Τα θερμόμετρα υπερύθρων τα οποία χρησιμοποιούνται ευρέως, ιδιαιτέρως εν μέσω πανδημίας, σε υπηρεσίες, σχολεία ή άλλα δημόσια (και μη) κτίρια μπορούν να δώσουν πολλά ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα, με αποτέλεσμα πολλά άτομα που πάσχουν από COVID-19 να μετατρέπονται σε υπερμεταδότες της νόσου οι οποίοι περνούν κάτω από τη… μύτη των θερμικών ραντάρ.
Πιο αξιόπιστη η μέτρηση στο δάχτυλο και στο μάτι
Κορυφαίοι ειδικοί στη Φυσιολογία ανέφεραν με δημοσίευσή τους στην επιθεώρηση «Experimental Physiology» ότι η μέτρηση της θερμοκρασίας στην άκρη ενός δαχτύλου του χεριού καθώς και στο μάτι μπορεί να είναι πολύ πιο αξιόπιστη συμβάλλοντας στον εντοπισμό ατόμων με πυρετό.
Οπως σημείωσε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πόρτσμουθ Μάικ Τίπτον, εκ των κύριων συγγραφέων της μελέτης, ειδικός στην ανθρώπινη φυσιολογία καθώς και στη ρύθμιση της θερμοκρασίας «αν οι μετρήσεις της θερμοκρασίας δεν είναι ακριβείς, υπάρχει κίνδυνος να αποκλείουμε άτομα που δεν πάσχουν από το να μετακινούνται στα μέρη που θέλουν ή στα οποία πρέπει να πάνε ενώ την ίδια στιγμή κινδυνεύουμε να επιτρέπουμε σε άτομα που πάσχουν από τον νέο κορωνοϊό αλλά παραμένουν αδιάγνωστα να τον μεταδίδουν».
Από τη μελέτη προέκυψαν τέσσερα βασικά σημεία-«κλειδιά»:
· Ο πυρετός δεν αποτελεί από μόνος του καλό δείκτη σχετικά με το αν ένα άτομο πάσχει από COVID-19 – δεν εμφανίζουν πυρετό όλοι οι ασθενείς με τον νέο κορωνοϊό ενώ πολλοί εμφανίζουν πυρετό μέρες μετά τη μόλυνση με τον ιό, συνήθως όταν η κατάστασή τους επιβαρύνεται και έχουν πια εισαχθεί σε νοσοκομείο.
· Η μέτρηση της θερμοκρασίας του δέρματος (συνήθως στο μέτωπο) δεν δίνει αξιόπιστη εκτίμηση σχετικά με τη θερμοκρασία του σώματος η οποία ανεβαίνει όταν κάποιος νοσεί και έχει πυρετό. Μια άμεση μέτρηση της θερμοκρασίας του σώματος (η οποία μπορεί να
γίνει με αισθητήρες στον οισοφάγο ή στον πρωκτό) δεν είναι εφικτή και πρακτική στις περισσότερες περιπτώσεις – πρόκειται για μια μέθοδο ακριβή, παρεμβατική και χρονοβόρα η οποία συνήθως εφαρμόζεται σε νοσοκομεία.
· Η υψηλή θερμοκρασία του σώματος, ακόμη και αν έχει μετρηθεί σωστά, δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι ένα άτομο πάσχει από COVID-19.
· Η λήψη δύο μετρήσεων της θερμοκρασίας, μία στο δάχτυλο του χεριού και μία στο μάτι, πιθανότατα αποτελεί καλύτερο και πιο αξιόπιστο δείκτη της αύξησης της θερμοκρασίας του σώματος.
Η μέτρηση στο μέτωπο αναξιόπιστη
Ο καθηγητής Τίπτον εξήγησε ότι «η χρήση ενός θερμομέτρου υπερύθρων για τη μέτρηση της θερμοκρασίας μιας μόνο επιφάνειας, συνήθως του μετώπου, είναι μια μη αξιόπιστη μέθοδος για την ανίχνευση του πυρετού που σχετίζεται με την COVID-19. Πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες καθιστούν τη μέτρηση της θερμοκρασίας του δέρματος ένα ‘φτωχό’ υποκατάστατο σε ό,τι αφορά την αποτύπωση της θερμοκρασίας του σώματος. Η θερμοκρασία του δέρματος μπορεί να αλλάξει ανεξαρτήτως της θερμοκρασίας του σώματος για πολλούς λόγους».
