Τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης στην οικονομία μιας χώρας αποτελούν ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα όχι μόνο στο ευρύ κοινό αλλά και μεταξύ ακαδημαϊκών και αναλυτών της παγκόσμιας οικονομίας και του διεθνούς εμπορίου, οι οποίοι κατέχουν σημαντικές θέσεις σε ευρωπαϊκά ή διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Μέχρι στιγμής, στις περισσότερες περιπτώσεις, η αποπαγκοσμιοποίηση έχει θεωρηθεί ως μια διαδικασία μείωσης της οικονομικής αλληλεξάρτησης και ολοκλήρωσης μεταξύ των κρατών. Κατά συνέπεια, ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει αρκετές ιστορικές περιόδους, όταν οι ροές άμεσων ξένων επενδύσεων (Foreign Direct Investments-FDIs) και η ικανότητα του διεθνούς εμπορίου μειώνονται λόγω των συνεπειών των περιφερειακών ή παγκόσμιων οικονομικών κρίσεων. Εξ ορισμού, η αποπαγκοσμιοποίηση είναι εννοιολογικά σε αντίθεση με τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, παραλείποντας έτσι να δεχθεί τους πολλαπλούς συνειρμούς της τελευταίας έννοιας.
Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1980, όταν το τρίτο μεγάλο κύμα παγκοσμιοποίησης έγινε αντικείμενο ανησυχίας, ορισμένοι οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι υπαινίχθηκαν ότι αμφισβητούσαν τη θετική στάση της παγκοσμιοποίησης, θεωρώντας ότι μπορεί να μην είναι τόσο ισχυρή όσο φαινόταν, και δεν θα είχε μακροπρόθεσμη επίπτωση.
Εντόπισαν σημαντικά θέματα αδυναμίας της παγκοσμιοποίησης να προσδιορίσει λύσεις σε ζωτικής σημασίας ζητήματα της παγκόσμιας οικονομίας (όπως η φτώχεια, η ανεργία, η παρακμή, η καταστροφή ολόκληρων οικονομικών τομέων, κ.λπ.). Επίσης, αρκετοί ερευνητές εντόπισαν στοιχεία που σχετίζονται με υποβάθμιση πολλών ιστορικά παραδεδεγμένων οικονομικών και κοινωνικών δομών, οι οποίες, μέχρι τότε, φαινόταν να είναι ακλόνητες.
Κατά συνέπεια, προχώρησαν γρήγορα στον καθορισμό και την εφαρμογή ενός νέου όρου ο οποίος, λόγω έλλειψης άλλων εννοιών, αποκαλείται «Αποπαγκοσμιοποίηση» – «Deglobalization» και προέρχεται από την «παγκοσμιοποίηση» με την προσθήκη του προθέματος «από». Η έννοια διαπέρασε τις οικονομικές συζητήσεις χωρίς ποτέ να έχει δοθεί ένας αρκετά σαφής και κοινά αποδεκτός ορισμός. Οι τρέχουσες παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις, κυρίως λόγω της περιόδου της COVID19, θέτουν υπό αμφισβήτηση τις δομές και τα συστήματα που υποστηρίζουν την ίδια την παγκοσμιοποίηση.
Η τρέχουσα περίοδος της πανδημίας σηματοδοτεί μια τάση αποπαγκοσμιοποίησης, ειδικά λόγω της επανατοποθέτησης της παγκόσμιας οικονομίας σε νέα πλαίσια λειτουργίας των δομών της οικονομίας. Ως εκ τούτου, η περίοδος αντιστροφής που βιώνουμε ωθεί σε τάσεις αποπαγκοσμιοποίησης, με διαμόρφωση νέων όρων και κανόνων αποδοτικότητας και ανταγωνιστικότητας. Αυτή η κατάσταση αποτελεί, σε κάποιο βαθμό, μια επιλογή επιβίωσης και όχι απαραίτητα μια έκκληση για επανεξέταση της εποχής του οικονομικού προστατευτισμού, ειδικά για πολλές δεκαετίες του περασμένου αιώνα.
Τέτοιες περίοδοι, κατά τις οποίες η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης μειώθηκε σε ένταση, είναι γνωστές από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και έπειτα. Έγιναν πολυάριθμες καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ειδικά ως συνέχεια του ξεσπάσματος των δύο παγκοσμίων πολέμων, που αποσταθεροποίησαν σε σημαντικό βαθμό την παγκόσμια οικονομία. Συνοδεύονταν από τη Μεγάλη Ύφεση του 1929-1933, ο αντίκτυπος της οποίας κόπασε αρκετά χρόνια αργότερα, αλλά των οποίων τα αποτελέσματα εμφανίζονται ακόμη και σήμερα με τη μία ή την άλλη μορφή.
Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης συνδέεται στενά με τις ιδέες του νεοφιλελευθερισμού, της οικονομίας laissez-faire (δηλαδή το οικονομικό σύστημα όπου οι συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών δεν επηρεάζονται από την όποια κρατική παρέμβαση), της ελεύθερης αγοράς και δεν είναι το αποτέλεσμα της ρυθμιζόμενης κρατικής πολιτικής.
Μέτρηση αποπαγκοσμιοποίησης
Πράγματι, ένα από τα σταθερά ζητήματα της οικονομικής θεωρίας αναφέρεται στη μέθοδο μέτρησης του φαινομένου της αποπαγκοσμιοποίησης. Παρόμοια με την παγκοσμιοποίηση, ένα σύνολο δεικτών μπορεί να ληφθεί υπόψη προκειμένου να αποκαλυφθούν οι πτυχές του φαινομένου της αποπαγκοσμιοποίησης.
Η σύγχρονη οικονομική έρευνα θεωρεί ότι η διαδικασία αυτή μπορεί να επισημανθεί καλύτερα παρακολουθώντας τουλάχιστον τρεις κύριες οικονομικές ροές, όπως:
(i) τη δυναμική των εισαγωγών και των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών σε παγκόσμιο ή περιφερειακό επίπεδο, ως έκφραση του διεθνούς εμπορίου,
(ii) τη δυναμική των εμβασμάτων των υπηκόων χωρών που εργάζονται, είτε προσωρινά είτε μόνιμα, σε μια ξένη χώρα (expats), και
(iii) τις εισροές και εκροές που πραγματοποιούνται από άμεσες ξένες επενδύσεις και επενδύσεις χαρτοφυλακίου. Η παρακολούθηση αυτών των τριών μακροοικονομικών συνιστωσών και μόνο, ωστόσο, δεν αποτυπώνει μια σαφή εικόνα της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης.
Η ανάλυση οφείλει να βασίζεται σε πρόσθετες πληροφορίες, όπως οι αλλαγές στη μεταφορά τεχνολογίας, η εξέλιξη των δασμών και οι μη δασμολογικοί φραγμοί στο εμπόριο, οι περιορισμοί που επιβάλλονται από ορισμένα κράτη στην ελεύθερη κυκλοφορία της εργασίας, η εκπόνηση διοικητικών πράξεων με σκοπό την ενθάρρυνση της αγοράς και την κατανάλωση τοπικών αγαθών, οι επιδοτήσεις που παρέχονται για την προστασία του γεωργικού τομέα, κ.λπ.
Πολλές από αυτές τις μοχλεύσεις ενεργοποιούνται ειδικά σε περιόδους οικονομικής κρίσης, ως αντίδραση των ιδιαίτερα ανεπτυγμένων χωρών (Ιαπωνία, ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο κ.λπ.) στις αρνητικές επιπτώσεις σε επίπεδο οικονομικών μεγεθών, λόγω οικονομικών κρίσεων.
Η τρέχουσα περίοδος αποτυπώνει, με διαφορετικούς τρόπους, ένα μειονέκτημα στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Αυτό μπορεί να συνδέεται με στασιμότητα ή ακόμη και ύφεση σε ορισμένες οικονομίες (παρατηρείται επί του παρόντος στην πλειονότητα των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΕΕ). Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αποδοθούν αυτές οι αλλαγές μόνο στην οικονομική ύφεση λόγω της εξέλιξης της πανδημίας. Άλλα γεγονότα, όπως φυσικές και οικονομικές καταστροφές, μεγάλες ένοπλες συγκρούσεις κ.λπ., μπορούν να συμβάλουν και εντείνουν την εξέλιξη αυτή.
Μάλιστα, ορισμένοι ερευνητές επισημαίνουν ότι τα τελευταία 10-20 χρόνια, τα φαινόμενα αποπαγκοσμιοποίησης έχουν στην πραγματικότητα εμφανιστεί πιο εντατικά. Τουλάχιστον το τελευταίο κύμα παγκοσμιοποίησης δείχνει άτυπες τάσεις σε σύγκριση με τις προηγούμενες.
