Θόρυβο προκάλεσε στον ελληνικό οπτικοακουστικό χώρο το δημοσίευμα του Βήματος με τίτλο «Οι κινηματογραφιστές (και πάλι) γκρινιάζουν» σχετικό με την έγγραφη διαμαρτυρία 673 εκπροσώπων του για τις τροπολογίες του Νόμου περί Κινηματογραφίας, οι οποίες σύμφωνα με τους υπογράφοντες της επιστολής, προκαλούν ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες σε μια ούτως ή άλλως πολύ δύσκολη εποχή, όχι μόνο για τον κινηματογράφο αλλά για την πλειονότητα των επαγγελμάτων.
Αν όχι το σημαντικότερο, σίγουρα ένα πάρα πολύ σημαντικό σημείο της διαμαρτυρίας αφορά το επενδυτικό κίνητρο cash rebate, το οποίο ελέγχει και ορίζει το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστών Μέσων και Επικοινωνίας, γνωστό και ως ΕΚΟΜΕ, επικεφαλής του οπίου είναι ο κ. Πάνος Κουάνης.
Σύμφωνα με τους διαμαρτυρόμενους, το άρθρο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης που ψηφίστηκε σε πρόσφατο νομοσχέδιο του Υπουργείο Πολιτισμού, «καθιστά πια επιλέξιμες για ενίσχυση από το ΕΚΟΜΕ και δαπάνες που αφορούν τιμολόγια αλλοδαπών συντελεστών και εταιρειών και συγκεκριμένα αμοιβές που αποδίδονται, καταναλώνονται, και φορολογούνται στο εξωτερικό.»
Με απλά λόγια, ένας παραγωγός λ.χ. από τη Δανία, ο οποίος γυρίζει μια ταινία στην Ελλάδα, με την προυποθεση οτι θα ξοδεψει πανω απο 4 εκ € στην Ελλαδα θα μπορεί να κόψει αλλα 4 εκ € δανέζικα τιμολόγια σε εργαζομένους της χώρας του που θα εργαστουν στην Ελλαδα και να τα καταθέσει ως έξοδα δαπανών στο ελληνικό κράτος και να παρει το 40% ως cash rebate. Φυσικά αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι έναντι των Ελλήνων επαγγελματιών, ευνοούνται συνάδελφοί τους από άλλες χώρες και ότι το Ελληνικό κράτος στερείται έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Το ΒΗΜΑ χρησιμοποίησε ένα μεγάλο μέρος της επιστολής διαμαρτυρίας στο δημοίευμα της Δευτέρας και συγχρόνως ζήτησε την άποψη του κ. Κουάνη επί του θέματος, ο οποίος ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: «Το ΕΚΟΜΕ συνεχίζει να εργάζεται με γνώμονα την διασφάλιση της συνεχούς χρηματοδότησης των επενδυτικών κινήτρων, τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, την προσαρμογή στις διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις της διεθνούς αγοράς και την υιοθέτηση πρακτικών που να διασφαλίζουν την αύξηση των θέσεων εργασίας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επαγγελματιών του κλάδου στην Ελλάδα».
Ωστόσο, για μια ακόμη πιο ξεκάθαρη άποψη επί του ζητήματος που σίγουρα κινεί το ενδιαφέρον και χαίρει ενδελεχούς διαλόγου επικοινωνήσαμε με έναν από τους ανθρώπους που έχουν υπογράψει τη διαματυρία, τον παραγωγό κ. Παναγιώτη Παπαχατζή (Αργοναύτες Α.ε.). Ο παραγωγός της πρόσφατης επιτυχίας «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» του Γιάννη Οικονομίδη, ανέφερε τα κάτωθι:
«Η ηχηρή αντίδραση του Οπτικοακουστικού χώρου (και όχι μόνο των κινηματογραφιστών) στις πρόσφατες νομοθετικές κινήσεις της Κυβέρνησης και στις τακτικές της διοίκησης της ΕΡΤ Α.Ε. δεν είναι προϊόν γκρίνιας ή μια ακόμα διεκδίκηση του καλλιτεχνικού χώρου.
Στις κινήσεις αυτές ο Ελληνικός Οπτικοακουστικός χώρος βλέπει μια συντονισμένη προσπάθεια απαξίωσης των Ελλήνων εργαζομένων στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, προς όφελος μεγάλων αλλοδαπών οικονομικών συμφερόντων, αλλά και μια διαφαινόμενη υποβάθμιση του Υπουργείου Πολιτισμού, ως καθ’ ύλην αρμόδιο για τη ρύθμιση των θεμάτων αυτών. Θέματα πολύ σοβαρά για να χαρακτηριστούν “γκρίνια”.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τα οικονομικά κίνητρα του ΕΚΟΜΕ, εμείς είμαστε εξ αρχής θετικοί, (άλλωστε δική μας πρόταση ήταν η επέκταση του κινήτρου και στους ξένους πρωταγωνιστές ηθοποιούς – θέση που διατυπώσαμε στην διαβούλευση του καλοκαιριού στο νομοσχέδιο του Υπ. Ψηφιακής Διακυβέρνησης) αναγνωρίζοντας την ανάγκη για ένα cash rebate ανταγωνιστικό στο διεθνές περιβάλλον, στο οποίο άλλωστε ανήκουμε και κινούμαστε ως παραγωγοί πολύ πριν την ίδρυση του ΕΚΟΜΕ.
Η επίμαχη τροπολογία ωστόσο δεν δημιουργεί καμία ασφαλιστική δικλείδα για τον Έλληνα τεχνικό και την οπτικοακουστική παραγωγή σε έναν ολόκληρο οικονομικό κλάδο της χώρας και τον θέτει σε κίνδυνο. Είναι, με άλλα λόγια, δυνητικά αντι-αναπτυξιακή, για να μην πούμε πρόχειρη.
Η δε τάση του κου Κουάνη να μιλάει δημοσίως εξ ονόματός μας, δηλαδή ημών των επαγγελματιών του χώρου, χωρίς να έχει πρώτα όχι μόνο λάβει υπόψιν τις θέσεις μας αλλά ούτε καν να έχει δεχτεί να τις ακούσει, χαρακτηρίζεται τουλάχιστον προσβλητική, καλό δε θα ήταν να σταματήσει τις σχεδόν καθημερινές του εμφανίσεις στα media και να κοιτάξει τα του οίκου του εφαρμόζοντας τον Νόμο.»