Το ενισχύσαμε, και συνεχίζουμε να το κάνουμε. Τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε οικονομικούς και υλικούς πόρους, όπως είναι η ανάπτυξη και λειτουργία νέων μονάδων εντατικής θεραπείας, η διασφάλιση της επάρκειας σε μέσα ατομικής προστασίας και φάρμακα και η ενδυνάμωση του μηχανισμού επιδημιολογικής επιτήρησης, ιχνηλάτησης και τυχαίου διαγνωστικού ελέγχου. Επιπλέον, έχουμε διασφαλίσει την προμήθεια εμβολίων, μέσω της κοινής ευρωπαϊκής προμήθειας, προκειμένου να καλυφθεί το σύνολο του πληθυσμού.
Σίγουρα λάθη έγιναν και αστοχίες υπήρξαν. Σε κάθε περίπτωση όμως, η διαχείριση της πανδημίας είναι επιτυχής. Επιπλέον, η σύγκριση με άλλες χώρες, ακόμα και με πιο σύγχρονα συστήματα υγείας και πιο πλούσιες χώρες, καταδεικνύει ότι η Ελλάδα τα έχει καταφέρει. Και είμαστε περήφανοι, γιατί η χώρα μας αναδείχθηκε σε υπόδειγμα διαχείρισης της κρίσης παγκοσμίως.
Με βάση την εμπειρία που έχουμε αποκτήσει, έχουμε εκπονήσει με ομάδα επιστημόνων συγκεκριμένο επιχειρησιακό σχέδιο δράσης προκειμένου να αντιμετωπίσουμε ενδεχόμενο τρίτο κύμα. Μεταξύ άλλων, έχουμε προχωρήσει σε έλεγχο των τεχνικών υποδομών, στην ανάπτυξη επιπλέον πρωτοκόλλων, στην ενίσχυση δράσεων που αφορούν την πληρέστερη ενημέρωση του υγειονομικού προσωπικού και τη διάχυση της πληροφορίας, στην περαιτέρω ενίσχυση με εξειδικευμένο προσωπικό κρίσιμων τμημάτων των νοσοκομείων, στη δημιουργία συμβουλευτικών ομάδων εμπειρογνωμόνων, καθοδήγησης και ελέγχου, στην ενίσχυση του ΕΚΑΒ/Κέντρου Επιχειρήσεων Υγείας, στον σχεδιασμό των παραπομπών στο σύστημα και στον ανασχεδιασμό του συστήματος εφημέρευσης στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Σε αυτή την κρίση επιβεβαιώθηκε η ανάγκη μιας ισχυρής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, που όμως παραμένει παραμελημένη στη χώρα μας. Τι σχεδιάζετε για τον νευραλγικό αυτόν τομέα;
Σε αυτή την κρίση όχι μόνο επιβεβαιώθηκε η ανάγκη μιας ισχυρής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, αλλά αναδείχθηκε και ο ρόλος της. Ειδικότερα, για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών και την αποσυμφόρηση των νοσοκομείων αξιοποιούνται σήμερα περισσότερες από 227 δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Στις δομές αυτές πραγματοποιείται και λήψη δείγματος για διαγνωστικό έλεγχο κορωνοϊού. Επιπλέον, όλο και περισσότερα κρούσματα κορωνοϊού αντιμετωπίζονται σε πρωτοβάθμιο επίπεδο σε σχέση με αυτά που χρήζουν νοσηλείας, ενώ περισσότερο από το 50% των διαγνωστικών ελέγχων που διεξάγονται σε υγειονομικές δομές αφορούν τις δημόσιες δομές της ΠΦΥ. Το σχέδιό μας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία ενιαίου επιχειρησιακού πλαισίου του δικτύου Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, τη σταδιακή επέκταση λειτουργίας σε 24ωρη βάση κέντρων υγείας ανάλογα με τις δυνατότητες και ιδιομορφίες κάθε περιοχής και την παροχή κινήτρων στους ιατρούς και στο υγειονομικό προσωπικό για να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να δημιουργήσουν ομαδικές πρακτικές που συνδέονται με το τοπικό δίκτυο πρωτοβάθμιας φροντίδας.
Η χώρα έχει εισέλθει στην κρίσιμη φάση του εμβολιασμού των πολιτών. Πότε εκτιμάτε ότι θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία για τους ηλικιωμένους και τους ευπαθείς; Σε πόσους μήνες υπολογίζετε ότι θα έχει επιτευχθεί η «ανοσία της αγέλης»;
Εφόσον τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα των προγραμματισμένων παραδόσεων εμβολίων στη χώρα μας, πιστεύω ότι στο επόμενο τρίμηνο θα έχουμε ολοκληρώσει τον εμβολιασμό των ομάδων αυτών. Η δε ανοσία αγέλης θα έχει επιτευχθεί στα μέσα του καλοκαιριού.
Τι μας δίδαξε η πρωτόγνωρη αυτή υγειονομική κρίση;
Μας δίδαξε πολλά. Κατ’ αρχάς ότι η αντιμετώπιση της κρίσης είναι θέμα πρωτίστως συμπεριφοράς. Οι συνήθειες που αποκτήσαμε και έγιναν τρόπος ζωής, όπως η εφαρμογή της μάσκας και το πλύσιμο των χεριών, μας βοηθούν να αμυνθούμε στη διασπορά του ιού. Επίσης, καταδείχθηκε ξεκάθαρα ότι το οργανωμένο κράτος έκανε σωστά τη δουλειά. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε το δημόσιο σύστημα υγείας, το ενίσχυσε, είχε τον απόλυτο έλεγχο στη διαχείριση της πανδημίας και κατάφερε θετικά αποτελέσματα. Τέλος, καταφάνηκε ότι ο κόσμος διψάει για την αλήθεια και μπροστά σε αυτή δεν υπάρχει πολιτικό κόστος. Η κυβέρνηση έλαβε δύσκολες και, αρκετές φορές, δυσάρεστες αποφάσεις λέγοντας την αλήθεια στον ελληνικό λαό.