Η ύπαρξη μιας τέτοιας διαδικασίας επιβεβαιώθηκε το 2013, όταν το Ελβετικό Οικονομικό Ινστιτούτο (KOF Swiss Economic Institute, Zurich, Swiss) δημοσίευσε τον λεγόμενο Δείκτη Παγκοσμιοποίησης (KOF Globalisation Index). O δείκτης αυτός καλύπτει ένα ευρύ φάσμα συνιστωσών, όχι μόνο της οικονομικής αλλά και της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης.
Επισημαίνει το επίπεδο παγκοσμιοποίησης μιας εθνικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες κύριες οικονομικές ροές, καθώς και τα μέσα μακροοικονομικής πολιτικής που προωθούν οι κυβερνήσεις και βασίζεται σε 25 κύριες μεταβλητές. Το στοιχείο αυτό επιτρέπει την έμμεση παρατήρηση της διαδικασίας αποπαγκοσμιοποίησης σε χρονικές περιόδους.
Ενώ η κοινωνική διάσταση αντικατοπτρίζει την έκταση της διάδοσης πληροφοριών και ιδεών, η πολιτική αναφέρεται στο επίπεδο της πολιτικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών. Αναμφίβολα, η σημαντικότερη διάσταση παραμένει η οικονομική, καθώς βοηθά στην εκτίμηση των οικονομικών φαινομένων στην παγκόσμια αγορά, λόγω και της COVID19, που έχει επιφέρει κρίσιμες αλλαγές κυρίως στις αλυσίδες εφοδιασμού σε παγκόσμιο επίπεδο.
Παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και COVID19
Η παγκοσμιοποίηση σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με την αποδοτικότητα των τιμών και της μεταποίησης, ανεξάρτητα από τον τόπο παραγωγής των αγαθών και των υπηρεσιών. Οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Κίνας ήταν και παραμένουν σε σημαντικό βαθμό συνδεδεμένες μέσω των αλυσίδων εφοδιασμού (supply chains), στις οποίες στηρίχθηκαν και οι δύο, ιδιαίτερα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ωστόσο, η πανδημία φαίνεται να έχει δημιουργήσει προσκόμματα σε βασικές αρτηρίες του διεθνούς εμπορίου.
Ήδη η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε κρίση λόγω της έλευσης της COVID19. Όλο και περισσότερο η αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ οικονομιών αυξάνει τον κίνδυνο. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και αναλυτές, για παράδειγμα, ανησυχούν για τις επιπτώσεις της κυριαρχίας της Κίνας στον τομέα των φαρμακευτικών σκευασμάτων και υλικών.
Η κατασκευή νέων εργοστασίων εκτός Κίνας, ωθείται από την ολοένα και μεγαλύτερη προσπάθεια -σε εθνικό επίπεδο- για προμήθεια φαρμακευτικών σκευασμάτων και πρώτων υλών, με γνώμονα την απεξάρτηση από τρίτες χώρες και κυρίως από την Κίνα. Η παγκόσμια πρακτική για τοποθέτηση της παγκόσμιας παραγωγής εκεί όπου αυτή είναι πιο αποδοτική σε οικονομικούς όρους, δηλ. στην Κίνα, φαίνεται να οδεύει σε αναθεώρηση.
Η Κίνα βρίσκεται πλέον σε έναν αγώνα να επανεκκινήσει τα εργοστάσια που είναι κρίσιμα για τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Το σίγουρο, ωστόσο, είναι ότι η ίδια θα είναι μια διαφορετική χώρα μετά την κρίση της COVID19, καθώς υπόκειται πλέον σε καθεστώς αυξημένης αστάθειας των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού. Για πρώτη φορά μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο μιας πραγματικής αποσύνδεσης πολλών παραδοσιακών εμπορικών συνδέσεων, που μεσουρανούσαν μέχρι και πριν την έλευση της πανδημίας.
Η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος νικητής από την παγκοσμιοποίηση, πράγμα που φυσικά ερμηνεύει ότι στο τέλος της ημέρας, μπορεί να είναι και ο μεγαλύτερος χαμένος από τη διαδικασία της αποπαγκοσμιοποίησης.
Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Ακαδημαϊκός
Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών & Χρηματοοικονομικών
Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων
Πολυτεχνείο Κρήτης, Audencia Business School, Γαλλία
Χρήστος Λεμονάκης
Επίκουρος Καθηγητής Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο