Πριν από τέσσερα χρόνια άρχιζα ένα άρθρο μου στο «Βήμα» ως εξής: «Εθνικιστές, κωμικοί, Brexit, Τραμπίστες, παραμυθάδες, ακροδεξιοί, έντονες κοινωνικές αμφισβητήσεις στις κοινωνίες της κορυφής της παγκόσμιας πυραμίδας της ευημερίας. Κάτι αλλάζει, είτε σε ποσότητα, είτε σε ποιότητα. Γίνεται ορατή μια νέα τάξη πραγμάτων που αποσταθεροποιεί όλο και περισσότερο θεσμούς, πολιτικό σύστημα, οικονομικές και κοινωνικές ισορροπίες».
Ζούμε σε μια εποχή στην οποία πράγματι η παλιά τάξη πραγμάτων κλυδωνίζεται και μια νέα αναδεικνύεται, εξέλιξη που πάντα παίρνει δεκαετίες για να συντελεστεί και μπορεί να περιλαμβάνει και τέρατα. Την πρόσφατη επιδρομή στο αμερικανικό Κογκρέσο μπορεί κανείς να τη δει είτε ως ένα αυτοτελές γεγονός και κορύφωση της πενταετούς διακυβέρνησης ενός αλλοπρόσαλλου πολιτικού, είτε ως κρίκο μιας μεγαλύτερης αλυσίδας βαθύτερων αλλαγών που διαμορφώνουν την εξέλιξη του κόσμου και έχουν οδηγήσει σε γνωστά αντίστοιχα φαινόμενα και σε άλλες χώρες. Τα ερωτήματα είναι πολλά: Πώς έφτασε ένα τέτοιο πρόσωπο στην κορυφή της παγκόσμιας δύναμης; Πώς έγινε εφικτό να φτάσουμε στην επιδρομή στο Καπιτώλιο; Πώς η υπερδύναμη έφτασε να αποτελεί αντικείμενο διεθνούς ειρωνείας ή χλευασμού; Μήπως οι εξελίξεις αυτές δεν σχετίζονται μόνο με το συντηρητικό τμήμα της αμερικανικής κοινωνίας, αλλά και με τη Δύση και το παγκόσμιο σύστημα συνολικότερα; Τι μαθήματα δίνουν οι εξελίξεις αυτές σε άλλους επίδοξους λάτρεις του αυταρχισμού; Γιατί όλα αυτά τώρα και όχι στο παρελθόν, αφού πολλά χαρακτηριστικά (ανισότητες, ρατσισμός, συντηρητισμός, διχοτόμηση της κοινωνίας, φανατισμός) υπήρχαν και πριν;
Κατά κανόνα, οι αιτίες για κάθε πρόβλημα πρέπει να αναζητηθούν σε εξελίξεις και επιδράσεις που προηγήθηκαν. Το πιο απλοϊκό θα ήταν να πούμε ότι οι πολιτικές στις ΗΠΑ απέτυχαν – από πολλές σκοπιές. Η αφετηρία της ερμηνείας μου είναι αλλού: Στα τελευταία τριάντα – σαράντα περίπου χρόνια (από τις αρχές της δεκαετίας του 1970) οι οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες – η Δύση – έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με βαθύτατες και μη αναστρέψιμες αλλαγές σε ό,τι αφορά την επιρροή τους στις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις και τα οφέλη που τους εξασφάλιζε η κυριαρχία τους στις διεθνείς ισορροπίες ήπιας και σκληρής δύναμης. Το μερίδιό τους στον παγκόσμιο πλούτο έχει συρρικνωθεί σημαντικά, όπως και οι ρυθμοί μεγέθυνσής τους, σε ορισμένες από αυτές το εισόδημα κατανέμεται όλο και πιο άνισα, όμως νέες χώρες αναπτύσσονται γρηγορότερα, με αποτέλεσμα ευρύτερα κοινωνικά τμήματα του πλανήτη να μπορούν να έχουν ελπίδες που ποτέ δεν είχαν. Επιπλέον, οι χώρες αυτές αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της διαρθρωτικής στασιμότητας (secular stagnation). Τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια αντανακλούν αφενός την αγωνιώδη προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών τους να τονώσουν την αναιμική μεγέθυνση και αφετέρου τη χαμηλή ζήτηση κεφαλαίων για επενδύσεις και τις όλο και πιο δύσκολες προϋποθέσεις για την επίτευξη ικανοποιητικών ρυθμών μεγέθυνσης.
Το σκηνικό αυτό, σε συνδυασμό με μια σειρά από οικονομικούς δείκτες, υποδηλώνει ότι μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες διαμορφώνεται στο παγκόσμιο σύστημα μια πιο ισόρροπη κατανομή της οικονομικής δύναμης μεταξύ χωρών, σε βάρος της «Δύσης» και σε όφελος, κυρίως, της Ασίας. Ο καπιταλισμός βρίσκεται ξανά σε μια μεταβατική φάση αναδιάρθρωσης, όπου οι πρωταγωνιστές, οι ωφελημένοι και οι ζημιωμένοι, αλλάζουν. Επιπλέον, σήμερα, στις οικονομικές και κοινωνικές απειλές και ανατροπές, για πρώτη ίσως φορά στην Ιστορία, προστίθενται και οι πρωτόγνωρες απειλές από φυσικά φαινόμενα (κλιματική αλλαγή, πανδημίες), επιβαρύνοντας το όλο σκηνικό.
Μεγάλες ανακατατάξεις και ανατροπές στην παγκόσμια ιστορία ποτέ δεν συντελέστηκαν χωρίς κλυδωνισμούς. Συχνά κατέληξαν είτε σε παγκόσμιες συγκρούσεις, είτε σε εσωτερικές συγκρούσεις και ανατροπή καθεστώτων, είτε και στα δύο. Η κατάβαση από τα πάνω στα χαμηλότερα κλιμάκια δύναμης και ευημερίας και σε νέες ισορροπίες ήταν πάντα μακρόχρονη και επώδυνη για όποιον κατέβαινε. Για τις ανεπτυγμένες χώρες όλα αυτά μεταφράζονται σε αδυναμία συνεχούς βελτίωσης του επιπέδου ζωής ευρύτερων στρωμάτων, σε ανατροπή προσδοκιών, σε απογοήτευση και εντεινόμενες διαιρέσεις στο εσωτερικό τους. Επιπλέον, πέρα από το εσωτερικό μέτωπο, όταν μια ηγεμονική δύναμη εξασθενίζει, ανοίγει χώρος για την ανάπτυξη ισχυρών φυγόκεντρων δυνάμεων που αποσταθεροποιούν τη διεθνή τάξη πραγμάτων και, τελικά, και την ίδια την ηγεμονική δύναμη. Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, στην Ασία, στην Ευρώπη δείχνουν, όλες, προς την ίδια κατεύθυνση. Το θετικό είναι ότι, ακόμα, η κάθοδος αυτή δεν συντελείται σε απόλυτα αλλά σε σχετικά μεγέθη.
Σε φάσεις τέτοιων ανατροπών και ανακατατάξεων, οι κοινωνίες που βλέπουν να χάνουν χάνουν και την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα κυβερνήσεων και ελίτ να τους εξασφαλίσουν το μέλλον τους. Πιστεύοντας ότι όλα μπορούν να μείνουν ως είχαν, στρέφονται σε σαμάνους, μάγους, κωμικούς ή λαϊκιστές δεξιάς ή αριστερής απόκλισης. Στο σκηνικό αυτό σημασία έχει η αφετηρία. Αν πριν το κυρίαρχο πρότυπο ήταν η δημοκρατία, οι κοινωνίες στρέφονται στον αυταρχισμό και στα ακραία υποδείγματα. Αν ήταν ο αυταρχισμός, στρέφονται στη δημοκρατία. Οτι εμπεδωμένα καθεστώτα οποιασδήποτε μορφής μπορεί να έχουν χάσει την αποτελεσματικότητά τους, να έχουν εκφυλιστεί ή γραφειοκρατικοποιηθεί, είναι το πιο σύνηθες στην Ιστορία.
Η ανατροπή τους επιβάλλεται. Ομως, η πλάνη είναι να νομίζει κανείς ότι μπορεί να αντιμετωπίσει τα νέα προβλήματα καταφεύγοντας στο τυχάρπαστο. Οταν σύντομα γίνει αισθητό ότι με υποσχέσεις δεν αλλάζει η πραγματικότητα, ο αυταρχισμός γίνεται εργαλείο με το οποίο θα ελεγχθεί η πολιτική αμφισβήτηση. Κρίση – λαϊκισμός – αυταρχισμός είναι η αλληλουχία που συνήθως ακολουθείται. Ομως, σε τελική ανάλυση, το κριτήριο επιτυχίας δεν είναι η αλλαγή ή το νέο, αλλά αν αυτό που αντικαθιστά το προηγούμενο μπορεί να ανατρέψει την αποτυχία με βάση τις κοινωνικές προσδοκίες ή αν θα ισοπεδώσει αξιακά συστήματα και θα επιδεινώσει τα προβλήματα, κάνοντας δυσκολότερες τις απαντήσεις.
Πάντως, οι εξελίξεις και ανατροπές αυτές δεν οδήγησαν σε όλες τις χώρες στα ίδια αποτελέσματα. Η διαφορά ΗΠΑ και Ευρώπης είναι πολύ ορατή. Το κεντρικό στοιχείο που διαφοροποιεί την εθνική εικόνα είναι οι διαφορετικές εσωτερικές πολιτικές που ακολούθησε κάθε χώρα, ο βαθμός κοινωνικής και πολιτικής συνοχής, οι αξίες, οι ιστορικές εμπειρίες, η πραγματική έγνοια της πολιτικής για τους συλλογικούς στόχους. Αν συγκρίνει κανείς τις διαφορές ΗΠΑ και Ευρώπης θα διαπιστώσει ότι στις ΗΠΑ σημειώθηκαν τα εξής χαρακτηριστικά: α) πολιτικές που εκτόξευσαν τις ανισότητες στα υψηλότερα επίπεδα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, στατικά και δυναμικά, β) απουσία πολιτικών για αναδιάρθρωση κλάδων και περιοχών που επλήγησαν έντονα, γ) πολιτικές που οδηγούσαν σε όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση εισοδημάτων και πλούτου στα πολύ υψηλά εισοδηματικά στρώματα και σε συνεχή αποδυνάμωση των αμοιβών των πιο ευάλωτων και των μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων, ιδίως μέσω της φορολογικής πολιτικής και δ) αδύναμες κοινωνικές πολιτικές (υγείας, απασχόλησης, εκπαίδευσης κ.ά.).
Οι σύντομες αυτές αναφορές σκοπό έχουν να δείξουν πόσο αναγκαίο είναι να κατανοήσουμε ότι πίσω από τις αποσπασματικές εικόνες ενυπάρχουν πολύ πιο σύνθετοι και διαρθρωτικής υφής μετασχηματισμοί, που δεν έχουν μόνο πολιτικό ή κοινωνικό ή ιδεολογικό χαρακτήρα. Αποτελούν ένα εναλλασσόμενο μείγμα όλων αυτών των διαστάσεων. Και γι’ αυτό η αντιμετώπισή τους δεν μπορεί να είναι μόνο πολιτική, μόνο οικονομική ή μόνο ιδεολογική ή κοινωνική. Μια αποτυχία της Δύσης στα κρίσιμα ζητήματα της οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης θα οδηγήσει σε μια παγκόσμια ισορροπία, στην οποία οι επιλογές θα περιορίζονται σε τρία είδη αυταρχισμού και στην ανθρώπινη υποταγή.
Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός.