Τα θλιβερά γεγονότα στην αμερικανική Βουλή μάς θύμισαν μια αλήθεια που συχνά ξεχνάμε στην Ελλάδα: δεν υπάρχουν βαθείς ή πολιτισμικοί λόγοι για τους οποίους μια χώρα είναι δημοκρατική ή αυταρχική. Οι παραδόσεις μιας χώρας έχουν τη σημασία τους, αλλά δεν καθορίζουν το μέλλον. Οι γενικεύσεις που συχνά γίνονται για προοδευτικά και καθυστερημένα έθνη, όπως για παράδειγμα η θεωρία του Σάμιουελ Χάντιγκτον για τη «σύγκρουση των πολιτισμών», είναι λανθασμένες. Τέτοιες θεωρίες δεν εξηγούν τίποτε και είναι λίγο ως πολύ αναβιώσεις παρωχημένων εθνικιστικών  θεωριών του 19ου αιώνα.

Καμία πολιτισμική θεωρία δεν εξηγεί, για παράδειγμα, την άνοδο του ναζισμού σε μια σχετικά πλούσια και πολιτισμένη χώρα όπως η Γερμανία του Μεσοπολέμου, όπως και καμία τέτοια θεωρία δεν εξηγεί πώς η προοδευτική μεταπολεμική Βρετανία έφτιαξε στρατόπεδα συγκέντρωσης για εκατοντάδες χιλιάδες Κενυάτες τη δεκαετία του ’50 στο όνομα της «αυτοκρατορίας». Αντίστοιχα, η Βόρεια και η Νότια Κορέα ξεκίνησαν από το ίδιο πολιτισμικό σημείο το 1953 και σήμερα είναι δύο εντελώς αντίθετες χώρες, η μια είναι η σκοτεινότερη δικτατορία της εποχής μας και η άλλη είναι μια ακμάζουσα δημοκρατία.

Οπως καμία χώρα δεν είναι καταδικασμένη να αποτυγχάνει, έτσι και καμία χώρα δεν είναι οριστικά πετυχημένη. Οι κοινωνίες προχωρούν και σκοντάφτουν απρόβλεπτα και όπως μας δείχνει η πρόσφατη εμπειρία των Ηνωμένων Πολιτειών σπουδαίο ρόλο παίζουν όχι μόνο τυχαία περιστατικά αλλά, κυρίως, η προσωπικότητα των ηγετών τους.

Στο τελευταίο τους βιβλίο «Ο στενός διάδρομος: Πώς τα έθνη αναζητούν την ελευθερία», που δημοσιεύθηκε το 2019 στην Αμερική και εκδόθηκε πρόσφατα και στα  ελληνικά (μτφ. Αριάδνη Αλαβάνου, Λιβάνης, 2020) οι οικονομολόγοι Νταρόν Ατσέμογλου και Τζέιμς Ρόμπινσον εξηγούν ότι η ελευθερία εξαρτάται τόσο από τους θεσμούς ισότητας και ελευθερίας όσο και από τη σωφροσύνη και αρετή των ηγετών τους. Απληστοι ή ανασφαλείς ηγέτες μπορεί να πάρουν καταστροφικές αποφάσεις. H πρόσφατη ιστορία της Αμερικής μπορεί να ερμηνευθεί μέσα από αυτό το πρίσμα.

Πριν από πέντε μόλις χρόνια η Αμερική ήταν πρωτοπόρος στην παγκόσμια πολιτική, ατενίζοντας το μέλλον με αισιοδοξία, με ηγέτη της μια λαμπερή προσωπικότητα, τον  Μπαράκ Ομπάμα. Και όμως, τα έκτροπα στην αμερικανική Βουλή της 6ης Ιανουαρίου έδειξαν το πρόσωπο μιας πολιτικής κουλτούρας σε διάλυση, με εξευτελιστικές εικόνες βίας και τρομοκρατίας, που αρμόζουν σε ανώριμες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Πώς φτάσαμε εκεί;

Οι αμερικανικοί θεσμοί της ελευθερίας είναι σοβαροί, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση ιδανικοί. Στις λεπτομέρειές τους παραμένουν ελλιπείς. Είναι ασυγχώρητο, για παράδειγμα, ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ εκλέγεται από το «κολέγιο» των εκλεκτόρων, που σημαίνει ότι ένας πρόεδρος μπορεί να εκλέγεται χωρίς την πλειοψηφία στο εκλογικό σώμα (όπως συνέβη με τους προέδρους Μπους και Τραμπ). Η Γερουσία επίσης δεν είναι ένα εύλογα αντιπροσωπευτικό σώμα. Δεν είναι σωστό οι δικαστές στο Ανώτατο Δικαστήριο να υπηρετούν για δεκαετίες. Τέλος, το πολιτικό χρήμα δεν ρυθμίζεται επαρκώς και διαφθείρει αδιακρίτως.

