Στις 31 Δεκεμβρίου έκλεισε ένας κύκλος για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (ΕΑΜ). Η Μαρία Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου αποχώρησε από τη διεύθυνσή του με τη συνταξιοδότησή της από την υπηρεσία και τη σκυτάλη παίρνει η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αρκαδίας, Αννα-Βασιλική Καραπαναγιώτου, αναλαμβάνοντας καθήκοντα αναπληρωτή ελλείποντος προϊσταμένου στο ΕΑΜ έως ότου ολοκληρωθεί η τυπική διοικητική διαδικασία της τοποθέτησής της ως προϊσταμένης του.
H Αννα-Βασιλική Καραπαναγιώτου, με συγγραφικό έργο, εμπειρία στο ανασκαφικό πεδίο αλλά και στο πεδίο των μουσείων, είχε συντονίσει μάλιστα το έργο της επανέκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Τεγέας, το οποίο το 2016 έλαβε ύψιστη τιμητική διάκριση από τον ευρωπαϊκό οργανισμό European Museum Forum που τελεί υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Μάλιστα, είναι παλαιά γνώριμη του ΕΑΜ καθώς στην αρχή της καριέρας της είχε εργασθεί εκεί.
Πέρα όμως από την αλλαγή προσώπων, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο φαίνεται να περνά σε μια νέα εποχή καθώς επίκειται η μετατροπή του σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, μαζί με τέσσερα ακόμη μουσεία (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου) στο πρότυπο του Μουσείου Ακρόπολης.
Την ίδια στιγμή, το μεγάλο στοίχημα παραμένει η υπόγεια επέκτασή του και η σύνδεσή του με το Ακροπόλ. Το μεγάλο αυτό κλίμακας έργο, το οποίο αποτελεί στοίχημα για την κυβέρνηση – περιλαμβανόταν άλλωστε στις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη -, αναμένεται όταν ολοκληρωθεί να δώσει μία ανάσα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, επιτρέποντας να εκτεθούν οι πολύτιμες συλλογές του με τρόπο άριστο, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της ευρύτερης περιοχής και της αναγέννησης του κέντρου της Αθήνας.
Το όραμα ενός Εθνικού Μουσείου
Η ιστορία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου είναι συνυφασμένη με την ιστορία του Νέου Ελληνικού Κράτους. Η ίδρυσή του ανάγεται στα χρόνια του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια με την ίδρυση στις 21 Οκτωβρίου του 1829, στην Αίγινα, την τότε πρωτεύουσα του κράτους, του πρώτου Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, στο οποίο συγκεντρώθηκαν κυρίως γλυπτά από τις ελεύθερες τότε περιοχές της Νότιας Ελλάδας.
Μετά τη δολοφονία Καποδίστρια, όπως σημειώνει και ο Νίκος Καλτσάς, πρώην διευθυντής του ΕΑΜ, στην έκδοση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση «Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο», η «αρχαιολογική δραστηριότητα» παρουσίασε μια μικρή κάμψη. Τον Σεπτέμβριο του 1832 λοιπόν η Διοικητική Επιτροπή, που είχε στο μεταξύ αναλάβει τη διακυβέρνηση του κράτους, διόρισε τον Κυριακό Πιττάκη επιστάτη των Αρχαιοτήτων στην Αθήνα. Τότε ξεκίνησε να συγκεντρώνει τις διάσπαρτες αρχαιότητες στο Θησείο, τη λεγόμενη Στοά Αδριανού, στην Πινακοθήκη των Προπυλαίων, σε δεξαμενές στην Ακρόπολη, στο τζαμί του Παρθενώνος, σε σπιτάκι πίσω από τα Προπύλαια και σε άλλα σημεία της Αθήνας, όπως ο Πύργος των Ανέμων.
