Η «βραδυκίνητη» Ευρώπη στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να καυχιέται ότι έβαλε τα γυαλιά στις ΗΠΑ. Αντιλήφθηκε εγκαίρως τους πολλαπλούς κινδύνους που κρύβει η γιγάντωση των «Big Tech» και επιχειρεί εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια να βάλει φρένο στην αχαλίνωτη εξάπλωσή τους.
Οι GAFA (Google, Amazon, Facebook και Apple) είναι «υπερβολικά μεγάλες για να μη μας απασχολούν», έλεγε ο αρμόδιος Επίτροπος της Ε.Ε., Τιερί Μπρετόν, ενώ σε κοινό του άρθρο με την εκτελεστική αντιπρόεδρο της Κομισιόν, Μαργκρέτ Βεστάγκερ, σημείωνε: «Ακούσαμε τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Το μήνυμά τους είναι ξεκάθαρο: Τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα μιας ομάδας εταιρειών δεν πρέπει να υπαγορεύσουν το μέλλον μας».
Με άλλον ηγέτη στο τιμόνι των ΗΠΑ ενδεχομένως να είχε ήδη συντελεστεί πρόοδος προς την κατεύθυνση ενός διεθνούς και ενιαίου ρυθμιστικού πλαισίου. Η προσπάθεια αυτή σκόνταφτε σταθερά στην άρνηση του Τραμπ, που πλέον τελεί υπό αποκλεισμό από το άλλοτε αγαπημένο του Twitter.
Mετά τα δραματικά γεγονότα στην Ουάσιγκτον, έγινε σαφές ότι η δύναμη των τεχνολογικών κολοσσών συνιστά εν δυνάμει ασύμμετρη απειλή. Γι’ αυτό και οι φωνές που ζητούν μεγαλύτερη εποπτεία και έλεγχο έχουν αυξηθεί εντός και εκτός Ηνωμένων Πολιτειών. Το ερώτημα είναι κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι πλέον εφικτό, καθώς η κυριαρχία τους δείχνει ακλόνητη. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν θυμίζει κάτι από την τακτική των τυράννων. Είναι γνωστή η διήγηση του Ηροδότου σχετικά με τη «συνταγή της επιτυχίας» του Θρασύβουλου, του τυράννου της Μιλήτου. Εάν θες να διατηρηθείς στην εξουσία φροντίζεις να εξοντώνεις εγκαίρως κάθε πιθανό ανταγωνιστή. Οι τεχνολογικοί κολοσσοί τους «εξαφανίζουν» εξαγοράζοντάς τους όσο είναι μικροί. Όπως έπραξε για παράδειγμα το Facebook στην περίπτωση του Instagram.
Η υπερβολική δύναμη – οικονομική και πολιτική – που έχουν συσσωρεύσει όλα αυτά τα χρόνια οι μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες μοιάζουν με γεμάτο όπλο πάνω στο τραπέζι. Αυτή τη στιγμή, όσοι κάθονται στην άλλη πλευρά του τραπεζιού δεν δείχνουν διατεθειμένοι να το σηκώσουν και να πατήσουν τη σκανδάλη, σημειώνει ο Φράνσις Φουκουγιάμα. Πόσο ασφαλής μπορεί όμως να νιώθει η αμερικανική δημοκρατία (και κάθε δημοκρατία) όσο το όπλο παραμένει στο τραπέζι;