Αν αναζητούμε όμως μια εξήγηση για τα γεγονότα της εβδομάδας που πέρασε, αυτή βρίσκεται κυρίως στο πρόσωπο του προέδρου. Ο Τραμπ, που είναι κατά βάση επαγγελματίας του θεάματος και όχι πλήρες πολιτικό πρόσωπο, εκμεταλλεύθηκε την τεράστια ανισότητα μεταξύ των κοινωνικών ομάδων της σύγχρονης Αμερικής και ιδίως μεταξύ των πετυχημένων πόλεων από τη μια, και των αγροτικών και επαρχιακών περιοχών από την άλλη. Ο Τραμπ εκμεταλλεύθηκε τη συσσωρευμένη απογοήτευση και τον θυμό, ώστε να κατασκευάσει ένα απλουστευτικό αφήγημα μίσους, πόλωσης και επιθετικότητας – με έντονα φυλετικά χαρακτηριστικά -,  τοποθετώντας τον εαυτό του στον ρόλο του τιμωρού του κατεστημένου και των ξένων (ιδίως των μεταναστών και των μουσουλμάνων).

Η πύρινη ρητορική του και η περιφρόνηση που έδειχνε για την αλήθεια καθώς και για τους δημοκρατικούς θεσμούς και πλησίαζε πάρα πολύ τη φασιστική ρητορική της δεκαετίας του ’30 (όπως εξηγεί προσεκτικά ο καθηγητής Φιλοσοφίας στο  Yale Τζέισον Στάνλεϊ στο βιβλίο του «Πώς λειτουργεί ο φασισμός: Η πολιτική του Εμείς ή Αυτοί», μτφ. Γιώργος Μπαρουξής, Μεταίχμιο, 2018).

Η συμπεριφορά του Τραμπ έγινε χειρότερη και ακόμα πιο απρόβλεπτη μετά την κρίση της πανδημίας. Μάλιστα τους τελευταίους μήνες καλλιέργησε μεθοδικά την ψευδή εικόνα ότι η εκλογή του Τζο Μπάιντεν ήταν αποτέλεσμα νοθείας. Το πρωί της 6ης Ιανουαρίου οργάνωσε συγκέντρωση των οπαδών του στην Ουάσιγκτον, και στην ομιλία του επανέλαβε τις αστήρικτες κατηγορίες περί νοθείας και τους είπε να μην είναι «αδύναμοι» απέναντι στις δυνάμεις του Κακού. Λίγο μετά οι οπαδοί του εισέβαλαν στο κοινοβούλιο.

Οι πληγές της περιόδου Τραμπ δεν θα θεραπευθούν σύντομα. Ας προσέξουμε όμως ότι η αμερικανική κοινωνία τον απέρριψε καθαρά στις εκλογές του Νοεμβρίου. Σε δύο εβδομάδες ο εφιάλτης της θητείας του Τραμπ φτάνει στο τέλος του, χάρη στους αμερικανούς εκλογείς αλλά και την ορθή στρατηγική του Δημοκρατικού Κόμματος. Η Αμερική σώθηκε από την εγρήγορση των πολιτών της, που συμμετείχαν μαζικά στις εκλογές, οι οποίες έγιναν με άψογο τρόπο παρά τις προκλήσεις της πανδημίας.

Δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε τους πραγματικούς ήρωες της περιπέτειας αυτής, τους υπευθύνους των εκλογών σε κρίσιμες Πολιτείες, όπως π.χ. ο γραμματέας της Επικρατείας της Πολιτείας της Γεωργίας, Μπραντ Ραφενσπέργκερ. Αν και Ρεπουμπλικανός, συγκρούστηκε σφοδρά με τον Τραμπ, αντιστάθηκε στις πιέσεις του και προστάτεψε τις εκλογικές διαδικασίες της Πολιτείας του, παρά τις αφόρητες πιέσεις και απειλές από τον ίδιο τον πρόεδρο. Η Αμερική σήμερα θα ήταν σε πολύ χειρότερο σημείο αν δεν υπήρχαν πολιτικοί με το σθένος του κ. Ραφενσπέργκερ. Οι θεσμοί της ελευθερίας δεν επιβιώνουν από μόνοι τους. Χρειάζονται τη δημοκρατική σωφροσύνη όλων μας, ηγετών, αξιωματούχων και απλών πολιτών. Κανείς δεν είναι ασήμαντος όταν το ζητούμενο είναι η αυτοπροστασία της δημοκρατίας.

  

*Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.