Ο πρώτος αρχαιολογικός Νόμος του 1834 όριζε πάντως ρητά την ίδρυση και ανέγερση στην Αθήνα Κεντρικού Δημόσιου Μουσείου για τις αρχαιότητες. Παράλληλα το 1837, με την πρωτοβουλία του πλούσιου εμπόρου Kωνσταντίνου Mπέλιου ιδρύθηκε η εν Aθήναις Aρχαιολογική Eταιρεία που είχε ως σκοπό την ανεύρεση, αναστήλωση και συμπλήρωση των αρχαίων της χώρας. Ετσι με τις προσπάθειες του Κυριάκου Πιττάκη και της Εταιρείας άρχισαν να πληθαίνουν οι αρχαιότητες. Χρειάστηκαν όμως να περάσουν δεκαετίες ώστε να αποκτήσει η Αθήνα ένα Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Οι πρώτες ανεπιτυχείς προσπάθειες
Ο πρώτος αρχιτέκτονας που επιστρατεύεται για την ανέγερση του μουσείου είναι ο Γερμανός Λέο φον Κλέντσε, ένας άνθρωπος που άφησε έντονη τη σφραγίδα του στην κεντροευρωπαϊκή αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των πόλεων του 19ου αιώνα. Εφθασε στην Ελλάδα ως απεσταλμένος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’ με την υψηλή αποστολή του συμβούλου του νεαρού Οθωνα προκειμένου να τροποποιήσει το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, το οποίο είχαν εκπονήσει ο Σταμάτιος Κλεάνθης και ο Εντουαρντ Σάουμπερτ. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν το 1834 συνέταξε ένα σχέδιο τοποθετώντας μία Εθνική Γλυπτοθήκη στο νοτιοανατολικό άκρο της Ακρόπολης. Ωστόσο αργότερα εκπόνησε και ένα δεύτερο σχέδιο δίνοντας ως θέση τον λόφο του Αγίου Αθανασίου στον Κεραμεικό, στο σημείο όπου είχε προτείνει να χτιστούν τα ανάκτορα. Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης του κράτους το σχέδιο αυτό εγκαταλείφθηκε.
Το 1854 η κυβέρνηση αρχίζει να εγγράφει στον κρατικό προϋπολογισμό 10.000 δρχ. τον χρόνο με σκοπό την ανέγερση μουσείου. Φυσικά το ποσό αυτό δεν μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία μουσείου. Καθοριστική λοιπόν ήταν η συμβολή του Δημήτριου Μπερναρδάκη, ο οποίος προσέφερε το 1856 το ποσό των 200.000 δραχμών. Ετσι δύο χρόνια αργότερα ο Οθωνας με διάταγμά του όρισε την ίδρυση Μουσείου Αρχαιοτήτων, ενώ προκήρυξε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για τα σχέδιά του, στον οποίο συμμετείχαν 14 αρχιτέκτονες. Η Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου που ανέλαβε να αξιολογήσει τα σχέδια τα απέρριψε άπαντα. Πάντως σε μια έκθεση σχεδίων για το κοινό το 1861 ξεχώρισε το σχέδιο του ιταλού αρχιτέκτονα Arturo Conti, ο οποίος τιμήθηκε με τον αργυρό σταυρό του Σωτήρος. Την ίδια στιγμή, ο καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου, ο γερμανός αρχιτέκτονας Λούντβιχ Λάνγκε, μετά την αποτυχία του διαγωνισμού ανέλαβε με δική του πρωτοβουλία να δημιουργήσει σχέδιο για το Εθνικό Μουσείο της Ελλάδας. Η εκθρόνιση του Οθωνα το 1862 αλλά και το πρόβλημα της εξεύρεσης κατάλληλης θέσης είχαν αποτέλεσμα το σχέδιο αυτό να μείνει προσωρινά στο συρτάρι.
Η ανάγκη δημιουργίας όμως ενός μουσείου ήταν πάγια. Το 1864 μια επιτροπή ανέλαβε να μελετήσει το βραβευμένο σχέδιο του Arturo Conti και να προτείνει κατάλληλη θέση για τη δημιουργία μουσείου. Τελικώς θα ανακαλυφθούν τα σχέδια του Λούντβιχ Λάνγκε και θα προκριθεί η δική τους εφαρμογή. Στις 24 Φεβρουαρίου 1865 εκδόθηκε Προεδρικό Διάταγμα «Περί ανεγέρσεως Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου» στον λόφο του Αγίου Αθανασίου σύμφωνα με τα σχέδια του Λάνγκε με αρχιτέκτονα τον Παναγιώτη Κάλκο. Ολα ήταν έτοιμα. Μάλιστα ξεκίνησε να σκάβεται από τον φύλακα αρχαιοτήτων Ζήση Σωτηρίου η κοίτη θεμελίωσης. Φευ! Το μουσείο αυτό δεν θεμελιώθηκε ποτέ. Για μία ακόμη φορά υπήρξαν ενστάσεις ως προς τη θέση του.
Η Ελένη Τοσίτσα ως από μηχανής θεός
Τελικώς η Ελένη Τοσίτσα δώρισε στο κράτος το οικόπεδό της στην οδό Πατησίων, εκτάσεως 62.056,42 τετραγωνικών μέτρων, δίπλα στο οικόπεδο που η ίδια είχε παραχωρήσει το 1860 για την ανέγερση του Πολυτεχνείου. Ετσι, με Βασιλικό Διάταγμα της 23ης Μαρτίου του 1866 ορίστηκε επίσημα η ανέγερση του Μουσείου πάνω στα σχέδια των αρχιτεκτόνων Λάνγκε και Κάλκου. Τελικώς, στις 3 Οκτωβρίου του 1866 παρουσία του βασιλέως Γεωργίου τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος του μουσείου. Το 1874 είχε σχεδόν ολοκληρωθεί η δυτική πτέρυγα. Το έργο πάντως γνώρισε καθυστερήσεις εξαιτίας του θανάτου του Κάλκου αλλά και της έλλειψης χρημάτων. Εν τέλει η Αρχαιολογική Εταιρεία και ο Νικόλαος Μπερναρδάκης, γιος του αποθανόντος Δημήτριου, πρόσφεραν οικονομική βοήθεια.
Το ελληνικό κράτος πρότεινε στον δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν, ο οποίος σχεδίασε μερικά από τα σημαντικότερα κτίρια της Αθήνας, όπως το Αστεροσκοπείο και την Ακαδημία, να αναλάβει την αποπεράτωσή του. Εκείνος αρνήθηκε και τη σκυτάλη πήρε ο μαθητής και συνεργάτης του Ερνέστος Τσίλλερ, ο οποίος επέφερε αρκετές αλλαγές στο σχέδιο του Λάνγκε. Το 1889, 23 χρόνια μετά τη θεμελίωσή του, το κτίριο είχε πλέον ολοκληρωθεί. Λέγεται μάλιστα πως ο βασιλικός γάμος του διαδόχου Κωνσταντίνου με τη Σοφία τον Οκτώβριο του 1889 υπήρξε καθοριστικός, ώστε επιτέλους να προχωρήσουν οι εργασίες στο πλαίσιο του γενικού ευπρεπισμού της Αθήνας.
