Πιστεύω στον Θεό, στον Μότσαρτ και στον Μπετόβεν». Με άλλα λόγια, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ είχε «συστήσει» τη δική του «Αγία Τριάδα». Η διαχρονικότητα της λατρείας απέναντι στο σύνολο αυτών των προσώπων απέδειξε ότι εκτός από τα υπόλοιπα ταλέντα του ο γερμανός μουσουργός είχε και αλάνθαστο κριτήριο.

Η χρονιά που μας πέρασε ήταν όμως αφιερωμένη στον Μπετόβεν. Επειτα από αναβολές για τους γνωστούς λόγους (λέγε με COVID-19), το Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης στη Βιέννη, σε συνεργασία με το Αρχείο του Συλλόγου των Φίλων της Μουσικής της πόλης, παρουσίασε ένα ασυνήθιστο αφιέρωμα στον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827), τον μεγάλο εκπρόσωπο της Πρώτης Βιεννέζικης Σχολής μαζί με τον Μότσαρτ και τον Χάιντν.

H έκθεση «Beethoven Μoves», η οποία, αν δεν έκλειναν τα μουσεία της Βιέννης στα μέσα Δεκεμβρίου, θα συνέχιζε την πορεία της και εντός του 2021, φέρνει κοντά ορισμένους από τους πιο σημαντικούς εικαστικούς από το μακρινό παρελθόν και από το άμεσο παρόν για να διερευνηθούν το έργο και η ζωή του Μπετόβεν 250 χρόνια από τη γέννησή του (χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρο, πιστεύεται ότι ήρθε στον κόσμο την 16η ή 17η Δεκεμβρίου του 1770). Ενα χρονικό διάστημα που έχει βέβαια διατρανώσει όχι μόνο την αδιαμφισβήτητη αξία του έργου του αλλά και τη διαχρονική δημοφιλία του, καθώς η γοητεία που ασκεί στον κόσμο η ιδιοφυΐα του, ικανή να υπερνικήσει το εμπόδιο της πρόωρης κωφότητας και να δημιουργήσει θεϊκή μουσική, συγκινεί ακόμα και σήμερα.

Η Βιέννη έχει κάθε λόγο να τιμά τον γεννημένο στη Βόννη γερμανό συνθέτη, καθώς αυτή η πόλη έγινε η δεύτερη πατρίδα του, στην οποία μεγαλούργησε και έζησε από τα 21 του έτη μέχρι και τον θάνατό του. Εκεί άρχισε να χάνει και την ακοή του προς το τέλος της τρίτης δεκαετίας της ζωής του, εκεί έγινε ολοκληρωτικά κωφός και σταμάτησε να διευθύνει μπροστά στο κοινό. Εκεί στράφηκε αποκλειστικά στη σύνθεση και έγραφε τη μουσική που ήθελε, όποτε ήθελε, χωρίς ποτέ να δεχτεί να δημιουργήσει από έμμισθες θέσεις.

Πίνακες, εγκαταστάσεις, περφόρμανς

Στην έκθεση, την οποία επιμελούνται οι Αντρέας Κούγκλερ, Τζάσπερ Σαρπ, Στέφαν Βέπελμαν και Αντρέας Τσίμερμαν, υπάρχουν ορισμένα προσωπικά αντικείμενα του Μπετόβεν, όπως το χωνί που χρησιμοποιούσε ως ακουστικό βαρηκοΐας ή ένα κομμάτι από το παρκέ του σπιτιού όπου πέθανε το 1827. Ομως η έμφαση δίνεται στην τέχνη η οποία συνυπάρχει με τη μουσική για να αναδειχθούν στοιχεία της προσωπικότητας του Μπετόβεν.

Εξάλλου, η σχέση τους είναι πολύ κοντινή, καθώς «η ζωγραφική μετατρέπει τον χώρο σε χρόνο και η μουσική τον χρόνο σε χώρο» όπως έλεγε ο αυστριακός λογοτέχνης Ούγκο φον Χόφμανσταλ, κάτι που δεν ισχύει μόνο για αυτό το εικαστικό μέσο. Στην έκθεση παρουσιάζονται έργα από ζωγράφους όπως ο Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ (1774-1840), ο Γουίλιαμ Τέρνερ (1775-1851), ο Φρανθίσκο Γκόγια (1746-1828), ο Ανσελμ Κίφερ (1945-), γλύπτες και installation artists, όπως ο Ογκίστ Ροντέν (1840-1917), η Ρεμπέκα Χορν (1944-) και ο Τζον Μπαλντεσάρι (1931-2020), αλλά και καλλιτέχνες περφόρμανς, όπως ο Γερμανός Τίνο Σεγκάλ (1976-), πάντα σε αρμονία με συνθέσεις του Μπετόβεν.