Ο καθηγητής προσέθεσε ότι «η πανδημία έχει μια καταστροφική επίδραση σε όλες τις πτυχές της ζωής μας και δυστυχώς είναι απίθανο να είναι η τελευταία πανδημία που αντιμετωπίζουμε. Είναι ζωτικής σημασίας να αναπτύξουμε μια μέθοδο μέτρησης του πυρετού η οποία θα είναι γρήγορη και ακριβής».
Πάνω από ένας στους 10 με COVID-19 δεν εμφανίζει πυρετό
Το πιο κοινό σύμπτωμα της COVID-19 που εμφανίστηκε σε δείγμα 55.924 επιβεβαιωμένων κρουσμάτων νέου κορωνοϊού στην Κίνα κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας ήταν ο πυρετός ενώ ακολουθούσε ο ξηρός βήχας, η παραγωγή πτυέλων, η δύσπνοια, οι πόνοι στους μυς και στις αρθρώσεις, ο πονόλαιμος, ο πονοκέφαλος, η ναυτία και οι έμετοι, η ρινική συμφόρηση και η διάρροια. Ωστόσο, όπως σημείωσαν οι ερευνητές, ένα σεβαστό ποσοστό (τουλάχιστον 11%) των ασθενών με COVID-19 δεν εμφανίζει πυρετό ενώ λιγότερα από τα μισά άτομα με ύποπτα συμπτώματα COVID-19 που εισάγονται στο νοσοκομείο έχουν πυρετό. Παρότι η πλειονότητα των θετικών στον ιό ατόμων εκδηλώνει τελικώς πυρετό κάποια στιγμή (συνήθως στις περιπτώσεις στις οποίες εμφανίζεται επιδείνωση της κατάστασης και ο ασθενής έχει πλέον εισαχθεί σε νοσοκομείο), τα άτομα αυτά είναι μολυσματικά ημέρες πριν εμφανίσουν πυρετό.
Προσαρμογή των ίδιων συσκευών μέτρησης
Σύμφωνα με τον καθηγητή Τίπτον «μπορούμε να βελτιώσουμε την ικανότητα μέτρησης του πυρετού χρησιμοποιώντας τα ίδια θερμόμετρα αλλά μετρώντας τη διαφορά της θερμοκρασίας μεταξύ ματιού και δαχτύλου – δεν πρόκειται για την τέλεια μέτρηση, αλλά είναι σίγουρα ένας καλύτερος, πιο αξιόπιστος δείκτης από τη μέτρηση της θερμοκρασίας στο μέτωπο». Ο καθηγητής εξήγησε ότι οι ίδιες συσκευές μέτρησης της θερμοκρασίας με υπέρυθρη ακτινοβολία που χρησιμοποιούμε σήμερα μπορούν να προσαρμοστούν με τις κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να πραγματοποιούν αυτές τις δύο μετρήσεις.
Ο καθηγητής Τίπτον ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της επιδημίας του SARS το 2003 υπήρχε ανάγκη για μια γρήγορη, αποτελεσματική μέθοδο μέτρησης της θερμοκρασίας σε μαζική κλίμακα. «Τότε η υπέρυθρη θερμογραφία έγινε η βασική μέθοδος μέτρησης και παραμένει παρά τις όποιες ενστάσεις για την αξιοπιστία της».
Μελέτη που διεξήχθη σε 1.000 άτομα και στην οποία συγκρίθηκε η μέτρηση της θερμοκρασίας του μετώπου με τρία διαφορετικά θερμόμετρα υπερύθρων, έδωσε διαφορετικά αποτελέσματα – από 31 ως 35,6 βαθμούς Κελσίου. Σε άλλη μελέτη, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80% επί συνόλου 500 ατόμων των οποίων η θερμοκρασία μετρήθηκε με θερμόμετρο υπερύθρων, εξήχθη ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα.
Πού οφείλονται οι διαφορές στη θερμοκρασία του δέρματος
Αυτές οι διαφορές στη θερμοκρασία του δέρματος μπορούν να οφείλονται σε πολλές αιτίες όπως το αν το άτομο έχει προσφάτως ασκηθεί, αν πάσχει από κάποια λοίμωξη, αν έχει καεί από τον ήλιο ή αν έχει καταναλώσει προσφάτως αλκοόλ. Αλλοι παράγοντες είναι το πόσο κοντά βρίσκεται το άτομο στο θερμόμετρο υπερύθρων, πόσο κρύος ή ζεστός είναι ο αέρας στον χώρο όπου γίνεται η μέτρηση, πόσο λίπος έχει το άτομο στο σώμα του ή ακόμη και το ποια είναι τα επίπεδα της αρτηριακής του πίεσης.