Η δημιουργία ενός μουσείου
Πάντως από το 1874, πριν ολοκληρωθούν δηλαδή οι οικοδομικές εργασίες, είχε αρχίσει η μεταφορά αρχαίων στο Εθνικό Μουσείο από τις συλλογές του Θησείου, της Στοάς του Αδριανού και του Πύργου των Ανέμων και δέκα χρόνια αργότερα, το 1884, η Αρχαιολογική Εταιρεία ξεκίνησε την παράδοση των αρχαίων της. Το 1890 μεταφέρθηκε στο Εθνικό Μουσείο η Αιγυπτιακή Συλλογή και τον επόμενο χρόνο, το 1891, διατάχθηκε η παράδοση των αρχαίων των Μυκηνών, του Μενιδίου και των Σπάτων ως και των ευρημάτων από το Βαφειό και το Διμήνι. Εως τον Ιούλιο του 1894 είχαν παραδοθεί στο μουσείο όλα τα αρχαία της Εταιρείας και η Αθήνα απέκτησε πραγματικό και συστηματικό μουσείο. Για την κατάταξη των γλυπτών ορίστηκε από το 1885 υπεύθυνος ο γενικός έφορος Παναγιώτης Καββαδίας, ενώ για τα προϊστορικά μεγάλη ήταν η συμβολή του Χρήστου Τσούντα και για τα έργα μικροτεχνίας του Βελέριου Στάη, όπως σημειώνει ο Νίκος Καλτσάς.
Οι χώροι πάντως του μουσείου δεν επαρκούσαν για τα διαρκώς αυξανόμενα εκθέματά του. Ετσι μια μικρή επέκταση με σχέδια του Αναστασίου Μεταξά θα γίνει κατά την περίοδο 1903-1906, ενώ αργότερα αποφασίστηκε μια μεγαλύτερη προς το ανατολικό τμήμα του οικοπέδου και στην επταετία 1932-1939 προστέθηκε στο παλιό κτίριο ένα νέο οικοδόμημα με δύο εσωτερικές αυλές σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γ. Νομικού. Και ενώ όλα ήταν έτοιμα για μια νέα διευθέτηση των εκθέσεων του μουσείου, τα πάντα ανέτρεψε η κήρυξη του πολέμου.
Η προστασία εν καιρώ πολέμου
Οι έλληνες αρχαιολόγοι από την πρώτη στιγμή κατέβαλαν μια τιτάνια προσπάθεια για την προστασία των εκθεμάτων. Οταν ο γερμανικός στρατός κατοχής μπήκε στην Αθήνα τον Απρίλη του 1941 είχε ολοκληρωθεί το έργο της απόκρυψης των αρχαίων θησαυρών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Για την ασφάλειά τους τα αρχαία μεταφέρθηκαν, άλλα σε κρησφύγετα σε σπηλιές των λόφων της Αθήνας, τα πολύτιμα στα υπόγεια της Τράπεζας της Ελλάδος και τα υπόλοιπα στα υπόγεια του νέου κτιρίου όπου καλύφθηκαν με άμμο. Για την απόκρυψη των μεγάλων γλυπτών σκάφτηκαν τα δάπεδα πολλών αιθουσών του παλιού κτιρίου του μουσείου και δημιουργήθηκαν υπόγειες κρυψώνες στις οποίες αυτά καταχώθηκαν επί τόπου. Η Σέμνη Καρούζου, έφορος της συλλογής αγγείων και μικροτεχνίας του μουσείου, πρωτοστάτησε στην προσπάθεια μαζί με τον σύζυγό της Χρήστο Καρούζο, ο οποίος ανέλαβε τη θέση του διευθυντή στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μέσα στην Κατοχή.
Μαρτυρίες και προσωπικά βιώματα της Σέμνης Καρούζου από τη δραματική εκείνη περίοδο ανακοινώθηκαν τον Μάρτιο του 1967 και δημοσιεύθηκαν το 1984 στα Πρακτικά του Πρώτου Συνεδρίου του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων. «Εξι ολόκληρους μήνες, όσο κράτησε το Αλβανικό έπος, χρειάστηκαν για να φυλαχθούν τα αρχαία μας που για την τύχη τους τόσο ανησύχησε ο λαός στο άκουσμα του πολέμου… Πολύ πρωί, πριν δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο Μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη, νύχτα έφευγαν για να πάνε στα σπίτια τους» αναφέρει.