Για παράδειγμα, σονάτες για πιάνο όπως η Νο 21, γνωστή και ως «Waldstein», ή η τελευταία του σονάτα για πιάνο (Σονάτα για πιάνο Νο 32) συνυπάρχουν με τη γνωστή εγκατάσταση της γερμανίδας visual artist Ρεμπέκα Χορν «Concert for Anarchy» (1990) με το μεγάλο αινιγματικό πιάνο το οποίο κρέμεται από το ταβάνι και ανά περιόδους τα πλήκτρα του «ξεσπούν» σε μια ηχητική ομοβροντία. Μαζί βρίσκονται στον χώρο και 32 έργα της επίσης γερμανίδας εικαστικού Γιορίντε Βόιγκτ (1977-), η οποία είναι γνωστή για τα μεγάλων διαστάσεων σχέδιά της, όπου αναπτύσσει περίπλοκα συστήματα σημειογραφίας με προέλευσή τους τη μουσική και τη φιλοσοφία.

Εννοείται ότι μια έκθεση με αφετηρία της το έργο του Μπετόβεν δεν μπορεί να μην αντλήσει έμπνευση και από τη σιωπή, καθώς και από την αίσθηση ακινησίας που δημιουργείται μέσα από τον πόνο αλλά και την απομόνωση που δημιουργεί η απώλεια μιας τόσο θεμελιώδους αίσθησης όπως η ακοή, έστω και αν στην περίπτωση του Μπετόβεν η θέληση θριαμβεύει ενάντια στις αντιξοότητες.

Ενας άλλος μεγάλος καλλιτέχνης που είχε παρόμοια μοίρα ήταν και ο Φρανθίσκο Γκόγια, ο οποίος επίσης είχε χάσει την ακοή του απ’ όταν είχε αρρωστήσει στα 46 του από μια μυστηριώδη πάθηση, με αποτέλεσμα να αρχίσει να ζωγραφίζει όλο και πιο σκοτεινά θέματα. Εξ ου και στην έκθεση παρουσιάζονται έργα από τη σειρά χαρακτικών «Τα καπρίτσια», στα οποία ο ισπανός καλλιτέχνης αποτυπώνει τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης και της κοινωνίας και την παρακμή της λογικής.

Ο Ναπολέων στη Μάνη

Μπετόβεν, Ναπολέων, Προμηθέας και Καντ

Στην έκθεση έρχονται βέβαια στο προσκήνιο και λιγότερο γνωστές πτυχές της ζωής του Μπετόβεν, καθώς για το ευρύ κοινό η κωφότητα πάντα επισκίαζε την περίπλοκη προσωπικότητά του. Αναδεικνύεται λοιπόν και η σχέση του με τη φύση, η οποία ήταν γι’ αυτόν μια πηγή έμπνευσης και του πρόσφερε μια απόδραση από τη Βιέννη. Ο Μπετόβεν έκανε ανελλιπώς μεγάλους περιπάτους στην ύπαιθρο ανεξαρτήτως καιρού, έχοντας βέβαια πάντα μαζί του ένα σημειωματάριο για να σταματάει όποτε ένιωθε έμπνευση και να σημειώνει τις ιδέες του.

Οι αποχρώσεις στον «Συννεφιασμένο απογευματινό ουρανό» (1824) του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ αντανακλούν αυτή την ιδιαίτερη σχέση.  Επιπλέον, ο γερμανός ζωγράφος, όπως και ο Αγγλος Γουίλιαμ Τέρνερ, έργο του οποίου περιλαμβάνεται στην έκθεση, ανήκαν στην ίδια γενιά με τον συνθέτη, αυτή που υπήρξε μάρτυρας της Γαλλικής Επανάστασης και βίωσε την περίοδο ευφορίας και αισιοδοξίας την οποία διαδέχθηκε η εποχή του Ναπολέοντα.

H 3η συμφωνία

Τα έργα των Τέρνερ και Φρίντριχ συνδυάζονται ηχητικά με δύο συμφωνίες του Μπετόβεν οι οποίες συνδέονται με τον φιλόδοξο γάλλο στρατηγό. Η 3η συμφωνία του Μπετόβεν, γνωστή και ως «Ηρωική Συμφωνία», η οποία ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1804, ήταν εξάλλου αφιερωμένη στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, καθώς τα ιδανικά της Επανάστασης ασκούσαν μεγάλη γοητεία στον συνθέτη, όπως βέβαια και το πρόσωπο του στρατηγού, το οποίο θεωρούνταν από τους σύγχρονούς του μια προμηθεϊκή μορφή, η ενσάρκωση της ελπίδας μετά το χάος της Επανάστασης.

