Υστερα από μια απροσδόκητα δύσκολη χρονιά που σημαδεύθηκε από την οδυνηρή εμπειρία της πανδημίας και τεράστιες ανθρώπινες απώλειες, το 2021 περιβάλλεται με δικαιολογημένη αγωνία, προσμονή αλλά και ελπίδα.
Αναπόφευκτα, η υγειονομική κρίση και οι αρνητικές της επιπτώσεις στην οικονομία θα συνεχιστούν, τουλάχιστον, κατά τους πρώτους μήνες του 2021, καθώς θα χρειαστεί να μεσολαβήσουν μήνες έως ότου ο εμβολιασμός εξασφαλίσει το απαιτούμενο επίπεδο ανοσίας σε σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού εξαλείφοντας, εν τέλει, την ανάγκη για χρήση αυστηρών περιοριστικών μέτρων. Ωστόσο, η έναρξη των εμβολιασμών σε αρκετές χώρες θέτει τις βάσεις για τον περιορισμό της αβεβαιότητας.
Είναι ενθαρρυντικό ότι, ακόμη και με την πανδημία σε πλήρη εξέλιξη, η οικονομία έδειξε σημάδια αντίδρασης, υποστηριζόμενη από τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης, με την οικονομική δραστηριότητα το 3ο τρίμηνο του 2020 να είναι ενδεχομένως ισχυρότερη από ό,τι αποτυπώθηκε στα επίσημα στοιχεία του ΑΕΠ. Παρότι το τελευταίο τρίμηνο του 2020 και, πιθανότατα, το πρώτο τρίμηνο του 2021 θα είναι εξαιρετικά δύσκολα, θεωρώ ότι αρχίζουν και διαμορφώνονται κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να επιστρέψει η οικονομία το 2021 σε μια διατηρήσιμη τροχιά ανάκαμψης. Οι σημαντικότερες εξ αυτών είναι οι ακόλουθες:
Παρά τον ατυχή χρονισμό του πλήγματος της πανδημίας – που διέκοψε την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας σε ένα πρώιμο στάδιο – η ανθεκτικότητα και η προσαρμοστικότητα των υγιών οικονομικών μονάδων δημιουργούν ισχυρά αντισώματα. Οι περισσότερες υγιείς ελληνικές επιχειρήσεις ήταν εξαιρετικά φειδωλές στις επενδυτικές τους κινήσεις τα προηγούμενα χρόνια, θέτοντας ως προτεραιότητα την απομόχλευση και τη στοχευμένη ισχυροποίησή τους στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά. Η προσεκτική αυτή στάση αύξησε την αντοχή τους στην κρίση που διανύουμε ειδικά εάν συνεκτιμηθούν τόσο η κρατική στήριξη όσο και η διάθεση του τραπεζικού συστήματος να παρέχουν σημαντικές διευκολύνσεις για όσο απαιτηθεί. Παράλληλα, οι βιώσιμες επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να επανεκτιμήσουν τις νέες ανάγκες και τάσεις που δημιούργησε η πανδημία και να προσαρμοστούν σε αυτές εγκαίρως.
Η δημοσιονομική στήριξη στην Ελλάδα ήταν σημαντική ακόμη και σε σχέση με τον μ.ό. της ευρωζώνης (ειδικά στο σκέλος της αγοράς εργασίας) συνεκτιμώντας τη μετάβαση από ένα υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, σε έλλειμμα αντίστοιχο με τον αναμενόμενο ευρωπαϊκό μ.ό. Τα μέτρα ρευστότητας που στηρίζουν τις βιώσιμες επιχειρήσεις δείχνουν εκ πρώτης όψεως λιγότερο γενναιόδωρα από αυτά που δόθηκαν στην ευρωζώνη – με πρωταγωνιστή τη Γερμανία – λόγω του χαμηλότερου επιπέδου κρατικών εγγυήσεων στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη την πραγματική άντληση κεφαλαίων μέσω εγγυημένων δανείων στις άλλες χώρες, τον σημαντικό ρόλο της επιστρεπτέας προκαταβολής για τις μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες στην Ελλάδα, την απομόχλευση που είχε συντελεστεί στη χώρα μας την προηγούμενη δεκαετία και, κυρίως, το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων (33% για το σύνολο των επιχειρηματικών δανείων και άνω του 50% σε μικρές επιχειρήσεις) η στήριξη συγκλίνει τελικά στον ευρωπαϊκό μ.ό.
Παρά την αναπόφευκτή δημοσιονομική χαλάρωση, δεν διακυβεύεται, εντούτοις, η διαρθρωτική αξιοπιστία των δημοσίων οικονομικών, επειδή τα μέτρα είναι προσωρινά. Το απόθεμα ρευστότητας του Δημοσίου συνεχίζει να υπερβαίνει τα €30 δισ., με λελογισμένη χρήση των υψηλών δυνατοτήτων αναχρηματοδότησης σε πολύ ευνοϊκούς όρους.
Η σφοδρότητα της κρίσης ενέτεινε τον πραγματισμό αλλά και την αποφασιστικότητα σε επίπεδο ΕΕ. Η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων και η παρατεταμένη νομισματική χαλάρωση, με την Ελλάδα να αποτελεί πλέον αποδέκτη των ωφελειών, θα δημιουργήσουν θετικές δευτερογενείς επιδράσεις, ειδικά το 2021. Αυτό γίνεται ήδη εμφανές στα ελληνικά κρατικά ομόλογα, καθώς το κόστος δανεισμού βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό επίπεδο.
Η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης – με την Ελλάδα κορυφαίο αποδέκτη χρηματοδότησης στην ευρωζώνη ως ποσοστό στο ΑΕΠ – δημιουργεί έναν ισχυρό πυλώνα στήριξης της οικονομικής πολιτικής θέτοντας ως προτεραιότητα την ενίσχυση των στρατηγικών επενδύσεων με σημαντικές συνέργειες σε ευρύ φάσμα ιδιωτικών επενδύσεων συμπεριλαμβανομένης και μόχλευσης από το τραπεζικό σύστημα. Η αξιοποίησή του είναι ύψιστης σημασίας, καθώς στοχεύει στην καρδιά του αναπτυξιακού προβλήματος, που είναι η αποεπένδυση, ο κατακερματισμός των επενδύσεων και η ρηχή παραγωγική βάση.
Αναγνωρίζοντας τις αβεβαιότητες που περιβάλλουν τις οικονομικές προβλέψεις ειδικά υπό τις τρέχουσες συνθήκες, θεωρώ ότι ακόμα και η εν μέρει επίδραση κάποιων εκ των ανωτέρω παραγόντων θα είναι επαρκής για να καταστήσει το 2021 ένα πολύ καλύτερο έτος, τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά, μεταφέροντας όλη την προσοχή και την προσπάθεια στο σκέλος του μετασχηματισμού και της μακροπρόθεσμης προοπτικής της οικονομίας.
*Ο κ. Νίκος Σ. Μαγγίνας είναι επικεφαλής οικονομολόγος Εθνικής Τράπεζας.