Μάλιστα την επομένη της εισβολής των ναζιστικών στρατευμάτων η Σέμνη και ο Χρήστος Καρούζος έστειλαν την παραίτησή τους από μέλη στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι κατοχικές δυνάμεις ζητούσαν επίμονα την επαναλειτουργία του Εθνικού Μουσείου. Είχαν μάλιστα συντάξει έναν κατάλογο από 103 αγάλματα με την απαίτηση να εκτεθούν, ανάμεσά τους ο Ποσειδώνας του Αρτεμισίου, ο έφηβος των Αντικυθήρων και ο έφηβος του Μαραθώνα. Χάρη στη σθεναρή αντίσταση της αρχαιολογικής υπηρεσίας αυτό δεν συνέβη ποτέ και απετράπη η λεηλασία των εκθεμάτων.
Στη διάρκεια Κατοχής το κτίριο του Εθνικού Αρχαιολογικού δεν θύμιζε σε τίποτα μουσείο. Στους χώρους του εγκαταστάθηκαν διάφορες δημόσιες υπηρεσίες. Μάλιστα στη διάρκεια του Εμφυλίου στον όροφο της νέας πτέρυγας είχαν διαμορφωθεί με εσωτερικά χωρίσματα και χώροι κρατουμένων. Βομβαρδισμοί κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου προκάλεσαν μεγάλες ζημιές, κυρίως στη στέγη. Η γενική επισκευή ήταν πλέον επιβεβλημένη.
Οταν τα πράγματα μπήκαν σε μια κάποια σειρά ξεκίνησαν λοιπόν οι επισκευαστικές εργασίες στο κτίριο, το οποίο λειτούργησε ξανά από το 1947. Μέχρι το 1964 ολοκληρώθηκε η επανέκθεση των συλλογών του. Πρέπει να σημειωθεί ότι τιτάνιο ήταν και το έργο της αποκάλυψης των κρυμμένων αρχαίων και η σταδιακή συντήρησή τους. Μάλιστα, κάποια γλυπτά κλεισμένα από καιρό είχαν εμφανίσει λεκέδες. Λέγεται ότι η Σέμνη Καρούζου τους έκανε «ηλιόλουτρα», καλύπτοντάς τα με μαύρα πανιά, αφήνοντας ανοίγματα στα σημεία των λεκέδων.
Η νέα εποχή
Το μουσείο υπέστη ζημιές από τον σεισμό του 1999. Την περίοδο 2002 – 2004 πραγματοποιήθηκαν εργασίες ανακαίνισης όλων των εκθεσιακών του χώρων. Με την αποχώρηση του Νομισματικού Μουσείου και την εγκατάστασή του στο Ιλίου Μέλαθρον, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο επεκτάθηκε. Σήμερα οι εκθεσιακοί χώροι του καλύπτουν έκταση 8.000 τ.μ. και στεγάζουν τις πέντε μεγάλες μόνιμες συλλογές του: τη Συλλογή Προϊστορικών Αρχαιοτήτων, τη Συλλογή Εργων Γλυπτικής, τη Συλλογή Αγγείων και Μικροτεχνίας και τη συλλογή Σταθάτου, τη Συλλογή Εργων Μεταλλοτεχνίας και τη Συλλογή Αιγυπτιακών και Ανατολικών Αρχαιοτήτων. Από το Eθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο έχουν περάσει άξιοι διευθυντές, ανάμεσά τους ο Γιάννης Τουράτσογλου, ο Νίκος Καλτσάς, η Μαρία Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου και τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές περιοδικές εκθέσεις. Το 2019 μάλιστα ο αριθμός των επισκεπτών του ξεπέρασε τους 600.000 (608.876) για πρώτη φορά. Την ίδια στιγμή όμως πολλά είναι αυτά που το «βαραίνουν», όπως η «δύσκολη» γειτονιά στην οποία βρίσκεται και φυσικά η έλλειψη χώρου για τη μέγιστη αξιοποίηση των εκθεμάτων του. Είθε το 2021 να είναι το σκαλοπάτι μιας νέα αρχής.