Οταν ο Μπετόβεν έμαθε έπειτα από μερικούς μήνες ότι ο Ναπολέοντας θα ανακηρυσσόταν αυτοκράτορας, έσκισε το εξώφυλλο της παρτιτούρας λέγοντας το περίφημο: «Μα δεν διαφέρει σε τίποτα από τον κοινό άνθρωπο! Τώρα θα καταπατήσει όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και θα υπηρετεί μόνο τη φιλοδοξία του». Η δε 7η συμφωνία του παρουσιάστηκε το 1813, λίγες εβδομάδες μετά τη μάχη της Λειψίας, στην οποία οι δυνάμεις της Αυστρίας, της Πρωσίας, της Ρωσίας και της Σουηδίας νίκησαν αποφασιστικά τον αυτοκράτορα.

μπετοβεν1

Πάντως και ο Μπετόβεν, πέρα από τον Ναπολέοντα, έχει συνδεθεί με τον Τιτάνα που έφερε τη φωτιά στην ανθρωπότητα. Εξ ου ο «Προμηθέας» είναι παρών στην έκθεση μέσα από έναν πίνακα του φλαμανδού ζωγράφου Γιαν Κόσιερς (1600-1671), αλλά και μέσα από το βίντεο του ολλανδού κινηματογραφιστή και visual artist Γκουίντο βαν ντερ Βέρβε (1977-) με τίτλο «Everything is going to be alright» (2007).

Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή της ζωής και του έργου του Μπετόβεν αφορά το ότι, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν τοποθετήσεις του ιδίου ή αποδείξεις των πολιτικών πεποιθήσεών του, τα πολιτικά συμφραζόμενα της μουσικής του ερμηνεύονταν με διαφορετικούς τρόπους. Για άλλους ήταν ένας πρωτοπόρος επαναστάτης και για άλλους ένας φιλοβασιλικός που μπορούσε να αντικατοπτρίσει εθνικιστικά ιδανικά. Ενα έργο του Ανσελμ Κίφερ, με τίτλο «The starry heavens above us, and the moral law within», αντικατοπτρίζει πώς τα πολιτιστικά επιτεύγματα εξακολουθούν να ερμηνεύονται με πολιτικό τρόπο και ο δημιουργός τους ως ένας αγγελιοφόρος ιδεών, και ας μην είναι πάντα αυτή η πρόθεσή του.

Το έργο είναι εμπνευσμένο από μια ρήση του Ιμάνουελ Καντ στην οποία πίστευε ο Μπετόβεν. Οτι δηλαδή ο άνθρωπος είναι προορισμένος να ζήσει μια ρηχή ζωή εκτός και αν επιτρέψει στον εαυτό του να τον καθοδηγήσει μια αίσθηση ηθικής προς τους «αστρικούς ουρανούς», δηλαδή προς τη μεταφυσική σφαίρα. Ο Μπετόβεν εμπνεόταν υπό μια έννοια από αυτή την ιδέα του Καντ και πίστευε ότι είχε έναν ηθικό σκοπό ως καλλιτέχνης: να αγωνιστεί ώστε τα έργα του να ανοίξουν νέους ορίζοντες κατανόησης του κόσμου στους αποδέκτες του. O Kίφερ από την πλευρά του δημιούργησε το έργο του προκειμένου να δείξει ότι η τέχνη είναι ένα από τα ελάχιστα πεδία στο οποίο οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να εξετάσουν την ηθική τους, και το έκανε σε μια εποχή (1969) που στη μεταπολεμική Γερμανία η τέχνη φαινόταν ένα ανεπαρκές μέσο για να συμβιβαστεί ο λαός με τις φρικαλεότητες του Γ’ Ράιχ και τις ρωγμές που είχε επιφέρει στην εθνική ταυτότητα.

H έκθεση «Beethoven Μoves» υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έκλεινε στις 24 του μηνός, αλλά μάλλον η τύχη της αγνοείται, όπως συμβαίνει στα περισσότερα μουσεία της Ευρώπης, καθώς το Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης θα παραμείνει σίγουρα κλειστό έως τις 17 Ιανουαρίου και μόνο ένα podcast όπως και μια playlist στο Spotify συνεχίζουν διαδικτυακά τον φόρο τιμής στον μεγάλο συνθέτη. Πολύ θα θέλαμε να μπορούσαμε να ταξιδέψουμε όταν ανοίξει και πάλι η έκθεση για να τη δούμε διά ζώσης και κυρίως το υβριδικό έργο του Τίνο Σεγκάλ με τίτλο «This joy», το οποίο είναι χορογραφημένο και τους εννέα περφόρμερ που συμμετέχουν με τις φωνές τους για να αναπαραστήσουν με όλο τους το σώμα έξι συνθέσεις του Μπετόβεν. Γιατί αυτό που μένει στο τέλος είναι μόνο η τέχνη. Αυτή και μόνο αυτή μπορεί να μιλήσει στην ψυχή και να υπερκεράσει εμπόδια όπως η γλώσσα ή η ιδεολογία και να μας οδηγήσει σε εσωτερικά, μοναχικά ταξίδια που οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν.