Σύμφωνα με την υπεραπλουστευτική προσέγγιση των πρωινάδικων της TV και των συνδικαλιστών του εμπορίου που τα συνοδεύουν, ζούμε μέρες απόλυτης οικονομικής καταστροφής.
Πηγάζει αυτή η εντύπωση από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δημιουργεί η πρωτοφανής υγειονομική κρίση, από τους περιορισμούς στην κινητικότητα των πολιτών για την ανάσχεση της πανδημίας, από τα κατά καιρούς εφαρμοζόμενα μέτρα σε τοπικό και εθνικό επίπεδο και βεβαίως από τις εμπειρικές παρατηρήσεις του πλήθους των οικονομολογούντων στη χώρα.
Δεν συνιστούν τα παραπάνω αμφισβήτηση των σημαντικών βαρών που συσσωρεύει στην ελληνική οικονομία το πανδημικό φαινόμενο, ωστόσο τα επίσημα στατιστικά στοιχεία δεν συμφωνούν με αυτό το κλίμα απόλυτης καταστροφής.
Τα τελευταία μάλιστα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας για το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου εκπλήσσουν. Σύμφωνα με αυτά, οι λιανικές πωλήσεις, με όρους όγκου εμπορίου, μειώθηκαν μόλις κατά 2,8%. Αφαιρουμένων δε των καυσίμων, οι πωλήσεις των οποίων μειώθηκαν κατά 10,9% εξαιτίας του περιορισμού στις μετακινήσεις των εργαζομένων και της υπερανάπτυξης της τηλεργασίας, οι λιανικές πωλήσεις περιορίστηκαν μόλις κατά 0,4%. Είναι εντυπωσιακό δε το γεγονός ότι τον περασμένο Οκτώβριο η Στατιστική Υπηρεσία κατέγραψε αύξηση συνολικά των λιανικών πωλήσεων κατά 4,7%.
Χωρίς αμφιβολία υπήρξαν ανακατανομές στις πωλήσεις μεταξύ κλάδων και αγαθών. Αξιομνημόνευτη είναι η αύξηση κατά 7,7% που κατέγραψαν οι λιανικές πωλήσεις των σουπερμάρκετ και των πολυκαταστημάτων κατά 6,8%, των ειδών ένδυσης και υπόδησης κατά 5% και των βιβλίων, των χαρτικών και λοιπών ειδών κατά 20%! Ειδικά η παρατηρηθείσα μεγάλη αύξηση των λιανικών πωλήσεων στα σουπερμάρκετ τον περασμένο Οκτώβριο αποδίδεται στην πρόσκαιρη αλλαγή καταναλωτικής συμπεριφοράς εν όψει του δεύτερου lockdown στις αρχές Νοεμβρίου. Εντυπωσιάζει επίσης η σημαντική αύξηση πωλήσεων εκτός καταστημάτων. Οι πωλήσεις μέσω Διαδικτύου ήταν αυξημένες κατά 29% τον Οκτώβριο και κατά 15,4% σε ετήσια βάση. Κατόπιν αυτών οι αναλυτές των στοιχείων εκτιμούν ότι η πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης στο τελευταίο τρίμηνο θα είναι ηπιότερη του δευτέρου και κατ’ επέκταση η ύφεση του 2020 θα είναι μικρότερη της προϋπολογιζομένης.
Αλλά δεν είναι μόνο τα στοιχεία της ιδιωτικής κατανάλωσης που διαμορφώνουν αίσθηση καλύτερων συνθηκών. Είναι και η σημαντική αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων (νοικοκυριών και επιχειρήσεων) κατά περίπου 17,8 δισ. ευρώ στη διάρκεια του 2020 που δημιουργούν ατμόσφαιρα αισιοδοξίας για τη συνέχεια, μετά δηλαδή τον έλεγχο του πανδημικού φαινομένου.
Ο οικονομικός σύμβουλος της Alpha Bank κ. Π. Καπόπουλος σημειώνει ότι σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες ο ιδιωτικός τομέας, είτε για λόγους αυτοπροστασίας είτε επειδή δεν είχε ευκαιρίες κατανάλωσης, έχει συγκροτήσει ένα απόθεμα δυνάμεων ικανό να υποστηρίξει τόσο την κατανάλωση όσο και τις επενδύσεις στην επόμενη φάση, όταν δηλαδή η οικονομία θα έχει ελευθερωθεί από τον υγειονομικό κίνδυνο.
Είναι ίσως το πιο ελπιδοφόρο εύρημα τούτης της τόσο δυστυχούς συγκυρίας, που επιτρέπει σχετική αισιοδοξία για το μέλλον. Και εκείνο που επίσης επιβάλλεται να καταγραφεί είναι το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας έδειξε πρωτοφανή ικανότητα προσαρμογής στις ιδιαίτερες υγειονομικές συνθήκες. Αξιοποίησε στον μέγιστο βαθμό τις νέες τεχνολογίες, υιοθέτησε χωρίς δισταγμό την τηλεργασία, υιοθέτησε νέους τρόπους πωλήσεων εν ριπή οφθαλμού και εφήρμοσε επίσης με μοναδική ευελιξία μέτρα ελέγχου του κόστους.
Η ανταπόκριση σε αυτές τις συνθήκες δηλώνει προφανώς και τις δυνατότητες. Αν και το κράτος καταφέρει να αξιοποιήσει ορθολογικά και να κατευθύνει σωστά τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, το ελληνικό οικονομικό μέλλον μπορεί όντως να είναι ρόδινο.