Εταιρείες που αναλαμβάνουν τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης με ύπουλες καμπάνιες παραπληροφόρησης γίνονται όλο και δημοφιλέστερες μεταξύ κυβερνήσεων και πολιτικών, προειδοποιεί έκθεση του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
«Οργανωμένες εκστρατείες χειραγώγησης των κοινωνικών μέσων λειτουργούν σε 81 χώρες, συγκριτικά με 70 χώρες το 2019» αναφέρει το Ινστιτούτο Διαδικτύου της Οξφόρδης, ερευνητικός και εκπαιδευτικός οργανισμός που υπάγεται στο πανεπιστήμιο.
Αναρτήσεις που παραπλανούν το κοινό για σημαντικά ζητήματα «παράγονται σε βιομηχανική κλίμακα από μεγάλες κυβερνήσεις, εταιρείες δημοσίων σχέσεων και ποιτικά κόμματα» λένε οι συντάκτες της έκθεσης, σύμφωνα με τους οποίους το 2019 δαπανήθηκαν σε όλο τον κόσμο 60 εκατομμύρια δολάρια για τέτοιες καμπάνιες, και πιθανώς πολύ περισσότερα.
Διαφημιστές, εταιρείες δημοσίων σχέσεων και μάρκετινγκ προσλαμβάνονται από κόμματα για να στοχοποιήσουν συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες και να αναδείξουν πολιτικά μηνύματα ως τάσεις στα κοινωνικά μέσα, διαπιστώνει η έκθεση.
Τα παραπλανητικά μηνύματα διαδίδονται στη συνέχεια μέσω ψεύτικων λογαριασμών ή αυτοματοποιημένων αλγορίθμων γνωστών ως bot.
Το πρόβλημα είναι εν πολλοίς γνωστό στους υπευθύνους των υπηρεσιών δικτύωσης, καθώς σε διάστημα ενός έτους η Facebook και η Twitter ανέστειλαν περίπου 317.000 ύποπτους λογαριασμούς.
Για παράδειγμα, η Facebook ανακοίνωσε πέρυσι ότι, ενόψει των εκλογών του 2020, μπλόκαρε εκστρατεία παραπληροφόρησης για λογαριασμό του Turning Point USA, οργάνωση νέων που υποστηρίζει τον απερχόμενο πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Η Facebook έκλεισε τον λογαριασμό της Rally Forge, εταιρεία μάρκετινγκ που είχε αναλάβει την επιχείρηση, όμως συνέπειες δεν υπήρξαν για το Turning Point USA.
Ακόμα, η έκθεση αναφέρει ως παράδειγμα πολιτικής παραπληροφόρησης την κίνηση του Συντηρητικού Κόμματος τη Βρετανίας να αλλάξει το όνομα του λογαριασμού του στο Twitter σε «factcheckUK» ενόψει των γενικών εκλογών στη Βρετανία το 2019. Το κόμμα προσέλαβε την εταιρεία επικοινωνίας Topham Guerin μετά την επιτυχία της στις εκλογές στην Αυστραλία νωρίτερα εκείνο το έτος.
Υπάρχουν όμως και παραδείγματα διασυνοριακών επιχειρήσεων: η καναδική εταιρεία δημοσίων σχέσεων Estraterra μπήκε στη μαύρη λίστα του Facebook όταν αποκαλύφθηκε ότι είχε αναλάβει εκστρατεία χειραγώγησης σε Ελ Σαλβαρδόρ, Αργεντινή, Ουρουγουάη, Βενεζουέλα, Εκουαδόρ και Χιλή.
Ο ρόλος των εταιρειών που προσφέρουν παραπληροφόρηση επί πληρωμή είχε έρθει για πρώτη φορά στο προσκήνιο με την υπόθεση της Cambridge Analytica, βρετανικής εταιρείας που συνεργάστηκε προεκλογικά με το επιτελείο Τραμπ για την αποστολή εξατομικευμένων, στοχευμένων πολιτικών μηνυμάτων. Η εξατομίκευση βασιζόταν σε δεδομένα για 87 εκατομμύρια χρήστες του Facebook τα οποία είχαν συλλεχθεί παράνομα μέσω ενός online ερωτηματολογίου.
Η Cambridge Analytica τελικά έκλεισε μετά την κατακραυγή και τις έρευνες που ακολούθησαν, όπως φαίνεται όμως η εταιρεία έχει πλέον άφθονους μιμητές.
Όπως σχολίασε ο καθηγητής Φίλιπ Χάουαρντ, διευθυντής του Ινστιτούτου Διαδικτύου και μέλος της συντακτικής ομάδας, «η έκθεσή μας δείχνει ότι η παραπληροφόρηση έχει αποκτήσει επαγγελματικό χαρακτήρα και πλέον παράγεται σε βιομηχανική κλίμακα […] Οι εταιρείες κοινωνικών μέσων πρέπει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων εντείνοντας τις προσπάθειές τους για την αναγνώριση των παραπλανητικών αναρτήσεων κα το κλείσιμο των ψεύτικων λογαριασμών χωρίς την ανάγκη κρατικής παρέμβασης».