Την περασμένη χρονιά ο Ταγίπ Ερντογάν και η τουρκική πολιτικοστρατιωτική ηγεσία της γείτονος έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να αναδείξουν τη γεωπολιτική διεκδίκησή τους στην ευρύτερη ζώνη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων, του Ευξείνου Πόντου και του Καυκάσου, υπερπροβάλλοντας τόσο το στρατήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» όσο και το νεοοθωμανικό όραμα.
Ο τούρκος πρόεδρος με περισσή αυταρέσκεια θέλησε να καταδείξει στην παγκόσμια κοινότητα ότι η χώρα του είναι ισχυρή περιφερειακή δύναμη, με δυνάμεις, δυνατότητες, φιλόδοξους στόχους και επιδιώξεις επικράτησης στην ευρύτερη περιοχή. Και μαζί ότι εκπροσωπεί το Ισλάμ, είναι διατεθειμένη να ηγηθεί του μουσουλμανικού κόσμου και να τον προστατεύει βεβαίως.
Στο όνομα αυτών των υπερφίαλων φιλοδοξιών συγκρούστηκε με τους Αμερικανούς, «συμμάχησε» με τον Πούτιν, τα «χάλασε» με το Ισραήλ και τους περισσότερους των Αράβων, διαμόρφωσε συνθήκες έντασης με πολλούς Ευρωπαίους και βεβαίως πίεσε αφόρητα την Ελλάδα και την Κύπρο, στήνοντας σχεδόν πολεμικού χαρακτήρα επιχειρήσεις στο Αιγαίο, στη Θράκη και αλλού. Για να μη μιλήσουμε για την προκλητική ρητορική, τους άλλοτε υποτιμητικούς και άλλοτε πύρινους λόγους του, που από μόνοι τους δημιουργούσαν ατμόσφαιρα σύγκρουσης.
Ωστόσο όλο αυτό το κλίμα σύγκρουσης και αντιπαράθεσης, που εξελίχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020, δεν βοήθησε τη χώρα του. Αντιθέτως, επέτεινε τις διεθνείς ανησυχίες, κλόνισε την όποια εμπιστοσύνη απέναντι στην έτσι κι αλλιώς ευάλωτη και ασταθή τουρκική οικονομία και έφερε τον ίδιο σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, να αναζητεί διαρκώς πόρους προκειμένου να χρηματοδοτήσει ένα όραμα παρωχημένο και από τη σύλληψή του προβληματικό.
Το αδιέξοδο της τουρκικής πολιτικής αποκαλύφθηκε πλήρως μετά την ήττα του ομοϊδεάτη του Ντόναλντ Τραμπ, που μέχρι τον περασμένο Νοέμβριο του προσέφερε φανερή υποστήριξη και κάλυψη. Με τον Τραμπ να απέρχεται και αντιμετωπίζοντας τόσο τις αμερικανικές κυρώσεις για τους ρωσικούς πυραύλους S-400 όσο και την αμφισβήτηση του χειμαζόμενου τουρκικού λαού, ανέκρουσε πρύμναν, άρχισε να στέλνει σήματα επαφής και συνεννόησης με την Ευρώπη, προκειμένου να ξεπεράσει το εμφανές αδιέξοδο που ο ίδιος και η στρατηγική του έφεραν. Βαθμηδόν άλλαξε τροπάρι, απέσυρε τα ερευνητικά σκάφη από τις επίμαχες ζώνες και έφθασε από ιέραξ του πολέμου να εμφανίζεται στους Ευρωπαίους δήθεν ως περιστέρι της ειρήνης. Κατάφερε έτσι να αποτρέψει τις ευρωπαϊκές κυρώσεις και πλέον επιχειρεί να ξαναπιάσει το νήμα της Ευρώπης και να αναβιώσει τις διαδικασίες επανασύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Προκειμένου δε να πείσει για τις προθέσεις του, αποδέχθηκε την έναρξη των διερευνητικών επαφών με τη χώρα μας, οι οποίες θα επανεκκινήσουν τη μεθεπόμενη Δευτέρα.
Η αλήθεια είναι ότι οι Ευρωπαίοι και ιδιαιτέρως οι Γερμανοί στήνουν ευήκοα ώτα και αντιμετωπίζουν για πολλούς και διαφορετικούς λόγους με καλή διάθεση τους τουρκικούς κύκλους.
Ακόμη και έτσι ωστόσο η Ελλάδα έχει μια ευκαιρία. Να αξιοποιήσει την τουρκική προσφυγή στην Ευρώπη και να επιβάλει όρους και προϋποθέσεις στην προδιαγραφόμενη επανέναρξη των ευρωτουρκικών συνομιλιών και διαπραγματεύσεων.
Απέναντι στα τουρκικά αιτήματα για ανανέωση της τελωνειακής ένωσης, του Προσφυγικού και πιθανών άλλων, η Ελλάδα μπορεί να απαιτήσει, κατ’ ελάχιστον, από την Ευρωπαϊκή Ενωση έναν οδικό χάρτη καλής γειτονίας και συμπεριφοράς απέναντι στη χώρα μας και στην Κύπρο.
Μόνο έτσι μπορεί να προχωρήσει με αξιώσεις ο όποιος ελληνοτουρκικός διάλογος, που θα επιχειρηθεί να προπαρασκευαστεί στις επανεκκινούμενες, σε λίγες μέρες, διερευνητικές επαφές. Υπάρχει το προηγούμενο του Ελσίνκι που επιτρέπει κάτι τέτοιο. Ενα νέο Ελσίνκι μπορεί να οικοδομηθεί υπό το βάρος των νέων συνθηκών και της τουρκικής μετατόπισης.
ΤΟ ΒΗΜΑ